Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2018

Υμνολογική προσέγγιση της Θεολογίας των Θεοφανείων και οι υμνογράφοι της Εορτής.


9
Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου

Τα Θεοφάνια (ή Θεοφάνεια) είναι μεγάλη ετήσια χριστιανική εορτή της ανάμνησης της Βάπτισης του Ιησού Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό από τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή. Εορτάζεται στις 6 Ιανουαρίου και είναι η τρίτη και τελευταία εορτή του Δωδεκαημέρου (εορτών των Χριστουγέννων). Το όνομα προκύπτει από την φανέρωση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας που συνέβη σύμφωνα με τρεις σχετικές ευαγγελικές περικοπές. Η εορτή των Θεοφανίων λέγεται επίσης και Επιφάνια και Φώτα (ή Εορτή των Φ Το πότε καθιερώθηκε να εορτάζεται η μνήμη του γεγονότος της Βάπτισης του Ιησού δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα. Φαίνεται όμως ότι αναφάνηκε πολύ νωρίς στη πρώτη Εκκλησιά των Χριστιανών. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Στρωμ. βιβλ. α΄) αναφέρει πως κάποιοι αιρετικοί, οι περί τον Βασιλείδη γνωστικοί στις αρχές του Β΄ αιώνα εόρταζαν την ημέρα της Βάπτισης του Κυρίου «προδιανυκτερεύοντες» και ότι η εορτή αυτή γινόταν κατ΄ άλλους μεν στις 6 Ιανουαρίου, κατ΄ άλλους στις 10 Ιανουαρίου.
Σύντομα ιστορικά στοιχεία για την καθιέρωση της εορτής.
Κατά δε τον 3ο αιώνα η εορτή φαίνεται κοινότατη σε όλη την Χριστιανική Εκκλησία. Έτσι ενώ ο Gieseler ( Kirchengeschichte I ,376) δέχθηκε ότι πρώτοι οι Βασιλειδιανοί καθιέρωσαν την εορτή των Θεοφανίων ο Neander (Kirchengeschichte I 386) θέτει το ερώτημα: πως από «αιρετικούς» το δέχθηκε η Εκκλησία;
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος παραδέχεται και περιγράφει την εορτή ως αρχαία πανήγυρης μάλλον στην Αντιόχεια τη Μεγάλη, και ότι από εκεί την παρέλαβαν οι Γνωστικοί Βασιλειδιανοί… Κατά δε τις Αποστολικές Διαταγές (η΄ 38) η εορτή των Επιφανείων «ήγετο δια το εν αυτή ανάδειξιν γεγενήσθαι της του Χριστού θεότητος».
Με τη λήξη του 3ου αιώνα προστέθηκε και άλλη έννοια στον εορτασμό αυτό που άρχισε να πανηγυρίζεται και ως ημέρα της «εν σαρκί» φανερώσεως του Κυρίου. Ούτως και στην Αλεξάνδρεια κατά τον Κασσιανό, και στη Κύπρο κατά Επιφάνιο. Από της εποχής λοιπόν αυτής άρχεται, κατά το πιθανότερο, και ο εορτασμός των Χριστουγέννων.
Κατά τον 4ο αιώνα η εορτή των Θεοφανίων γιορτάζεται πλέον με λαμπρότητα σε όλη την ανατολική Εκκλησία ως εορτή του φωτισμού της ανθρωπότητας δια του Αγίου Βαπτίσματος, απ΄ όπου και το όνομα «Τα Φώτα», εορτή «των Φώτων» (Γρηγόριος Ναζιανζηνός λόγος 39, Αστερίου Αμάσ. Λόγος εις «εορτών των Καλανδών»).
Στη Δύση τα Θεοφάνια απαντώνται στα μέσα του 4ου αιώνα, αλλά από της εποχής αυτής φαίνεται στη Ρωμαϊκή Εκκλησία και άλλη μια εορτή αφιερωμένη στη κατά σάρκα Γέννηση του Ιησού στις 25 Δεκεμβρίου. Όταν πλέον καθιερώθηκε αυτή η ημερομηνία για τα Χριστούγεννα σε όλο τον Χριστιανικό κόσμο έγινε και ο διαχωρισμός της εορτής των Φώτων στις 6 Ιανουαρίου, στα μέσα του 6ου αιώνα.


Η Υμνολογία της εορτής και οι υμνογράφοι.
Τα προεόρτιά της αρχίζουν την επομένη της πρωτοχρονιάς, την 2α  Ιανουαρίου. Μέσα στην προπαρασκευαστική αυτή περίοδο ευρίσκεται και η «Κυριακή προ των φώτων». Και αυτή εντάσσεται μέσα στην προεόρτιο λειτουργική ετοιμασία. Στα αναγνώσματα της θείας λειτουργίας της Κυριακής αυτής ακούμε την «Αρχή του Ευαγγελίου Ιησού Χριστού, Υιού του Θεού» από τον πρόλογο του Κατά Μάρκον Ευαγγελίου, που αφηγείται την εμφάνιση του Προδρόμου στην έρημο του Ιορδάνη, το κήρυγμά του και την προφητεία του περί του Χριστού. Ο Ιωάννης εβάπτισεν «εν ύδατι», ο «ισχυρότερός» του όμως, που έρχεται «οπίσω» του, θα βαπτίσει τον λαό «εν Πνεύματι αγίω» (Μάρκ. 1, 1-8).
Στην τετραήμερο προεόρτιο περίοδο, από της 2ας μέχρι της 5ης Ιανουαρίου στοιβάζονται οι κανόνες, τα τριώδια και τα άλλα προεόρτια ιερά άσματα. Εχομε και εδώ την «Μεγάλη Εβδομάδα» των Φώτων, όπως την είδαμε και στα Χριστούγεννα, με την διαφορά ότι ο χρόνος της προπαρασκευής εδώ είναι μικρότερος, λόγω της παρατάσεως των μεθεόρτων των Χριστουγέννων μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου και της εορτής της Περιτομής του Χριστού της 1ης Ιανουαρίου. Και πάλι η επίδραση των ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδος είναι έκδηλη, λόγω ακριβώς της προσπάθειας παραλληλισμού της εορτής των Θεοφανείων προς το Πάσχα. Και πάλι η προπαρασκευή κορυφώνεται την παραμονή με την λαμπρά ακολουθία των μεγάλων ωρών και του μεγάλου εσπερινού της εορτής.
Τα μεθέορτα εξάλλου παρατείνονται επί οκτώ ημέρες μετά την εορτή, με τρεις ημέρες ιδιαιτέρως εξαιρούμενες, την επομένη των Θεοφανείων με την εορτή της Συνάξεως του Προδρόμου και Βαπτιστού του Χριστού, 7η Ιανουαρίου, την «Κυριακή μετά τα Φώτα», και την τελευταία ημέρα της εορτής, την απόδοση της 14ης  Ιανουαρίου, κατά την οποία ψάλλεται και πάλι ολόκληρη η ακολουθία της εορτής.

Α΄ Κανείς ποτέ δέν πρέπει να απελπίζεται Μικρός Ευεργετινός Μοναχού Παύλου Ευεργετινού





Α’ ΚΑΝΕΙΣ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ Ν` ΑΠΕΛΠΙΖΕΤΑΙ, ΕΣΤΩ ΚΙ ΑΝ ΈΚΑΝΕ ΠΟΛΛΕΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ, ΑΛΛΑ ΝΑ ΕΛΠΙΖΕΙ ΟΤΙ ΘΑ ΣΩΘΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ

Από το βίο της άγίας Συγκλητικής
Τις αμελείς και ράθυμες ψυχές έλεγε ή μακάρια Συγκλητική κι εκείνες πού από νωθρότητα δεν καταφέρνουν να προκόψουν στην αρετή, καθώς και όσες κυριεύονται εύκολα από την απόγνωση, πρέπει νά τις ενθαρρύνουμε. "Αν μάλιστα παρουσιάσουν ακόμα κι ένα μικρό καλό, να το θαυμάζουμε και νά το μεγαλοποιούμε. 'Απεναντίας, και τα πιο σοβαρά και μεγάλα σφάλματά τους, νά τα χαρακτηρίζουμε μπροστά τους σαν πολύ μικρά κι ασήμαντα. Γιατί ο διάβολος, πού θέλει όλα νά τα διαστρέφει για νά μας κολάσει, προσπαθεί νά κρύβει από τούς αγωνιστές και τούς επιμελείς στην άσκηση τις αμαρτίες τους, κάνοντάς τους νά τις ξεχνούν, για νά τούς ρίξει έτσι στην υπερηφάνεια. Ενώ, αντίθετα, στις αρχάριες και αστερέωτες ψυχές παρουσιάζει εξογκωμένα τα αμαρτήματά τους, για νά τις ρίξει σε απελπισία. Νά πως πρέπει λοιπόν νά παρηγορούμε τις ψυχές αυτές πού κλονίζονται: Νά τούς θυμίζουμε την απέραντη συμπάθεια και αγαθότητα του Θεού. Νά τις βεβαιώνουμε πώς ο Κύριός μας είναι πο λυέλεος και σπλαχνικός και μακρόθυμος, έτοιμος πάντα νά ανα καλέσει την καταδίκη των αμαρτωλών ανθρώπων (πρβλ. Ίωήλ2:13). Σ' αυτές τις ψυχές νά φέρνουμε και μαρτυρίες από τις αγίες Γραφές, πού νά φανερώνουν την απροσμέτρητη συμπάθεια του Θεού σ' εκείνους πού αμάρτησαν και μετανόησαν. 


Νά τούς λέμε, για παράδειγμα, πώς ή Ραάβ ήταν πόρνη, άλλά σώθηκε χάρη στην πίστη της (Ίησ. Ναυή 2:1 κ.έ.' <Εβρ. 11:31). Πώς ο Παύλος ήταν διώκτης, έγινε όμως σκεύος εκλογής (Πραξ. 9:1 κ.έ.). και πώς ο ληστής λεηλατούσε και σκότωνε, άλλά μ' έναν του μόνο λόγο άνοιξε πρώτος τη θύρα του παραδείσου (Λουκ. 23:3943). Νά τούς λέμε ακόμα για τον ευαγγελιστή Ματθαίο (Ματθ. 9:913) και τον τελώνη (Λουκ. 18:914) και τον άσωτο (Λουκ. 15:1132) και κάθε άλλη παρόμοια περίπτωση. και με όλα αυτά νά στηρίζουμε τις αδύνατες ψυχές, γλιτώνοντας τες από την απόγνωση. τις ψυχές πάλι πού κυριεύονται από την υπερηφάνεια, νά τις διορθώνουμε με πιο εντυπωσιακά παραδείγματα. Νά ενεργούμε δηλαδή σαν τούς πολύ έμπειρους κηπουρούς, πού, όταν δουν ένα φυτό καχεκτικό και ασθενικό, το ποτίζουν με άφθονο νερό και το περιποιούνται με πολλή φροντίδα, για ν' αναπτυχθεί και νά δυναμώσει. Ενώ, αντίθετα, όταν δουν σ' ένα φυτό πρόωρα βλαστάρια, κλαδεύουν τα περιττά, για νά μην ξεραθούν σύντομα. 'Αλλά και οι γιατροί, σ' άλλους άρρώστους συνιστούν πολυφαγία και κινητικότητα, ενώ σ' άλλους επιβάλλουν μακρόχρο νη δίαιτα και ακινησία. Του Παλλαδίου 'Έμαθα για το Μωϋσή τον Αιθίοπα, πού ήταν πολύ φημισμένος ανάμεσα στους πατέρες της Σκήτης ότι, πριν γίνει μοναχός, ήταν δούλος κάποιου, πού ανακατευόταν ατή διοίκηση της πολιτείας. ο κύριός του όμως τον έδιωξε, επειδή ήταν πολύ δύστροπος και είχε χαρακτήρα αιμοβόρο και άγριο. 'Έφυγε λοιπόν ο Μωυσής κι έγινε ληστής. Αναδείχθηκε μάλιστα σε λήσταρχο, για την υπερβολική σωματική του δύναμη. Ανάμεσα ατά ληστρικά του κατορθώματα αναφέρεται και τούτο: Χολώθηκε κάποτε μ' ένα βοσκό, επειδή τα τσοπανόσκυλά του

Λόγος στην Κυριακή των ΦώτωνΆγιος Λουκάς Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως & Κριμαίας


Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα των Θεοφανίων περιέχει έναν λόγο του Χριστού μεγάλης σπουδαιότητας. Σ’ αυτόν τώρα θέλω λίγο να στρέψω την προσοχή σας.
Του μεγάλου αυτού γεγονότος της Θεοφάνειας του Κυρίου προηγείται κήρυγμα στις όχθες του Ιορδάνη ποταμού, του Ιωάννου του Προδρόμου του Κυρίου, του μείζονος μεταξύ των ανθρώπων που γέννησαν ποτέ οι γυναίκες. Το φλογερό του κήρυγμα της μετανοίας για το οποίο προετοιμαζόταν είκοσι ολόκληρα χρόνια στην έρημο της Ιουδαίας τραβούσε προς αυτόν μεγάλο πλήθος ανθρώπων. Ο πύρινος λόγος του κηρύγματός του έκαιγε τις καρδιές των ανθρώπων τους οποίους βάπτιζε στα νερά του Ιορδάνη καθαρίζοντας τις αμαρτίες τους. Την μεγάλη εκείνη ημέρα με πολλή έκπληξη παρατήρησε ότι μεταξύ των άλλων που έρχονται για να βαπτιστούν βρίσκεται και Εκείνος τον οποίον μέχρι τότε δεν είχε γνωρίσει αλλά περί του οποίου του είχε αποκαλυφθεί ότι θα βαπτίζει με το Πνεύμα το Άγιο. Και αφού έπεσε στα πόδια του, του είπε με δέος: «εγώ χρείαν έχω υπό Σου βαπτισθήναι, και συ έρχη προς με;» (Μτ. 3, 14).
Εμείς, που ήδη είμαστε βαπτισμένοι εν Πνεύματι Αγίω και πυρί, δεν θα μπορούσαμε να καταλάβουμε γιατί ο αναμάρτητος Υιός του Θεού πήγε στο δούλο του τον Ιωάννη και ζήτησε να βαπτιστεί από αυτόν με το βάπτισμα της μετανοίας για να Του αφε­θούν οι αμαρτίες του, τις οποίες δεν είχε, αν ο ίδιος ο Χριστός δεν μας το έλεγε απαντώντας στην ερώτηση του Προδρόμου το εξής: «άφες άρτι· ούτω γαρ πρέπον εστίν ημίν πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην» (Μτ. 3, 15).

Θεοφάνεια. Κάθοδος Αγίου ΠνεύματοςΓεώργιος Πατρώνος, Ομότιμος Καθηγητής Τμήματος Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών


Η χρονική «στιγμή» της θεοφάνειας
       Οι Ευαγγελιστές Ματθαίος και Μάρκος τοποθετούν «χρονικά» την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος αμέσως μετά την έξοδο του Ιησού από τα νερά του Ιορδάνη και σε άμεση σχέση με τη βάπτιση. Ο Λουκάς διαφοροποιείται κάπως στο σημείο αυτό και τοποθετεί το «ανεωχθήναι τον ουρανόν και καταβήναι το Πνεύμα το Άγιον… επ’ αυτόν» (Λουκ. 3,21-22) «λίγο αργότερα» και μετά το πέρας της βάπτισης. Βέβαια δεν φαίνεται να το θεωρεί σαν ξεχωριστό γεγονός, όπως ισχυρίζονται πολλοί, για να τονισθεί δήθεν κάποια διάρκεια μεταξύ βαπτίσματος και «χρίσματος». Μας λέει συγκεκριμένα, ότι ο Ιησούς αμέσως μετά τη βάπτιση, ή και κατά τη βάπτιση άρχισε να προσεύχεται, και τότε ακριβώς συνέβη η «κάθοδος» του Πνεύματος (Λουκ. 3,21). Κατά τον Λουκά, επομένως, έχουμε το μεγάλο αποκαλυπτικό γεγονός και την πρώτη θεοφάνεια της Καινής Διαθήκης αμέσως μετά τη βάπτιση και σε σχέση πάντοτε με τη βάπτιση και μάλιστα σε ώρα «προσευχής». Τότε έρχεται και η ουράνια επιβεβαίωση, ότι «ούτος έστιν ο υιός ο αγαπητός» (Ματθ. 3,17· Μάρκ. 1.11· Λουκ. 3,22) και «ο υιός του Θεού» (Ιωάν. 1,34).
      Η εκδοχή για κάποια «διάκριση» των γεγονότων στον Λουκά, θεωρείται ως η πιθανότερη στους περισσότερους μελετητές, ιδιαίτερα σ’ εκείνους που πιστεύουν ότι το συγκεκριμένο γεγονός της θεοφάνειας πρέπει να έγινε αντιληπτό μόνο από τους δύο πρωταγωνιστές της ιστορίας αυτής, τον Ιησού και τον Ιωάννη, και όχι από όλον τον παρευρισκόμενο την ώρα εκείνη λαό. Το ότι και ο Βαπτιστής αντελή­φθη το γεγονός αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία. Το μαρτυρεί ο ίδιος προσωπικά και μας το βεβαιώνει και το Δ΄ Ευαγγέλιο: «Και εμαρτύρησεν Ιωάννης λέγων· ότι τεθέαμαι το Πνεύμα καταβαίνον ως περιστεράν εξ ουρανού, και έμεινεν επ’ αυτόν» (Ιωαν. 1,32). Βέβαια, σχετικά με το αν είδε ο παρευρισκόμενος λαός όλα αυτά τα συμβαίνοντα θαυμαστά γεγονότα ή αν έμειναν εντελώς αμέτοχοι οι πιο πολλοί, οι απόψεις πολλών σύγχρονων ερμηνευτών διίστανται.
      Η αρχαία, όμως, ερμηνευτική παράδοση, καθώς και η αντίστοιχη εκκλησιαστική και λειτουργική εικονογραφία, δέχονται το γεγονός της θεοφάνειας αυτής να συμβαίνει τη στιγμή της βάπτισης και όχι μετά, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω. Και μάλιστα να γίνεται αντιληπτό από όλους τους παρόντες και από το λαό τον ίδιο. Η υπογράμμιση από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, ότι ο Ιησούς με τα γεγονότα της ζωής του ήρθε «ίνα φανερωθή τω Ισραήλ» (Ιωάν. 1,31), δίνει μια σαφή εκκλησιολογική διάσταση στο γεγονός της βάπτισης και της «καθόδου» του Αγίου Πνεύματος. Η μεσσιανική ιδιότητα του Ιησού είναι φυσικό να μας οδηγήσει προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης, καθ’ όσον προς το λαό αυτό ο Κύριος θα απευθύνει σε λίγο το κήρυγμά του και το σωτηριολογικό του έργο. Δεν είναι, επομένως, γεγονότα που συντελούνται «κεκλεισμένων των θυρών».

Η Διακήρυξη του ουρανούΑρχιμανδρίτης Δανιήλ Αεράκης

«Και φωνή εγένετο εκ των ουρανών· Συ ει ο υιός μου ο Αγαπητός, εν σοι ευδόκησα»
(Μαρκ. 1, 11)
Λιτότητα εκφράσεως
Μεγάλο γεγονός με λίγες λέξεις. Το Ευαγγέλιο, που διαβάζεται κατά την τελετή του Αγιασμού των Θεοφανείων, είναι από τα μικρότερα σε έκταση. Μόλις τρεις στίχοι είναι. Και όμως μέσα σ’ αυτούς τους ελάχιστους στίχους κρύβεται όλο το Θεοφανικό μυστήριο. Λιτότητα χαρακτηρίζει τους Ιερούς Ευαγγελιστές στην περιγραφή των μεγάλων γεγονότων της ζωής του Χριστού.
Είναι και η λιτότητα μία απόδειξη της αλήθειας των υπερφυσικών γεγονότων. Αν όσα περιγράφουν οι Ευαγγελιστές για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού δεν ήσαν αδιάψευστα γεγονότα, αλλ’ ήσαν αποκυήματα της φαντασίας, θα προσπαθούσαν να τα στολίσουν με εντυπωσιακές περιγραφές, με κτυπητά επίθετα και με λογοτεχνικά περιδέραια. Αλλά τα γεγονότα της Αγίας Γραφής είναι πραγματικά. Γι’ αυτό με λιτότητα ύφους παριστάνεται η φυσικότητά τους.
Λίγες λέξεις: «Και εβαπτίσθη υπό Ιωάννου εις τον Ιορδάνην». Η λιτότητα και η συντομία της περιγραφής δεν φανερώνει μόνο την αλήθεια των γεγονότων. Φανερώνει και τη λάμψη του γεγονότος. Ακούσατε ποτέ να διαφημίζεται η ανατολή του ηλίου ή η λάμψη του ηλίου; Ο ήλιος δεν χρειάζεται διαφήμιση. Αρκούν τρεις λέξεις: «Ανέτειλε ο ήλιος» – «Ο ήλιος λάμπει»! Η λάμψη του είναι το πιο διαφημιστικό κήρυγμά του. Όταν λάμπουν τα έργα, τί έχουν να προσθέσουν τα πλουμιστά λόγια; Το ίδιο και στον Ιορδάνη. Λάμπει το πιο υπέροχο γεγονός. Είναι το έργο της Θεοφανείας.
Κάθε μία από τις λέξεις του Ευαγγελικού κειμένου είναι και μία παράσταση στο Θεοφανικό σκηνικό. Έναν από τους τρεις στίχους αναφέρω, για να δήτε ότι κάθε λέξη του είναι μία ανεπανάληπτη παρουσίαση στο σκηνικό αυτό: «Και ευθέως αναβαίνων από του ύδατος είδε αχιζομένους τους ουρανούς και το Πνεύμα ως περιστεράν καταβαίνον επ’ αυτόν» (Μάρκ. 1,10).
«Ευθέως». Παριστάνεται η αναμαρτησία του Ιησού Χριστού.
«Σχιζομένους τους ουρανούς». Άνοιξαν τα ουράνια. Αποκαλυπτικό το υπερθέαμα. Μοναδικό σε μεγαλείο!

Η βάπτιση του Ιησού και η σημασία της Γεώργιος Πατρώνος, Ομότιμος Καθηγητής Τμήματος Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών

Το βάπτισμα Ιωάννου «εν ύδατι»
Μετά την προσέγγιση του γεγονότος της γνωριμίας και συνάντησης Ιησού και Ιωάννη είναι ανάγκη για μια ευρύτερη διερεύνηση και της βάπτισης του Ιησού από τον Βαπτιστή. Το βάπτισμα του Ιωάννη μπορεί να Θεωρηθεί ως ένα βάπτισμα μετανοίας, για την ουσιαστική ένταξη κάποιου στον πιστό λαό του Θεού, τον αληθινό Ισραήλ. Με το βάπτισμα πραγματοποιόταν ένα είδος κάθαρσης για την πραγματική ενσωμάτωση στην κοινότητα των αληθινών «τέκνων Αβραάμ» (Ματθ. 3,9· 7ωάν. 8,33 εξ. Ρωμ. 4,12). Γι’ αυτό και η πρόσκληση προς μετάνοια πριν από τη βάπτιση απευθυνόταν από τον Ιωάννη όχι μόνο προς τους αμαρτωλούς ή τους προσήλυτους στην ιουδαϊκή κοινότητα και πίστη, αλλά και προς όλους εκείνους που επιθυμούσαν ν’ ανήκουν στους προσδοκώντες τη Βασιλεία του Θεού. Επρόκειτο για ένα βάπτισμα μοναδικό, που δεν το συναντούμε στο ιουδαϊκό τελετουργικό τυπικό, και που ετελείτο αποκλειστικά και μόνο από τον Ιωάννη στα νερά του πόταμου Ιορδάνη και στην περιοχή της έρημου, όπου και το κήρυγμα μετανοίας. «Ονομάζεται «βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών» (Μάρκ. 1,4).
Το βάπτισμα αυτό προϋποθέτει, ασφαλώς, την εξομολόγηση των αμαρτιών και την οριστική απόφαση για ουσιαστική μεταστροφή, όχι μόνο στην καθημερινή πράξη αλλά και στην καθόλου στάση έναντι των μεγάλων προβλημάτων της ζωής (βλ. Ματθ. 3,6 εξ.). Το βάπτισμα ύδατος του Ιωάννη είχε και θεωρητικό, συμβολικό χαρακτήρα. Συμβόλιζε την ηθική καθαρότητα και αγνότητα του ανθρώπου. Στη θεολογική δε γλώσσα εθεωρείτο αναγκαίο και για την προπαρασκευή του ανθρώπου εν όψει του εσχατολογικού βαπτίσματος. Το επικείμενο μεσσιανικό βάπτισμα «εν πνεύματι και πυρί» της νέας εποχής, έρχεται ως συνέχεια και προϋποθέτει πάντοτε το βάπτισμα ύδατος του Ιωάννη (Ματ. 3,11- Πράξ. 1,5• 11,16).
Η σημασία της βάπτισης του Ιησού

Εις τα Άγια Φώτα (Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου)

Πάλιν ο Ιησούς μου, και πάλι μυστήριο. Μυστήριο δε που δεν είναι ούτε ψεύτικο ούτε άπρεπες, ούτε προέρχεται από την ειδωλολατρική πλάνη και τη μέθη (διότι εγώ έτσι αποκαλώ τα της λατρείας τους και νομίζω ότι αυτό κάνει και κάθε λογικός άνθρωπος), αλλά είναι μυστήριο και θείο και υψηλό και δημιουργεί λαμπρότητα. Διότι η αγία ημέρα των Φώτων, στην οποίαν έχουμε φθάσει και την οποίαν έχουμε αξιωθεί να εορτάσουμε σήμερα, έχει μεν ως αρχή το βάπτισμα του Χριστού μου, του αληθινού φωτός «το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο ο οποίος έρχεται στον κόσμον», πραγματοποιεί δε τον καθαρισμό μου και βοηθεί το φως που έχουμε λάβει από τον Θεό κατά τη δημιουργία και το έχουμε κάνει να σκοτεινιάσει και να αδυνατίσει.

Ακούστε λοιπόν τη φωνή του Θεού, η οποία σ’ εμένα μεν, τον οπαδό και τον εξηγητή των τέτοιων πραγμάτων, ακούγεται πολύ δυνατά, μακάρι δε να ακουσθεί και σε σας: «Εγώ είμαι το φως του κόσμου» και γι’ αυτό το λόγο «πλησιάστε τον και πάρετε φως, και τα πρόσωπά σας δεν θα σκιασθούν από ντροπή», επειδή έχουν την σφραγίδα του αληθινού φωτός. Να, ευκαιρία αναγεννήσεως· ας γίνουμε ουράνιοι. Να, καιρός αναδημιουργίας· ας ξαναβρούμε τον πρώτο Αδάμ. Να μην μείνουμε εκείνο που είμαστε, αλλά να γίνουμε εκείνο που κάποτε είμαστε. «Το φως φωτίζει μέσα στο σκοτάδι με την παρούσα ζωή και τη σάρκα. Και το καταδιώκει μεν, αλλά δεν κατορθώνει να το εξουδετερώσει το σκοτάδι, η εχθρική δηλαδή δύναμη, η οποία επιτίθεται μεν από θρασύτητα σ’ εκείνον που μοιάζει στον Αδάμ, αλλά πέφτει επάνω στο Θεό και νικιέται, για να ρίχνουμε από πάνω μας το σκοτάδι και να πλησιάζουμε στο φως και να γινόμαστε τέλειο φως, παιδιά τελείου φωτός. Βλέπετε την ωραιότητα της ημέρας; Βλέπετε τη δύναμη του μυστηρίου; Δεν έχετε υψωθεί από τη γη; Δεν ανεβήκατε πιο πάνω, βοηθούμενοι από τη δική μου φωνή και τους λόγους μου; Θα τοποθετηθείτε δε ακόμη υψηλότερα όταν θα βοηθήσει ο Λόγος το δικό μου λόγο. […]
Ο Ιωάννης όμως βαπτίζει και έρχεται να βαπτισθεί ο Ιησούς, για να αγιάσει μεν ενδεχομένως και τον βαπτιστή, όπως είναι δε καταφανές, για να θάψει μέσα στο νερό όλον τον παλαιό Αδάμ και να αγιάσει πριν απ’ αυτούς και για χάρη τους τον Ιορδάνη. Όπως δε ο ίδιος ήταν Πνεύμα και σάρκα, έτσι δίνει την πνευματική ολοκλήρωση με Πνεύμα και νερό. Ο βαπτιστής δεν δέχεται και ο Ιησούς αγωνίζεται (να τον πείσει). «Εγώ έχω ανάγκη να βαπτι¬σθώ από σένα» λέει το λυχνάρι στον Ήλιο, η φωνή στο Λόγο, ο φίλος στον Νυμφίο, ο ανώτερος από κάθε άλλο γέννημα γυναίκας στον Πρωτότοκο ολόκληρης της δημιουργίας, εκείνος που σκίρτησε ενώ βρισκόταν μέσα στην κοιλιά σ’ εκείνον που προσκυνήθηκε μέσα στην κοιλιά, εκείνος που προέτρεξε και ο οποίος θα προστρέξει σ’ εκείνον που φάνηκε και θα φανεί. «Εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από σένα» – πρόσθεσε και «δι’ εσέ» (διότι γνώριζε ότι επρόκειτο να βαπισθεί με το μαρτύριο) ή, όπως ο Πέτρος, το ότι θα καθαρίσεις όχι μόνον τα πόδια

Αἱ Μεγάλαι Ὧραι τῶν Θεοφανείων


Οι Μεγάλες Ώρες, την παραμονή των Θεοφανείων (5 Ιανουαρίου)


Πα­ρα­μο­νή Θε­ο­φα­νεί­ων (5 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου)
Αὐ­τή τήν ἡ­μέ­ρα τη­ροῦ­με αὐ­στη­ρή νη­στεί­α (χω­ρίς λά­δι) ὡς προ­ε­τοι­μα­σί­α γιά τήν με­γά­λη ἑ­ορ­τή τῶν Θε­ο­φα­νεί­ων. Τήν πα­ρα­μο­νή τῆς ἑ­ορ­τῆς τῶν Θε­ο­φα­νεί­ων ψάλ­λον­ται οἱ Με­γά­λες Ὧ­ρες τῆς ἑ­ορ­τῆς, ἀν­τί­στοι­χες μέ τῶν Χρι­στου­γέν­νων.
Σύμ­φω­να μέ τό Τυ­πι­κό, ἄν τά Θε­ο­φά­νεια τύ­χουν Κυ­ρια­κή ἤ Δευ­τέ­ρα, οἱ Ὧ­ρες ψάλ­λον­ται τήν Πα­ρα­σκευ­ή τό πρω­ί χω­ρίς Θεί­α Λει­τουρ­γί­α. Ἄν τύ­χουν ἀ­πό Τρί­τη ἕ­ως Σάβ­βα­το, οἱ Ὧ­ρες ψάλ­λον­ται τήν πα­ρα­μο­νή, μα­ζί μέ τόν Ἑ­σπε­ρι­νό τῆς Ἑ­ορ­τῆς καί τήν Θεί­α Λει­τουρ­γί­α τοῦ Με­γά­λου Βα­σι­λεί­ου.

Οἱ Με­γά­λες Ὧ­ρες τῶν Θε­ο­φα­νεί­ων πε­ρι­λαμ­βά­νουν ἀ­να­γνώ­σμα­τα καί τρο­πά­ρια σχε­τι­κά μέ τήν ἑ­ορ­τή. Κοι­νά τρο­πά­ρια ὅ­λων τῶν Ὡ­ρῶν εἶ­ναι τό Κον­τά­κιο καί τό «Ἀ­πε­στρέ­φε­το πο­τέ» (κα­τά τό «Ἀ­πε­γρά­φε­το πο­τέ» τῶν Χρι­στου­γέν­νων):
«Ἀ­πε­στρέ­φε­το πο­τέ, ὁ Ἰ­ορ­δά­νης πο­τα­μός, τῇ μη­λω­τῇ Ἐ­λι­σαι­έ, ἀ­να­λη­φθέν­τος Ἠ­λιού, καί δι­ῃ­ρεῖ­το τά ὕ­δα­τα ἔν­θεν καί ἔν­θεν. Καί γέ­γο­νεν αὐ­τῷ ξη­ρά ὁ­δός ἡ ὑ­γρά, εἰς τύ­πον ἀ­λη­θῶς τοῦ Βα­πτί­σμα­τος, δι’ οὗ ἡ­μεῖς τήν ρέ­ου­σαν, τοῦ βί­ου δι­α­πε­ρῶ­μεν δι­ά­βα­σιν. Χρι­στός ἐ­φά­νη, ἐν Ἰ­ορ­δά­νῃ, ἁ­γιά­σαι τά ὕ­δα­τα».
«Ἐν τοῖς ρεί­θροις σή­με­ρον τοῦ Ἰ­ορ­δά­νου, γε­γο­νώς ὁ Κύ­ριος, τῷ Ἰ­ω­άν­νῃ ἐκ­βο­ᾶ: Μή δει­λιά­σῃς βα­πτί­σαι με, σῶ­σαι γάρ ἥ­κω, Ἀ­δάμ τόν πρω­τό­πλα­στον».
Τά πε­ρισ­σό­τε­ρα τρο­πά­ρια ἀ­να­φέ­ρον­ται στό Βά­πτι­σμα τοῦ Κυ­ρί­ου ὡς ἀρ­χή καί βά­ση τοῦ δι­κοῦ μας βα­πτί­σμα­τος. Ὁ Κύ­ριος μέ τήν Βά­πτι­σή Του ἔρ­χε­ται νά σώ­σει τό ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος («Ἀ­δάμ τόν πρω­τό­πλα­στον»­), νά φω­τί­σει τή ζω­ή μας.
«Ὅ­τε πρός Αὐ­τόν ἐρ­χό­με­νος ὁ Πρό­δρο­μος, τόν Κύ­ριον τῆς δό­ξης, ἐ­βό­α θε­ω­ρῶν: Ἴ­δε, ὁ λυ­τρού­με­νος τόν κό­σμον πα­ρα­γέ­γο­νεν ἐκ φθο­ρᾶς. Ἴ­δε, ρύ­ε­ται ἡ­μᾶς ἐκ θλί­ψε­ως. Ἰ­δού, ὁ ἁ­μαρ­τη­μά­των ἄ­φε­σιν χα­ρι­ζό­με­νος, ἐ­πί γῆς ἐκ Παρ­θέ­νου Ἁ­γνῆς ἐ­λή­λυ­θε δι’ ἔ­λε­ον, καί ἀν­τί δού­λων, υἱ­ούς Θε­οῦ ἐρ­γά­ζε­ται, ἀν­τί δέ σκό­τους φω­τί­ζει τό ἀν­θρώ­πι­νον, διά τοῦ ὕ­δα­τος τοῦ Θεί­ου Βα­πτι­σμοῦ αὐ­τοῦ. Λοι­πόν δεῦ­τε συμ­φώ­νως αὐ­τόν δο­ξο­λο­γή­σω­μεν, σύν Πα­τρί καί Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι».
.
********
Μέ­χρι τά μέ­σα τοῦ 4ου αἰ­ώ­να ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἑ­όρ­τα­ζε μα­ζί τή Γέν­νη­ση καί τήν Βά­πτι­ση τοῦ Χρι­στοῦ στίς 6 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου, μέ τό ὄ­νο­μα Ἐ­πι­φά­νεια. Στό τέ­λος τοῦ 4ου αἰ­ώ­να (386 μ.Χ.) πρῶ­τος ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος μι­λᾶ γιά τά Χρι­στού­γεν­να, χα­ρα­κτη­ρί­ζον­τάς τα ὡς «μη­τρό­πο­λιν πα­σῶν τῶν ἑ­ορ­τῶν» καί ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ἀ­πό τό 376 μ.Χ. ἔ­γι­νε γνω­στή αὐ­τή ἡ ἑ­ορ­τή ξε­χω­ρι­στά στίς Ἐκ­κλη­σί­ες τῆς Ἀ­να­το­λῆς.
Ἔ­τσι δι­α­μορ­φώ­θη­κε τό «Δω­δε­κα­ή­με­ρο», δη­λα­δή τό χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα ἀ­πό ­τίς 25 Δε­κεμ­βρί­ου ἕ­ως τήν 6η Ἰ­α­νου­α­ρί­ου, κα­τά τό ὁ­ποῖ­ο ἑ­ορ­τά­ζου­με τά Χρι­στού­γεν­να (25 Δεκ.­), τήν Πε­ρι­το­μή (1 Ἰ­αν.) καί τήν Βά­πτι­ση (6 Ἰ­αν.)
.
agiasmos
Τι είναι οι Μεγάλες Ώρες;
Οἱ «Ὧ­ρες» εἶ­ναι ἀ­κο­λου­θί­ες τῆς Ἐ­κκλη­σί­ας μας, πού ψάλ­λον­ται σέ συγ­κε­κρι­μέ­νες ὧ­ρες τῆς ἡ­μέ­ρας (γι’ αὐ­τό λέ­γον­ται καί Ὧ­ρες), σύμ­φω­να μέ τόν βυ­ζαν­τι­νό τρό­πο με­τρή­σε­ως τοῦ χρό­νου, πού ἀν­τι­στοι­χεῖ ὡς ἑ­ξῆς: Πρώ­τη(Α) Ὥ­ρα: πε­ρί­που 6-7 τό πρω­ί, Τρί­τη(Γ): 9 τό πρω­ί, Ἕ­κτη(ΣΤ): 12 τό με­ση­μέ­ρι, Ἐ­νά­τη(Θ): 3 τό ἀ­πό­γευ­μα. Κά­θε ὥ­ρα ἔ­χει τό θέ­μα της: Α΄: τό φῶς τῆς ἡ­μέ­ρας καί τό φῶς τοῦ Χρι­στοῦ, Γ΄: κά­θο­δος τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος(Πεν­τη­κο­στή), ΣΤ΄: ὥ­ρα Σταύ­ρω­σης τοῦ Κυ­ρί­ου, Θ΄: ὥ­ρα θα­νά­του τοῦ Κυ­ρί­ου. Πε­ρι­λαμ­βά­νουν κα­θη­με­ρι­νά: τρεῖς ψαλ­μούς, ἕ­να τρο­πά­ριο μέ θε­ο­το­κί­ο, προ­κεί­με­νο ὥ­ρας, τρι­σά­γιο, τρο­πά­ρια καί μιά εὐ­χή σχε­τι­κή μέ τό θέ­μα. Ψάλ­λον­ται βα­σι­κά στά μο­να­στή­ρια.
Στίς με­γά­λες γι­ορ­τές (Μ. Πα­ρα­σκευ­ή, Χρι­στού­γεν­να, Θε­ο­φά­νεια) ἀλ­λά­ζουν ἐν­τε­λῶς μορ­φή καί ἐ­πι­μη­κύ­νον­ται.
Οἱ ψαλ­μοί εἶ­ναι ἀ­νά­λο­γοι τῶν ἑ­ορ­τῶν, ὑ­πάρ­χουν πε­ρισ­σό­τε­ρα ἐ­πί­και­ρα τρο­πά­ρια, ὑ­πάρ­χουν ἀ­να­γνώ­σμα­τα ἀ­πό τήν Πα­λαι­ά καί τήν Και­νή Δι­α­θή­κη. Γι’ αὐ­τό ὀ­νο­μά­ζον­ται καί Με­γά­λες Ὧ­ρες.
.
Του Αρχιμανδρίτη Αθανασίου Μισσού
απόσπασμα κειμένου-πηγή: Ασκητικόν

Χρόνος: Το προοίμιο της αιωνιότητος

time
Του Λάμπρου Κ. Σκόντζου Θεολόγου - Καθηγητή | Romfea.gr

Εισήλθαμε ήδη με τη χάρη του Τριαδικού Θεού στο νέο έτος. Μαζί με τις ελπίδες και τις προσδοκίες μας για τη νέα χρονιά, γεμίζει αυτές τις ημέρες την ψυχή μας εύλογος προβληματισμός για την έννοια της ροής του χρόνου.
Κι’ αυτό διότι ο χρόνος μαζί με τον «δίδυμο αδελφό του τον χώρο», κατά το αείμνηστο νεοφανή άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς, αποτελούν τους δύο βαρείς ζυγούς του ανθρώπου σε όλη την επί γης ζωή του, οι οποίοι του περιορίζουν τον διακαή του πόθο για την απολυτότητα. 
Η έννοια του χρόνου είναι μια παμπάλαια μυστηριώδης υπόθεση για τον άνθρωπο. Κανένα άλλο ον δεν έχει την αίσθηση της ροής του χρόνου, πολλώ δε μάλλον δεν έχει την ικανότητα της μέτρησής του, εκτός από τον άνθρωπο, ο οποίος μόνος αυτός προικίσθηκε από το Θεό Δημιουργό με λογική, χάρις στην οποία υπερβαίνει την ενστικτώδη κατάσταση, κοινή σε όλα τα έμβια πλάσματα, και ανάγεται έτσι στη σφαίρα του φιλοσοφικού στοχασμού. 
Αυτός, από πολύ παλιά, με βάση την αέναη κινητικότητα και τις μεταβολές του φυσικού περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο ζούσε, συνέλαβε την έννοια της χρονικής ροής.
Ο χώρος και η κίνηση των υλικών υπάρξεων τον προβλημάτιζαν και γέμιζαν την ψυχή του από θαυμασμό και πολλά ερωτηματικά.
Το σπουδαιότερο φαινόμενο, που τον συνέπαιρνε ήταν η εναλλαγή του ημερονυκτίου, το οποίο έγινε η πρωταρχική μέτρηση του χρόνου.
Το διάστημα της ημέρας χρονομετρήθηκε επίσης με βάση την κίνηση του ηλίου. Ανάλογα με τη θέση του στο ουράνιο στερέωμα, καθοριζόταν και ο χρόνος της ημέρας. Το σύνολο των ημερονυκτίων και σε σχέση με τον ετήσιο ηλιακό κύκλο καθόρισε το χρονικό έτος.
Η σύλληψη και ο καθορισμός της έννοιας του χρόνου είναι λοιπόν στενά συνυφασμένη με τη θέση και την κίνηση του υλικού περιβάλλοντος κόσμου και έχει επίσης άμεση σχέση και με το ευμετάβλητο της υλικής δημιουργίας.
Αυτό το είχε συλλάβει πρώτος ο μεγάλος αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Ηράκλειτος (580-490 π. Χ.), ο οποίος είχε συνοψίσει ολόκληρη την σκέψη του για το χρόνο στην παροιμιώδη φράση του «τα πάντα ρει».