Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019

Λόγος περί της Αναλήψεως του Χριστού Αγίου Γρηγορίου Παλαμά


Αγίου Γρηγορίου Παλαμά
«Βλέπετε αυτή τη κοινή για μας εορτή και ευφροσύνη, την οποία ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός εχάρισε με την ανάσταση και ανάληψή του στους πιστούς; Επήγασε από θλίψη.
Βλέπετε αυτή τη ζωή, μάλλον δε την αθανασία; Επιφάνηκε σε μας από θάνατο.
Βλέπετε το ουράνιο ύψος, στο οποίο ανέβηκε κατά την ανύψωσή του ο Κύριος και την υπερδεδοξασμένη δόξα που δοξάσθηκε κατά σάρκα; Το πέτυχε με τη ταπείνωση και την αδοξία. Όπως λέγει ο απόστολος γι' αυτόν, «εταπείνωσε τον εαυτό του γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, και μάλιστα σταυρικού θανάτου, γι' αυτό κι' ο Θεός τον υπερύψωσε και του χάρισε όνομα ανώτερο από κάθε όνομα, ώστε στο όνομα του Ιησού να καμφθεί κάθε γόνατο επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και να διακηρύξει κάθε γλώσσα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Κύριος σε δόξα Θεού Πατρός».(Φιλιπ. 2: 8-11).
Εάν λοιπόν ο Θεός υπερύψωσε το Χριστό του για το λόγο ότι ταπεινώθηκε, ότι ατιμάσθηκε, ότι πειράσθηκε, ότι υπέμεινε επονείδιστο σταυρό και θάνατο για χάρη μας, πως θα σώσει και θα δοξάσει και θα ανυψώσει εμάς, αν δεν επιλέξωμε τη ταπείνωση, αν δεν δείξουμε τη προς τους ομοφύλους αγάπη, αν δεν ανακτήσωμε τις ψυχές μας δια της υπομονής των πειρασμών, αν δεν ακολουθούμε δια της στενής πύλης και οδού, που οδηγεί στην αιώνια ζωή, τον σωτηρίως καθοδηγήσαντα σ' αυτήν; «διότι, και ο Χριστός έπαθε για μας, αφήνοντάς μας υπογραμμό (παράδειγμα), για να παρακολουθήσουμε τα ίχνη του». (Α' Πέτρ. 2:21).

Η ενυπόστατος Σοφία του υψίστου Πατρός, ο προαιώνιος Λόγος, που από φιλανθρωπία ενώθηκε μ' εμάς και μας συναναστράφηκε, ανέδειξε τώρα εμπράκτως μια εορτή πολύ ανώτερη και από αυτή την υπεροχή. Γιατί τώρα γιορτάζουμε τη διάβαση, της σ' αυτόν ευρισκομένης φύσεώς μας, όχι από τα υπόγεια προς την επιφάνεια της γης, αλλά από τη γη προς τον ουρανό του ουρανού και προς τον πέρα από αυτόν θρόνο του δεσπότη των πάντων.
Σήμερα ο Κύριος όχι μόνο στάθηκε, όπως μετά την ανάσταση, στο μέσο των μαθητών του, αλλά και αποχωρίσθηκε από αυτούς και, ενώ τον έβλεπαν, αναλήφθηκε στον ουρανό και εισήλθε στ' αληθινά άγια των αγίων «και εκάθησε στα δεξιά του Πατρός πάνω από κάθε αρχή και εξουσία και από κάθε όνομα και αξίωμα, που γνωρίζεται και ονομάζεται είτε στον παρόντα είτε στον μέλλοντα αιώνα».(Εφ. 1:20)

Η Χριστολογία των Αποστολικών Πατέρων



Νικόλαος Ζήσης (Μοναχός Σεραφείμ)
  Η ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ*
Εισαγωγή
Αποστολικοί Πατέρες ονομάζονται οι ποιμένες και διδάσκαλοι εκείνοι οι οποίοι υπήρξαν διάδοχοι των ιδίων των Αποστόλων ή των μαθητών τους, και έδρασαν κατά την μεταποστολική εποχή. Ο όρος «Αποστολικός Πατήρ» δεν είναι βέβαια όρος της εκκλησιαστικής Παραδόσεως, αλλά νεώτερος, επινοηθείς και υιοθετηθείς από ξένους ερευνητές. Τον όρο «αποστολικοί πατέρες» εισήγαγε πρώτος ο Jean Baptiste Cotelier με το έργο του Patres aevi apostolici που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1672. Έκτοτε ο όρος αυτός απαντά σε κάθε έκδοση έργων των ονομαζομένων «αποστολικών πατέρων», ανεξαρτήτως χρόνου και ομολογίας1. Ο εν λόγω όρος περιέλαβε σταδιακά περισσότερους Πατέρες από όσους εσήμαινε αρχικώς. Υπό την κυρία έννοια του όρου, που δηλώνει τους μαθητές ή ακροατές των Αποστόλων και φορείς της αποστολικής παραδόσεως, Αποστολικοί Πατέρες είναι μεμαρτυρημένως μόνον οι Άγιοι Κλήμης Ρώμης, Πολύκαρ­πος Σμύρνης και Ιγνάτιος Αντιο­χείας2. Ο Cotelier όταν εξέδωσε το ως άνω έργο του συμπεριέλαβε, πλην των έργων των τριών αυτών Πατέρων, την επιστολή Βαρνάβα και τον Ποιμένα του Ερμά, στην ανατύπωση δε της εκδόσεως αυτής από τον Callandi προσετέθησαν οι Παπίας, Κοδράτος και η Προς Διόγνητον Επιστολή3. Αργότερα στην ομάδα προσετέθη και η ανακαλυφθείσα εσχάτως από τον Κωνσταντίνο Τυπάλδο και εκδοθείσα από τον Φιλόθεο Βρυέννιο το 1883 Διδαχή των Αποστόλων4. Σήμερα στους Αποστολικούς Πατέρες συμπεριλαμβάνονται όλοι οι παραπάνω συγγραφείς, πλην του συγγραφέως της Προς Διόγνη­τον Επιστολής και του Κοδράτου, λόγω του διαφορετικού λογοτεχνικού είδους που καλλιέργησαν, ο πρώτος δε και λόγω της μεταγενέστερης χρονικής τοποθέτησής του5. Ο πατρολόγος Στ. Παπαδόπουλος υποστηρίζει μάλιστα, βάσει της αμφισβητήσεως της αποστολικότητας, με την στενή ή την πνευματική έννοια, στους περισσότερους από τους Αποστολικούς Πατέρες, πως πρέπει να ονομάζονται εις το εξής τέτοιοι μόνον οι Κλήμης, Ιγνάτιος και Πολύκαρπος, κατ' εξοχήν δε μόνον ο Ιγνάτιος ο Θε­οφόρος6. Η ανά χείρας μελέτη στους «Αποστολικούς Πατέρες» συμπεριέλαβε, κατά τα κρατούντα, την ομάδα των επτά συγγραφέων, δηλ. όλους τους παραπάνω, πλην του Κοδράτου και του συγγραφέως της Προς Διόγνητον.
Για την παρουσίαση της διδασκαλίας των υπολοίπων Αποστολικών Πατέρων, δεν χρησιμοποιήθηκαν στην μελέτη τα αμφιβαλλόμενα κείμενά τους, δηλαδή οι αμφιβαλλόμενες επιστολές του Αγίου Ιγνατίου7, η λεγόμενη Β' Κλήμεντος και, φυσικά, τα Ψευδοκλημέντια8.
Χριστολογία ονομάζεται η διδασκαλία περί του προσώπου και του έργου του Ιησού Χριστού9, αν και το δεύτερο εξετάζεται συνήθως ξεχωριστά, από την σωτηριολογία10. Η παρούσα μελέτη ασχολείται μόνο με την διδασκαλία περί του προσώπου του Χριστού, και της ενώσεως εν Αυτώ της θείας και της ανθρωπίνης φύσεως. Η Χριστολογία των Αποστολικών Πατέρων, με την οποία ασχολείται η παρούσα μελέτη, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι αποτελεί την μετάβαση από την Χριστολογία των συγγραφέων της Καινής Διαθήκης στην Χριστολογία των κατοπινών αιώνων, και της οριστικής διατυπώσεως του χριστολογικού δόγματος· γενικώτερα στα έργα των Αποστολικών Πατέρων βλέπουμε την «αρχομένην διαμόρ­φωσιν της πρωτοχριστιανικής δογματικής και βιβλικής ορολογίας, βαθμηδόν αναγομένης εις επίπεδα θεολογικά, ανώτερα της «λαϊκής ή "κοινής" γλωσσικής διατυπώσεως»11. Η Χριστολογία αυτή διαμορφώνεται πρωτίστως ως αντίδραση στις χριστολογικές παραχαράξεις αφ' ενός των ιουδαϊζόντων αιρετικών που αρνούνταν την θεότητα του Ιησού Χριστού, αφ' ετέρου των Γνωστικών, οι οποίοι αρνούνταν την ανθρώπινή Του φύση12. Η προσπάθεια των Αποστολικών Πατέρων για την διάσωση της ορθοδόξου Χριστολογίας έχει σωτηριολογικό κίνητρο, καθώς προσπαθεί να διαφυλάξει την ορθή έννοια της εν Χριστώ σωτηρίας. Και στις δύο αιρετικές αποκλίσεις, στην άρνηση της θεότητας ή της ανθρωπότητας του Χριστού, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: δεν έχει ενωθεί υποστατικώς η θεία και η ανθρώπινη φύση εν Χριστώ, συνεπώς δεν έχει επιτευχθεί η δυνατότητα θεώσεως συνόλου της ανθρωπίνης φύσεως. Χριστολογικά στοιχεία απαντώνται επίσης στην προσπάθεια νουθεσίας και εμψυχώσεως των πιστών εκ μέρους των γραφόντων. η πραγματικότητα του πάθους του Κυρίου, το οποίο προϋποθέτει ανθρώπινη φύση, αποτελεί και ένα υπόδειγμα υπομονής και καρτερίας των πιστών στους διωγμούς και τις θλίψεις «οι δε πιστοί εν αγάπη χαρακτήρα Θεού Πατρός διά Ιησού Χριστού, δι' ου, εάν μη αυθαιρέτως έχωμεν το αποθανείν εις το αυτού πάθος, το ζην αυτού ουκ έστιν εν ημίν»13. Η αναφορά στην Ανάσταση του Κυρίου και στην Δευτέρα Του Παρουσία, τα οποία σχετίζονται με την θεότητά Του, γίνεται προς υπενθύμιση της δόξης που αναμένει τους πιστούς και της ανάγκης εγρηγόρσεως και προς περιφρόνηση όσων κινδύνων δείχνουν να απειλούν την Εκκλησία. «"Διό αναζωσάμενοι τας οσφύας υμών δουλεύσατε τω Θεώ εν φόβω και αληθεία", απολιπόντες την κενήν ματαιολογίαν και την των πολλών πλάνην, "πιστεύσαντες εις τον εγείραντα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν"... ος έρχεται κριτής ζώντων και νεκρών, ον το αίμα εκζητήσει ο Θεός από των απειθούντων αυτώ. Ο δε εγείρας αυτόν εκ νεκρών και ημάς εγερεί, εάν ποιώμεν αυτού το θέλημα και πορευώμεθα εν ταις εντολαίς αυτού»14. Σε άλλο σημείο η ενότης του Χριστού προς τον Πατέρα προβάλλεται ως υπόδειγμα της ενότητος και ομοφροσύνης των πιστών: «Πάντες τω επισκοπώ ακολουθείτε, ως Ιησούς Χριστός τω Πατρί, και τω πρεσβυτερίω ως τοις αποστόλοις»15.

Α'. Η θεία φύση του Χριστού κατά τους Αποστολικούς Πατέρες



Η Χριστολογία των Αποστολικών Πατέρων 
Α'. Η θεία φύση του Χριστού κατά τους Αποστολικούς Πατέρες

1. Γενικά
Η Θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας έχει διαμορφωθή εξ αρχής μέχρι και σήμερα κυρίως σε αντιπαράθεση με αιρετικές δοξασίες· αυτές, έχοντας την αρχή τους σε προσωπικές πεποιθήσεις των αιρεσιαρχών που δεν θέλησαν με ταπεινοφροσύνη να υποτάξουν την λογική τους στην διδασκαλία του Θεού, προσπάθησαν να υποκαταστήσουν την ορθόδοξη πίστη, και η Εκκλησία, φυσικά, αντέδρασε. Είναι τόσο στενή η σχέση αυτή Θεολογίας και αίρεσης, ώστε όπως λέγει χαρακτηριστικά Έλληνας Πατρολόγος «Η ορθόδοξη θεολογία είναι συνυφασμένη με την κακόδοξη με την έννοια ότι βαδίζουν παράλληλα και αλληλοπροϋποθέτονται. Επομένως η κατανόηση της πρώτης απαιτεί την γνώση της δεύτερης... Η πατερική θεολογία λοιπόν υπάρχει "εν αναφορά" προς την κακοδοξία και γι' αυτό κατανοείται "εν σχέσει" προς αυ­τήν»18. Η διδασκαλία των Αποστολικών Πατέρων για την ανθρώπινη φύση του Χριστού αναπτύχθηκε κυρίως σε αντιπαράθεση με τους αιρετικούς οι οποίοι την αρνούνταν. Την θεότητα του Χριστού αμφισβήτησαν οι ιουδαΐζοντες Χριστιανοί, εμμένοντες στον θεομονισμό19 (απόλυτη μονοθεΐα20) που τους είχε εμπνεύσει η λανθασμένη κατανόηση της Παλαιάς Διαθήκης. Το ζήτημα εν προκειμένω ήταν πάρα πολύ σημαντικό, διότι η πίστη στην θεότητα του Χριστού αποτελεί την βάση της Εκκλησίας, την πέτρα επί της οποίας ο Κύριος οικοδόμησε την Εκκλησία του. αυτό είπε και ο ίδιος ο Κύριος στον Απόστολο Πέτρο όταν διατύπωσε την πίστη του σε αυτόν ως σε Υιό του Θεού: «Συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής»21. Η Εκκλησία, ως συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα που εκφράζει τον χώρο της εν Χριστώ σωτηρίας των πιστών, αποτελεί την ιστορία του απολυτρωτικού έργου του Θεανθρώπου ή τον Χριστό παρατεινόμενο στην ιστορία, καθ' όσον η ύπαρξή της και το πρόσωπό Του είναι αρρήκτως ενωμένα22. Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν το γεγονός της σαφούς διακηρύξεως της θεό­τητος του Χριστού από τους Πατέρες των πρώτων μεταποστολικών χρόνων, καθώς η διακήρυξη αυτή, συνεχίζοντας το αποστολικό κήρυγμα και διατηρώντας την πίστη σε αυτή ως σε θεανθρώπινο σώμα, διεφύλαξε την Εκκλησία από το να καταστεί ένα ανθρώπινο, προφητικό το πολύ, κίνημα, όπως τόσα άλλα μέχρι τότε. Πλην αυτού ο τονισμός της θεότητος του Χριστού από τους Αποστολικούς Πατέρες αποσκοπούσε και στην ενθάρρυνση των Χριστιανών και στην κραταίωση της πίστης τους περί της παντοδυναμίας και της τελικής κατισχύσεως του Θεού έναντι των πολεμουντών την Εκκλησίαν. Παραλλήλως, όμως, αποστομώνει και όσους «σπουδαστές των Γραφών» αμφισβητούν σήμερα, τόσους αιώνες μετά, το γεγονός πώς ο Χριστός είναι ο ενανθρωπήσας Θεός.



2. Οι ιουδαΐζοντες
Ο Χριστιανισμός γεννήθηκε σε περιβάλλον ιουδαϊκό23. Η ιουδαϊκή Συναγωγή ήταν ο φυσικός πρόδρομος της Εκκλησίας, γι' αυτό και τα πρώτα κηρύγματα των Αποστόλων έλαβαν χώρα απευθυνόμενα προς μόνους τους Ιουδαίους, στον Ναό του Σολομώντος και μετέπειτα σε Συναγω­γές24, είτε στην Παλαιστίνη είτε στην διασπορά25. Η εμφάνιση της Εκκλησίας στα πλαίσια του Ιουδαϊσμού δεν σημαίνει ότι αποτελεί αυτή μία ανθρώπινη μετεξέλιξη ή αίρεσή του. Αντιθέτως η μωσαϊκή λατρεία δημιουργήθηκε από Θεού χάριν της Εκκλησίας26, η οποία αποτελεί «πλήρωμα»27 του Νόμου, και γι' αυτό οι προ Χριστού ευσεβείς Ισραηλίτες θεωρούνται δικαίως «προεκκλησία»28.
Βεβαίως η συνείδηση της αποστολικής Εκκλησίας για την ετερότητα του Χριστιανισμού έναντι του Ιουδαϊσμού υπήρχε έντονη ήδη από την ημέρα της Πεντηκοστής, όμως η σύνδεση της πρώτης χριστιανικής κοινότητας με τον Ιουδαϊσμό ήταν εύλογη και αναντίρρητη, αφού ο Ιουδαϊσμός αποτελούσε αψευδή μάρτυρα της αυθεντικότητας της διδασκαλίας του Χριστιανισμού29.
Οι περισσότεροι των Ιουδαίων πίστευαν σε ένα εσφαλμένο αντιτριαδικό μονοθεϊσμό, ο οποίος απετέ­λεσε και την πρώτη μήτρα της αιρέσεως στην Εκκλησία, από την οποίαν εκπήγασαν σταδιακά οι χριστολογικές παρεκκλίσεις του τροπικού και του δυναμικού μοναρχιανισμού30. Οι ιουδαΐζοντες Χριστιανοί αποδέχθηκαν την αποδέσμευση από τις διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου μόνο για τους εξ εθνών Χριστιανούς, ενώ οι ίδιοι παρέμειναν ως ιδιαίτερη κοινότητα στα περιθώρια της Καθολικής Εκκλησίας31· αυτοί ήταν μοναρχικοί, λόγω της ιουδαϊκής τους προελεύσεως32. Μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, έχοντας χάσει το κέντρο τους, όσοι ιουδαΐζοντες δεν ενώθηκαν με τους εξ εθνών Χριστιανούς, διεσπάρησαν πέραν του Ιορδάνου, ανατολικά της Αντιοχείας και στην Κύπρο και εξε­λίχθηκαν έτσι σε αιρετικές ομάδες, ως Ναζωραίοι, Εβιωνίτες ή Εβιωναίοι και Ελκεσαΐτες33.

Περί των δύο σπουδαιότερων εντολών του Χριστού και περί της Θεότητος αυτού




 Του Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου
“Διδάσκαλε, ποια είναι η μεγαλύτερη εντολή στο Νόμο;”, ρώτησε ένας γραμματέας – νομικός της εποχής εκείνης τον Ιησού. Αποκρίθηκε ο Ιησούς και είπε: “Η μεγαλύτερη εντολή είναι «Άκουε Ισραήλ, ο Κύριος ο Θεός μας είναι ένας Κύριος». Και να αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου με όλη την καρδιά και την ψυχή σου και με όλη τη διάνοιά σου και με όλη σου τη δύναμη. Αυτή είναι η πρώτη εντολή.
Δεύτερη, όμοια μ’ αυτή, είναι το να αγαπήσεις τον πλησίον σου όπως τον εαυτόν σου. Από αυτές τις δύο εντολές εξαρτώνται όλος ο νόμος και οι προφήτες”. Ενώ δε ήσαν μαζεμένοι οι Φαρισαίοι, τους ρώτησε ο Ιησούς: “Τι πιστεύετε σχετικά με τον Χριστό; Ποίου είναι υιός;” Λέγουν σ’ αυτόν: “Του Δαυίδ”. Αυτός τους λέγει: “Πώς λοιπόν ο Δαυίδ ονομάζει δια του Πνεύματος τον Χριστό Κύριο, και λέγει μάλιστα:  ‘Είπε ο Κύριος στον Κύριόν μου, κάθισε στα δεξιά μου, μέχρις ότου κάνω τους εχθρούς σου χαλάκι για τα πόδια σου’; Διότι εάν ο Δαυίδ τον ονομάζει Κύριο, πώς είναι δυνατόν να είναι υιός του;” Και κανείς δεν μπορούσε να του απαντήσει και να του αντιτείνει κάτι, ούτε τόλμησε κανείς πλέον από εκείνη την ημέρα (αφού ένοιωσαν το μεγαλείο Του), να τον ρωτήσει κάτι σχετικό (Μθ. 22,34-46 & Μκ. 12,28-37).
Η πρώτη σπουδαία αλήθεια που εξάγουμε από το παραπάνω ευαγγελικό κείμενο είναι η εξής: Η ενότητα των προσώπων στη Θεότητα και ταυτόχρονα το Τριαδικόν του Θεού φαίνεται ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, και μάλιστα στο Δευτερονόμιο (6,4), στη μεγάλη Ομολογία πίστεως του Ισραήλ, όπως επαναλαμβάνει και ο Ιησούς: «Άκουε Ισραήλ: Ο Κύριος ο Θεός μας είναι ένας Κύριος». Η φράση “ο Θεός ημών” είναι μετάφραση του αντίστοιχου εβραϊκού “Ελωένου” και σημαίνει κατά λέξη “οι Θεοί μας”. Ώστε αν κατά λέξη και εννοιολογικά μεταφέρουμε από τα εβραϊκά στα ελληνικά την παραπάνω σπουδαιότερη δογματική εξαγγελία των Ισραηλιτών, θα έχει ως εξής: «Άκουε Ισραήλ: Ο Γιαχβέ, ΟΙ ΘΕΟΙ ΜΑΣ, είναι ένας Κύριος». Και όχι μόνο αυτό, αλλά στα εβραϊκά η λέξη ‘εις’ (ένας) αποδίδεται δια της λέξεως ‘εχάδ’, που σημαίνει όχι απόλυτη μονάδα αλλά μονάδα με τη σημασία της ενότητας, συνθετική, και στην περίπτωσή μας Τριαδική. Επιπλέον, το ΖΟΑΡ, ερμηνευτικό βιβλίο των Ιουδαίων, εξηγώντας το παραπάνω εδάφιο αναφέρεται σε Τριάδα Θείων Προσώπων -στον Πατέρα, τον Μεσσία διαμέσου του Δαυίδ, και τον Κύριο (Άγιο Πνεύμα)- και καταλήγει πως «και οι τρεις αυτοί είναι Ένας» (βλ. David L. Cooper, ‘Η Παλαιά Διαθήκη και η Τριαδικότητα του Θεού’, εκδ. Πέργαμος, Αθ. 1999).   
Στη συνέχεια διαπιστώνουμε ότι σύμφωνα με τον Ιησού Χριστό, δεν ασφυκτιά η πνευματική ζωή του ανθρώπου και η σωτηρία του από την τυπολατρική τήρηση 613 εντολών, όπως πίστευαν τότε και ζητούσαν από τους πιστούς οι Ιουδαίοι νομοδιδάσκαλοι, αλλά εξαρτάται από την σωστή σχέση και αγάπη προς τον Θεό και την αγάπη προς τον συνάνθρωπο, που αν είναι αυθεντική μηχανεύεται όχι 613 αλλά άπειρους τρόπους για να εξυπηρετήσει και προσφέρει προς τους έχοντες ανάγκη, ηθική και υλική.
Η ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ ΕΙΝΑΙ ΔΗΛΑΔΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ, αλλά και δεν υπάρχει ορθή δόξα περί Θεού, ή δεν έχει νόημα για τον κόσμο του σήμερα και προπαντός του αύριο, αν δεν συνοδεύεται από την ανάλογη διαγωγή και αγαπητική στάση τόσο προς τους γύρω μας ανθρώπους, όσο και προς τα ζώα, τα φυτά ή τα πράγματα. Η ορθόδοξη πράξη και ζωή είναι μια διαρκής θυσία για τους άλλους, και σαν θυσία ανιδιοτελής προϋποθέτει ή συνεπάγεται πόνο. Όχι για να δικαιωθεί κανείς ατομικά, μα για να αποτελέσει ο ίδιος μια διαρκή ευχαριστία προς τον Κύριο και μια διαρκή μαρτυρία προς το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει και κινείται, που φανερώνει την Ανάσταση του Θεανθρώπου και την αληθινή ζωή που αναβλύζει από τον άδειο τάφο Του για όλους μας.
Αυτός που αγαπά αληθινά, έξω από συμφέροντα και εγωιστικά κίνητρα, δεν μπορεί παρά να βαδίζει το δρόμο του Θεού και να ευλογείται από τη θεϊκή Του παρουσία. Αξίζει ν’ αναφέρουμε στο σημείο αυτό την ευαγγελική περικοπή της Κρίσεως, κατά την οποία ο Κύριος ταυτίζει τον εαυτόν του με τους ελάχιστους και καταφρονεμένους αδελφούς Του, πτωχούς, πεινασμένους, γυμνούς, φυλακισμένους κ.λπ., και τονίζει πως θα κρίνει στο ουράνιο δικαστήριο τους πάντες με βάση την αγάπη, που οφείλουμε να προσφέρουμε προς όλους εκείνους που την έχουν ανάγκη, που πονούν και αδικούνται (Μτθ. 25,34-41). Αν λοιπόν θυσιαστεί κανείς για το συνάνθρωπό του και δώσει από αγάπη τον εαυτόν του, ουσιαστικά θυσιάζεται για τον Χριστό, αφού ο Χριστός ταυτίζεται με όλους εκείνους που υποφέρουν και αναζητούν τη βοήθειά μας.
Ο Ιησούς πράγματι ρεαλιστικά διακηρύσσει: “Δεν θα μπει στη βασιλεία των ουρανών καθένας που μου λέγει: ‘Κύριε, Κύριε’, αλλά εκείνος που κάνει το θέλημα του Πατέρα μου του επουράνιου” (Μτθ. 7,21-22). Άλλωστε, και με το στόμα του προφήτη Μιχαίου, ο Θεός αποκαλύπτει στην Παλαιά Διαθήκη: “Ανηγγέλθη σε σένα άνθρωπε τι είναι αγαθό και τι ο Κύριος ζητά από σένα. Τίποτε άλλο, παρά να εξασκείς την δικαιοσύνη, να δείχνεις αγάπη και ταπεινά να περιπατείς μετά του Θεού σου” (βλ. Ν.Μ. Παπαδόπουλου, “Υπόμνημα εις το βιβλίο του Μιχαίου, σελ. 170). Αληθινά λοιπόν χριστιανός δεν είναι εκείνος που θεολογεί εγκεφαλικά για το Θεό, ούτε εκείνος που τυπικά και μόνο επισκέπτεται μερικά κυριακάτικα πρωινά το ναό Του, αλλ’ εκείνος που μαρτυρεί με τη διαγωγή, τη σεμνή και ταπεινή στάση του και ιδιαίτερα με την έμπρακτη αγάπη του, ότι υπάρχει Θεός, Ανάσταση, Κρίση, Παράδεισος και Κόλαση.
Τρίτον και εξίσου σπουδαίο: Όπως αποκαλύπτει ο Χριστός για τον εαυτόν Του, στον Χριστολογικό Ψαλμό 109 (Ο΄), ο Δαυίδ λέγει: “ΕΙΠΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΜΟΥ: Κάθισε στα δεξιά μου, μέχρις ότου κάνω τους εχθρούς σου χαλί για τα πόδια σου (τους υποτάξω κάτω από την εξουσία σου)” (στίχ. 1). Σαφώς και εδώ υποδηλώνονται τα δύο πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ο Πατήρ και ο Υιός. Στη συνέχεια του ιδίου Ψαλμού εμφανίζεται και το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, το Άγιον Πνεύμα, διότι ο Πατέρας απευθυνόμενος στον Υιό Του, του λέγει: “Ο ΚΥΡΙΟΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΑ ΔΕΞΙΑ ΣΟΥ, εκμηδένισε (συνέτριψε) τους βασιλείς της γης, την ημέρα της οργής Του” (στίχ. 5). Ως εκ τούτου αντιλαμβανόμαστε ότι, συνεσκιασμένα λόγω κινδύνου εκ της γειτονικής με τους Ιουδαίους ειδωλολατρίας, η Π.Δ., σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις, αποκαλύπτει τον Ένα και Τριαδικό Θεό στα μάτια των αληθινών και ευσεβών πιστών, αλλά και τον μοναδικό Μεσσία και λυτρωτή Ιησού Χριστό -βλ. και ‘Φιλοξενία τριών ανδρών από τον Αβραάμ’ (Γεν. 18,1-3), ‘Καταστροφή Σοδόμων και Γομόρρων από δύο Κυρίους εξ ονόματος τρίτου Κυρίου’ (Γεν. 19,24) κ.α.
Τέλος, πόσο οι σημερινοί χριστιανοί κάνουμε πράξη την αγάπη, που οδήγησε τον Θεάνθρωπο Ιησού μέχρι το Σταυρό και τον θάνατο; Πόσο βαδίζουμε στα βήματα του ουράνιου διδασκάλου, ο οποίος προτίμησε να διδάξει με το αίμα Του κυρίως και όχι μόνο με τα λόγια Του; Πόσο αυθεντικοί χριστιανοί είμαστε αν λατρεύουμε μόνο με τα χείλη, ενώ τα χέρια μας καταστρέφουν αντί να οικοδομούν τη βασιλεία του Θεού πάνω στη γη; Μήπως ακούγονται προς ονειδισμό πολλών τα βαρυσήμαντα λόγια του απ. Παύλου: “Εξ’ αιτίας σας το όνομα του Θεού βλασφημείται μεταξύ των εθνικών”; (Ρωμ. 2,24). Η εποχή μας έχει ανάγκη από χριστιανούς που γνωρίζουν να προσεύχονται και ν’ αγαπούν, και όχι χριστιανούς μόνο στο όνομα και τη θεωρία, ή χειρότερα ακόμη την ιδεολογία, οι οποίοι σκανδαλίζουν τους πιστούς και αποδιώχνουν δυστυχώς τους ανθρώπους από την Εκκλησία. Η ορθή άλλωστε χριστιανική συμπεριφορά υπακούει στα λόγια του Κυρίου: “Να αγαπάτε τους εχθρούς σας, να ευεργετείτε εκείνους που σας μισούν, να ευλογείτε εκείνους που σας καταριούνται, να προσεύχεσθε για εκείνους που σας κακομεταχειρίζονται” (Λουκ. 6,27-29).
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
1. Cooper L. David, ‘Η Παλαιά Διαθήκη και η Τριαδικότητα του Θεού’, εκδ. Πέργαμος, Αθ. 1999   
2. Νευράκη Ν., ‘Χριστιανισμός και Θρησκεύματα’, Αθ. 1999
3. Παπαδόπουλου Ν.Μ., ‘Υπόμνημα εις το βιβλίο του Μιχαίου’
4. Χούλη Μ., ‘Περιπατούντες εν αληθεία’, Σύρος 1997
5. Xούλη Μ., ‘Σύγχρονες αιρέσεις και παραθρησκευτικές λατρείες στην Ελλάδα’, έκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Σύρου, Ερμούπολη 2002

Η περί της θεότητος του Ιησού Χριστού διδασκαλία των Αποστολικών Πατέρων Τού Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα


 
Πηγή: Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας. Τόμος Δεύτερος. Αδελφότης Θεόλογων «Ο Σωτήρ». Έκδοσις τρίτη. Αθηνα 2003.

Επειδή ορισμένοι αιρετικοί, για να δικαιολογήσουν τις κακοδοξίες τους, ισχυρίζονται ότι η Εκκλησία δήθεν στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο υιοθέτησε το Τριαδικό δόγμα για πρώτη φορά, παραθέτουμε εδώ σχετικό κεφάλαιο από τον αείμνηστο Π. Τρεμπέλα, στο οποίο αποδεικνύει την ταυτότητα τής σημερινής πίστης τής Εκκλησίας προς τον Κύριο Ιησού Χριστό, με την πίστη τής Εκκλησίας τών πρώτων αιώνων, με πλήθος χωρίων τής εποχής.
1) Το περί του Κυρίου ως Υιού του Θεού και Θεού Λόγου Αποστολικόν κήρυγμα, το και εν τοις βιβλίοις της Κ.Δ. αποθησαυρισθέν, εξηχείται πιστώς και εν τοις συγγράμμασι των διαδεξαμένων τους μαθητάς του Κυρίου Αποστολικών Πατέρων. Όποιος επιστεύθη και εκηρύχθη υπό των Αποστόλων ο Ιησούς Χριστός, τοιούτος και ελατρεύθη και εδιδάχθη και υπό των μαθητών των Αποστόλων. Είναι δυσεξαρίθμητα τα χωρία των πρώτων μετά τας Αποστολικάς συγγραφών, εις τα οποία ο Ιησούς Χριστός ονομάζεται Κύριος, Θεός και Υιός του Θεού, και ως εκ τούτου δεν καθίσταται δυνατόν να παρατεθώσιν ενταύθα πάντα. Θα αρκεσθώμεν δια τούτο εις τα σπουδαιότερα και κατηγορηματικώτερα εξ αυτών.
2) Ούτω Κλήμης ο Ρώμης βέβαιων, ότι «δια του αίματος του Κυρίου Ιησού» «του δοθέντος υπέρ ημών» «λύτρωσις έσται», διακηρύττει, ότι εις τον «Ιησούν Χριστόν τον Κύριον ημών» ανήκει «η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων», αποκαλών αυτόν «το σκήπτρον της μεγαλωσύνης του Θεού», ήτοι το πρόσωπον, δια του οποίου ο Θεός ασκεί την βασιλείαν αυτού συμβασιλεύων μετ' αυτού ισοτίμως, ως εμφαίνεται και εκ του ότι και αλλαχού, ιδία όμως εν τω αυτώ κεφαλαίω, χρησιμοποιείται το όνομα Κύριος αδιαφόρως περί τε του Χριστού και του Θεού Πατρός. Διό και αλλαχού ο Κλήμης καλεί τον Χριστόν «υιόν» και «απαύγασμα της μεγαλωσύνης» του Θεού, του οποίου «ενοπτριζόμεθα την άμωμον και υπερτάτην όψιν» δια του «αρχιερέως των προσφορών ημών, του προστάτου και βοηθού της ασθενείας ημών» και καθήμενου «εκ δεξιών» του Πατρός Ιησού Χριστού [22].
3) Ο δε Ιγνάτιος ο θεοφόρος πλέον ή 15άκις ονομάζει τον Ιησούν Χριστόν Θεόν, πλειστάκις δε Κύριον. Κατ' αυτόν «ο Ιησούς Χριστός ο Κύριος ημών» είναι ο «εν σαρκί γενόμενος Θεός», «ος προ αιώνων παρά Πατρί ην και εν τέλει εφάνη», «Θεός ανθρωπίνως φανερούμενος», αλλά και «Θεός ημών εν Πατρί ων», «ο άχρονος, ο αόρατος, ο δι’ ημάς ορατός, ο αψηλάφητος, ο απαθής, ο δι’ ημάς παθητός», «ο μόνος Υιός» του Θεού, «ος εστίν αυτός Λόγος», ο «ηνωμένος ων» τω Πατρί, «ο Κύριος ο άνευ του Πατρός ουδέν ποιήσας». Αποθανών δε υπέρ ημών έχυσε το αίμα του υπέρ της σωτηρίας μας. Δια τούτο είναι «αίμα Θεού», εν τω οποίω «ανεζωπυρήθημεν», και η σαρξ του είναι «σαρξ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού», «μία» ούσα και «έν ποτήριον εις ένωσιν του αίματος αυτού», μεταλαμβανόμενα υφ’ ημών εν τη θεία ευχαριστία. Ούτω και το πάθημά του είναι «το πάθος του Θεού» ημών. Και απέθανε μεν, δεν κατεπόθη όμως υπό του θανάτου, αλλ’ «ανέστησεν εαυτόν» [23].
4) Ο δε Πολύκαρπος εις την μόνην περισωθείσαν επιστολήν του προς Φιλιππησίους επανειλημμένως ονομάζει τον Ιησούν Χριστόν Κύριον ημών, «ος υπέμεινεν υπέρ αμαρτιών ημών έως θανάτου καταντήσαι», διό και ο Πατήρ ήγειρεν αυτόν «εκ νεκρών δους αυτώ δόξαν εκ δεξιών αυτού», και υπέταξεν αυτώ «τα πάντα επουράνια τε και επίγεια». «Και αυτός» είναι «ο αιώνιος αρχιερεύς, ο Υιός του Θεού Ιησούς Χριστός», «ω πάσα πνοή λατρεύει, ος έρχεται κριτής ζώντων και νεκρών» [24]
5) Εν δε τη υπό το όνομα του Βαρνάβα φερομένη επιστολή ο Ιησούς Χριστός διακηρύττεται ως «ων παντός του κόσμου Κύριος, ω είπεν ο Θεός προ καταβολής κόσμου: Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν ημετέραν». Είπε δε τούτο «τω Υιώ» ως δημιουργώ, «έργον των χειρών» τού οποίου «υπάρχει και ο ήλιος». Αυτός ως δημιουργός «και αλλάξει τον ήλιον και την σελήνην», ως «Υιός δε του Θεού ουκ ηδύνατο παθείν», «αλλ’ έπαθεν, ίνα η πληγή αυτού ζωοποιήση ημάς». Είναι «ο ηγαπημένος» του Θεού και «ότε τους ιδίους Αποστόλους εξελέξατο, τότε εφανέρωσεν εαυτόν είναι υιόν του Θεού». Και εφανερώθη, ίνα «λυτρωσάμενος εκ του σκότους» ημάς «διάθηται εν ημίν διαθήκην λόγω». Ούτω δε των Ιουδαίων «συνετρίβη η διαθήκη, ίνα η του ηγαπημένου Ιησού εγκατασφραγισθή εις την καρδίαν ημών». Αυτός εστί και ο «μέλλων κρίνειν ζώντας και νεκρούς» είναι «ο Κύριος», όστις «απροσωπολήπτως κρίνει τον κόσμον» και παρά του οποίου «έκαστος, καθώς εποίησε, κομιείται»[25].
6) Αλλά και εν τω βιβλίω τω υπό την επιγραφήν Διδαχή των 12 Αποστόλων επανειλημμένως ο Ιησούς Χριστός ονομάζεται «ο Κύριος» και βεβαιούται, ότι «ήξει ο Κύριος και πάντες οι Άγιοι μετ' αυτού», και «τότε όψεται ο κόσμος τον Κύριον ερχόμενον επάνω των νεφελών του ουρανού». Προκειμένου δε περί της τελέσεως του βαπτίσματος εντέλλεται η Διδαχή «έκχεον εις την κεφαλήν τρις ύδωρ εις όνομα Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος»[26].
7) Τέλος εκ της προς Διόγνητον επιστολής δύναται να συναχθή εν ολίγοις στίχοις πλήρης η Χριστολογία. Πράγματι· κατ' αυτήν ο Ιησούς Χριστός είναι «ο Υιός του Θεού ο μονογενής», «ο Λόγος ο άγιος και απερινόητος ανθρώποις», «αυτός ο τεχνίτης και δημιουργός των όλων», «ω πάντα διατέτακται και διώρισται και υποτέτακται», προς τον οποίον «ο δεσπότης και δημιουργός των όλων Θεός» «εννοήσας μεγάλην και άφραστον έννοιαν», την περί της σωτηρίας ημών βουλήν, «ανεκοινώσατο μόνω τω παιδί» και κατά το πλήρωμα του χρόνου «απεκάλυψε και εφανέρωσε τα εξ αρχής ητοιμασμένα». Εφανέρωσε δε ταύτα, ότε «ως βασιλεύς πέμπων υιόν βασιλέα έπεμψεν, ως Θεόν έπεμψεν, ως άνθρωπον προς ανθρώπους έπεμψεν, ως σώζων έπεμψε». Και «τον ίδιον Υιόν απέδοτο λύτρον υπέρ ημών, τον άγιον υπέρ άνομων, τον άκακον υπέρ των κακών, τον δίκαιον υπέρ των άδικων, τον άφθαρτον υπέρ των φθαρτών, τον αθάνατον υπέρ των θνητών. Τι γαρ άλλο τας αμαρτίας ημών ηδυνήθη καλύψαι ή εκείνου δικαιοσύνη;» Αλλ’ εάν νυν «έπεμψεν αυτόν ως αγαπών», «πέμψει αυτόν και κρίνοντα, και τίς αυτού την παρουσίαν υποστήσεται;»[27].
 
Η περί της θεότητος τού Χριστού μαρτυρία των μέχρι και τον Ωριγένους εκκλησιαστικών συγγραφέων
1) Εις τα επακολουθήσαντα συγγράμματα των Απολογητών, ει και ταύτα, ως απευθυνόμενα προς ειδωλολάτρας, όπως αναιρέσωσι κρατούσας παρ' αυτοίς κατά του Χριστιανισμού προκαταλήψεις, δεν είναι εκθέσεις πλήρεις της Χριστιανικής διδασκαλίας, διαπιστούται όμως, ότι η πίστις εις την θεότητα του Ιησού Χριστού εξακολουθεί και κατά τον δεύτερον αιώνα άνευ διακοπής τινός να ομολογήται και να διακηρύττεται, ως και κατά την Αποστολικήν και την αμέσως μεταποστολικήν εποχήν.
Ούτως εν τη κατά τα μέσα του δευτέρου αιώνος συγγραφείση απολογία του Αριστείδου βεβαιούται, ότι «οι Χριστιανοί γενεαλογούνται από του Κυρίου Ιησού, ούτος δε ο Υιός του Θεού του Υψίστου ομολογείται εν Πνεύματι Αγίω απ’ ουρανού καταβάς δια την σωτηρίαν των ανθρώπων και εκ παρθένου αγίας γεννηθείς ασπόρως τε και αφράστως σάρκα ανέλαβε». Διακηρύττεται δηλαδή η υιότης και προΰπαρξις και η εν χρόνω άσπορος σάρκωσις εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου του Ιησού Χριστού.
Ως προς δε τους λοιπούς απολογητάς υπενθυμίζομεν, ότι εν τοις πρόσθεν παρεθέσαμεν μαρτυρίας αυτών αναφερόμενος εις τον Τριαδικόν Θεόν, εν αις διακηρύττεται και η θεότης του ενανθρωπήσαντος Λόγου. Ως εκ περισσού λοιπόν και ενταύθα επαναλαμβάνομεν, ότι κατά τον Ιουστίνον «ομολογούμεν Θεόν εκείνον τε (τον Πατέρα δικαιοσύνης και σωφροσύνης) και τον παρ' αυτού Υιόν ελθόντα και διδάξαντα ημάς», «τον σταυρωθέντα επί Ποντίου Πιλάτου Υιόν αυτού του όντος Θεού». Ούτος, ο «Υιός Θεού και Απόστολος Ιησούς Χριστός, πρότερος Λόγος ων και εν ιδέα πυρός ποτέ φανείς», «ποτέ δε και εν εικόνι ασωμάτω» «τω Μωυσεί και τοις ετέροις προφήταις, νυν δια Παρθένου άνθρωπος γενόμενος κατά την του Πατρός βουλήν υπέρ σωτηρίας των πιστευόντων αυτώ παθείν υπέμεινεν». Εντεύθεν οι πιστεύοντες εις αυτόν και βαπτιζόμενοι «αναγεννώνται επ' ονόματος του Πατρός… και του σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και Πνεύματος Αγίου»[28].
Ο δε Αθηναγόρας βεβαιοί, ότι «εστίν ο Υιός του Θεού Λόγος του Πατρός εν ιδέα και ενεργεία· προς αυτού γαρ και δι’ αυτού πάντα εγένετο». «Ο Λόγος» ούτος, «προελθών εκ της του Πατρός δυνάμεως» κατά τον Τατιανόν και «εν αρχή γεννηθείς, αντεγέννησε την καθ' ημάς ποίησιν» και εγένετο «ο πεπονθώς Θεός», «Θεός εν ανθρώπου μορφή». «Τούτον τον Λόγον έσχεν υπουργόν» ο Θεός Πατήρ «των υπ' αυτού γεγενημένων και δι’ αυτού τα πάντα πεποίηκε» κατά τον Θεόφιλον Αντιοχείας. Διό «ούτος λέγεται, ότι άρχει πάντων των δι’ αυτού δεδημιουργημένων»[29].
Και εν ολίγοις οι απολογηταί, οσονδήποτε και αν τινες εξ αυτών υπό την επίδρασιν της συγχρόνου των φιλοσοφίας διατελούντες παρεκκλίνουσι της ακριβείας εν τω καθορισμώ των σχέσεων του Υιού προς τον Πατέρα, έχονται πάντες στερρώς της τε προϋπάρξεως και θεότητος του Χριστού, χαρακτηρίζοντες αυτόν ως Λόγον του Θεού, διατελούντα εν εσωτερική, ουσιώδει και αχωρίστω σχέσει μετά του Θεού, Υιόν δε του Θεού ουχί υπό ηθικήν, αλλ’ υπό μεταφυσικήν και ουσιώδη έννοιαν. Παρά δε τον μνημονευθέντα εκ της φιλοσοφίας επηρεασμόν τινων εξ αυτών, πάντες ανεξαιρέτως εθεώρησαν τον Λόγον ως θείον πρόσωπον και ουχί ως τον Λόγον του κόσμου, όπως κατά πανθεϊζούσας εκδοχάς εξελάμβανον αυτόν οι σύγχρονοί των Στωικοί. Επί πλέον δεν εφρόνουν περί του Λόγου, ότι ήτο αποκλειστικώς και μόνον αρχή κοσμική, υπό της οποίας εδημιουργήθη και εκυβερνάτο ο κόσμος, αλλά διεκήρυττον ακόμη, ότι ήτο και το πρόσωπον, δι’ ού εγένετο εις τους ανθρώπους η τελεία θεία αποκάλυψις και συνήφθησαν νέαι σχέσεις των ανθρώπων προς τον δι’ αυτού καταλλαγέντα προς τούτους ουράνιον Πατέρα. Ο Λόγος «σαρξ εγένετο», ίνα σώση τον κόσμον. Η σωτηρία δε και η απολύτρωσις αυτή συνετελέσθη ου μόνον δια της θείας επιγνώσεως, εις την οποίαν ο ενανθρωπήσας Λόγος ωδήγησε την ανθρωπότητα δια της θείας διδασκαλίας του και του νέου ηθικού νόμου, τον οποίον εδωροφόρησεν εις αυτήν, αλλά και δια της εκχύσεως των χαρίτων του Πνεύματος, αίτινες απέρρευσαν από τον εξιλαστήριον θάνατον του.
2) Οι πρώτοι μετά τους απολογητάς συγγραφείς, και προ παντός o Ειρηναίος, εκαλούντο να υπερασπίσωσι την περί της θεότητος του ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού διδασκαλίαν κατά των καταπολεμούντων αυτήν αιρετικών του β' και γ' αιώνος. Ήσαν δε μία μερίς τούτων ο Κήρινθος, σύγχρονος του ευαγγελιστού Ιωάννου, οι Εβιωνίται και διάφοροι Γνωστικοί, περί των οποίων ομιλούσιν, ιδία μεν ο Ειρηναίος, είτα δε και ο Ευσέβιος εν τη εκκλησιαστική ιστορία αυτού, καθώς και ο Επιφάνιος. Και οι μεν Εβιωνίται απέκλειον από την Χριστολογίαν αυτών την διδασκαλίαν του Ιωάννου και του Παύλου περί προϋπάρξεως και θεότητος του Χριστού, κατηγορούν δε και τον Παύλον ως αποστάτην και περιετέμνοντο, άγοντες βίον καθαρώς Ιουδαϊκόν και εν Ιεροσολύμοις λατρεύοντες τον Θεόν. Ο δε Κήρινθος διετείνετο, ότι ο Ιησούς Χριστός εγεννήθη ως και οι λοιποί άνθρωποι εκ του Ιωσήφ και της Μαρίας και ότι μετά το βάπτισμα κατήλθεν επ’ αυτόν το Άγιον Πνεύμα και εγένετο ο Χριστός, ο οποίος όμως παρέμεινεν απαθής και πνευματικός, διότι εν τω παθήματι παρέμεινε μόνος ο Ιησούς, του Χριστού ανακληθέντος. Εκ δε των άλλων Γνωστικών ο μεν Καρποκράτης εδίδασκεν ότι ο Ιησούς εγεννήθη εκ του Ιωσήφ και υπήρξεν όμοιος προς τους λοιπούς ανθρώπους, κατά τούτο διαφέρων αυτών ότι είχε ψυχήν καθαράν και εμνημόνευσε τα οραθέντα υπ' αυτής ότε ήτο εν τη περιφορά του αγεννήτου Θεού, δι’ αυτό δε απεστάλη υπό του Θεού εις την ψυχήν αυτού δύναμις, ίνα δυνηθή να φύγη τους κοσμοποιούς αγγέλους. Ο δε Μαρκίων διακρίνων τον Θεόν Πατέρα από του Δημιουργού, εξ ου προήρχετο η Π. Δ., εδίδασκεν, ότι εφανερώθη ο Θεός εν τω Ιησού, ίνα εξαγόραση τους ανθρώπους εκ του σκληρού δημιουργού, ούτω δε εφαίνετο ταυτίζων τον Πατέρα και τον Ιησούν Χριστόν. Τέλος οι Άλογοι, απέρριπτον το τέταρτον ευαγγέλιον και την αποκάλυψιν και δεν εδέχοντο, ότι οι Απόστολοι εκήρυξαν περί Λόγου, κατά τον Επιφάνιον όμως δεν φαίνεται ούτοι να ηρνήθησαν την περί Ιησού ως Υιού του Θεού διδασκαλίαν, αλλά μάλλον γενικώς ως προς αυτήν ήσαν σύμφωνοι προς την Εκκλησίαν[30].
3) Τας αιρέσεις ταύτας καταπολεμεί και ο Ειρηναίος διακηρύττων εξ ενός την πίστιν «εις ένα Θεόν Πατέρα παντοκράτορα» «και εις ένα Χριστόν Ιησούν, τον Υιόν του Θεού τον σαρκωθέντα υπέρ της ημετέρας σωτηρίας», «και εις Πνεύμα Άγιον» ως «παρά των Αποστόλων και των εκείνων μαθητών» παραληφθείσαν υπό της Εκκλησίας εξ ετέρου δε βεβαιοί, ότι ο Υιός του Θεού είναι αληθώς Θεός, ανακεφαλαιούμενος τα πάντα εν εαυτώ, «ίνα Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών και Θεώ και Σωτήρι και βασιλεί παν γόνυ κάμψη»· εις αυτόν, δι’ ου τα πάντα εγένετο, εποίησε Σωτήρα «ο Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού», «όστις εστίν Υιός αυτού πάντοτε συνυπάρχων τω Πατρί και αποκαλύπτων αυτόν πάντοτε και εις τους αγγέλους» [31]. Αναιρών δε ρητώς και τους Γνωστικούς, και δη την διδασκαλίαν του Κηρίνθου, αποκαθιστά την ορθήν πίστιν επικαλούμενος τας μαρτυρίας των δύο συνοπτικών, καθώς και του Ιωάννου και του Παύλου, εν συνδυασμώ και προς τας εκ του Ψαλμ. οζ' 5-7, ρλα' 2, Ησαΐου θ' 6, Ιερεμ. λγ' 15 κλπ. προφητείας, και βεβαιών, ότι προς σωτηρίαν του ανθρώπου ήτο ανάγκη να ενανθρώπηση αυτός ο Θεός. «Ει μη συνηνώθη γαρ ο άνθρωπος τω Θεώ, ουκ αν ηδυνήθη μετασχείν της αφθαρσίας». Αναιρών δε αλλαχού την πλάνην του γνωστικού Βασιλείδου, καθ' ην τον κόσμον εποίησαν οι άγγελοι, διακηρύττει ότι ο Θεός δια του Λόγου εποίησε τα πάντα, («Verbo condidit omnia et fecit»), ο Θεός εστίν ο Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού («Hic Deus est Pater Domini nostri Jesu Christι»). Ουδέ υπάρχει άλλος ο Πατήρ υπέρ τον Δημιουργόν, ως διετείνοντο οι Γνωστικοί, ούτε άλλος ο Μονογενής και άλλος ο Λόγος, ούτε άλλος ο Χριστός και άλλος ο Σωτήρ. «Ουκ άλλον δε Θεόν οι Απόστολοι κατήγγελλον· ουδέ άλλον μεν παθόντα και εγερθέντα Χριστόν, άλλον δε τον αναστήσαντα και απαθή διαμεμενηκότα, αλλ’ ίνα και τον αυτόν Θεόν και Σωτήρα και Χριστόν Ιησούν τον εκ νεκρών αναστάντα». Αλλά και ο Ιωάννης ένα και τον αυτόν εγνώρισε Λόγον Θεού, και τούτον Μονογενή και σαρκωθέντα δια την ημετέραν σωτηρίαν Ιησούν Χριστόν τον Κύριον ημών. Και ο Ματθαίος ωσαύτως και ο Παύλος και ο Μάρκος [32].
4) Εκτός όμως των ανωτέρω μνημονευθέντων αιρετικών υπήρξαν, ως και αλλαχού είπομεν, και οι λεγόμενοι Μοναρχιανοί ή Μοναρχικοί, οίτινες αρνούμενοι την Τριάδα εδίδασκον, είτε ότι ο Θεός Πατήρ ενηνθρώπησε και έπαθεν υπέρ ημών, και απεκλήθησαν δια τούτο ούτοι Πατροπασχίται (ο Νοητός και ο Πραξέας)· είτε ότι ο άνθρωπος Ιησούς έπαθε και υιοθετήθη κατ' ακολουθίαν υπό του Θεού, εξ ού και υιοθετισταί ωνομάσθησαν (Θεόδοτος ο Σκυτεύς και οι κατ' αυτόν). Κατά των Μοναρχιανών τούτων αντεπεξήλθαν ο Ιππόλυτος, συγγράψας το υπό του Ευσεβίου αναφερόμενον σύγγραμμα Κατά Αρτέμωνος ή Αρτεμά, καθώς και το «Εις αίρεσιν Νοητού», και τα δύο τελευταία βιβλία (IΧ και Χ) «Κατά πασών αιρέσεων έλεγχου»· ο Τερτυλλιανός δια του έργου αυτού Adversus Praxeam και ο Νοβατιανός εν τοις κεφ. XVIΙΙΧΧΙΧ του έργου του De Trinitate.
α) Και ο μεν Ιππόλυτος διακηρύττει, ότι ο Θεός «μόνος ων πολύς ην. Ούτε γαρ άλογος, ούτε άσοφος, ούτε αδύνατος, ούτε αδούλευτος ην», αλλά «των γινομένων αρχηγόν και σύμβουλον και εργάτην εγέννα Λόγον, αν είχεν εν εαυτώ». «Πάντα τοίνυν δι’ αυτού, αυτός δε μόνος εκ Πατρός», «πρωτότοκος τούτου γενόμενος», «δω και Θεός ουσία υπάρχων Θεού». «Τούτον τον Λόγον εν υστέροις απέστειλεν ο Πατήρ» «αυτοψεί φανερωθήναι», «εκ παρθένου σώμα ανειληφότα». «Ουκούν ένσαρκον Λόγον θεωρούμεν». «Γινώσκων δε ο πατρώος Λόγος την οικονομίαν του Πατρός» «αναστάς παρέδωκε τοις μαθηταίς λέγων: Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, δεικνύων ότι πας ος αν εν τι τούτων εκλίπη, τελείως Θεόν ουκ εδόξασε. Δια γαρ της Τριάδος ταύτης Πατήρ δοξάζεται, Πατήρ γαρ ηθέλησεν, Υιός εποίησε, Πνεύμα εφανέρωσεν»[33].
β) Ο δε Τερτυλλιανός καθορίζων την πίστιν των Χριστιανών παρατηρεί, ότι ημείς πιστεύομεν εις ένα Θεόν, υπό ταύτην όμως την οικονομίαν ίνα ή τω ενί Θεώ και Υιός Λόγος τούτου, όστις εξ αυτού προέρχεται, δι’ ου τα πάντα εγένετο και άνευ αυτού ουδέ έν γέγονε. Τούτον αποσταλέντα παρά του Πατρός εις την Παρθένον και εξ αυτής γεννηθέντα, άνθρωπον και Θεόν, Υιόν ανθρώπου και Υιόν Θεού και ονομασθέντα Ιησούν Χριστόν κηρύττομεν. Πριν γένωνται δε τα πάντα ο Θεός ήτο μόνος. Αλλά και τότε δεν ήτο μόνος. Διότι είχε μεθ' εαυτού εκείνον, τον οποίον είχεν εν εαυτώ, δηλαδή τον Λόγον αυτού. Διότι λογικός ο Θεός και ο Λόγος εν αυτώ πρότερον και ούτως εγένετο τα πάντα. Τούτον οι Έλληνες Λόγον λέγουσιν. Εγέννησε δε ο Θεός τον Λόγον ως η ρίζα τον θάμνον και η πηγή τον ποταμόν και ο ήλιος το απαύγασμα, διότι και αι προβολαί αύται εισί των αυτών ουσιών, εξ ων προέρχονται [34]. Αλλαχού δε πάλιν διακηρύττει, ότι ο Θεός έζησε μεταξύ των ανθρώπων, ίνα ο άνθρωπος μάθη να πράττη ό,τι είναι θείον. Ο Θεός ήλθεν εις σχέσιν μετά του ανθρώπου ως ίσος, ίνα ο άνθρωπος δυνηθή να έλθη εις σχέσιν μετά του Θεού ως ίσος. Ο Θεός ευρέθη ως τις σμικρότατος, ίνα ο άνθρωπος αποβή μέγιστος τις. Εάν απαξιοίς ίνα τοιούτον Θεόν, διερωτώμαι, εάν όντως πιστεύης εις Θεόν εσταυρωμένον[35].
5) Εκ των μετέπειτα συγγραφέων, των μέχρι της Α' Οικουμενικής συνόδου ακμασάντων, είναι αρκετόν να αναφέρωμεν αυτόν τούτον, τον μη εν πάσιν Ορθόδοξον κριθέντα Ωριγένην, όστις πιστεύει εις την Χριστιανικήν Τριάδα, ήτις αποκαλείται υπ' αυτού «Τριάς αγία», «Τριάς αιώνιος», «Τριάς αρχική», «Τριάς προσκυνητή». Παραδέχεται δε τον Υιόν του Θεού Θεόν και ονομάζεται υπ' αυτού «δεύτερος Θεός», ο Λόγος Θεός, ο Θεός Λόγος [36]. Επί πλέον ο Ωριγένης εχρησιμοποίησε πιθανώτατα πρώτος τον όρον ομοούσιος, καθώς και τον όρον Θεάνθρωπος [37].
6) Από του δευτέρου εξ άλλου αιώνος, ως εμφαίνεται εκ των επιγραφών του Αβερκίου και του Πεκτορίου, εκράτησεν εν τη Εκκλησία το σύμβολον του Ιχθύος, το οποίον δια των στοιχείων της λέξεως Ιχθύς ως αρχικών γραμμάτων των λέξεων Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ υπέκρυπτε πλήρη ομολογίαν περί της Θεότητος και της ανθρώπινης φύσεως του Κυρίου.
Ούτως εκ της ως άνω συντόμου ανασκοπήσεως αποδεικνύεται εξ ολοκλήρου ακριβής ο Μ. Αθανάσιος, όταν απευθυνόμενος προς τους διαμφισβητούντας την θεότητα του σαρκωθέντος Λόγου παρατηρεί εις αυτούς: «Ιδού ημείς μεν εκ Πατέρων εις πατέρας διαβεβηκέναι την τοιαύτην διάνοιαν αποδεικνύομεν· υμείς δε, ω νέοι Ιουδαίοι και του Καϊάφα μαθηταί, τίνας άρα των ρημάτων υμών έχετε δείξαι πατέρας; Αλλ’ ουδένα των φρονίμων και σοφών αν είποιτε. Πάντες γαρ υμάς αποστρέφονται»[38].

Σημειώσεις

22. Κλήμ. Ρώμ. Α' προς Κορινθίους ιβ' 7, κα' 6, ν' 7, ιστ' 2, λστ' (Β. 1, σελ. 18, 22, 33, 19, 27).
23. Ιγνατ. προς Εφεσίους ζ' 2, Μαγνησ. στ' 1, Εφεσίους ιθ' 3, Ρωμαίους γ' 3, Πολύκαρπ. γ' 2, Ρωμαίους προοίμιον, Μαγνησ. η' 2, ζ' 1, Εφεσίους α' 1, Φιλαδελ. δ΄ 1, Ρωμαίους στ' 3, Σμυρν. β΄ 1, Β. 2, σελ. 265, 269, 268, 275, 283, 270, 264, 277, 276, 280.
24. Πολυκάρπ. προς Φιλιπ. α' 2, β' 1, ιβ', β' 1, Β. 3, σελ. 15, 20.
25. Βαρνάβα ε' 5, στ' 12, ε' 10, ιε΄ 5, ζ' 2, γ' 6, ε΄ 9, ιδ' 5, δ΄ 8, ζ' 2, δ΄ 12, Β. 2, σελ. 230, 232, 240, 232, 228, 230, 239, 229, 232, 230.
26. Διδαχής η' 2, θ' 5, ιε΄ 4 κλπ. ιστ' 7-8, ζ' 3, Β. 2, σελ. 218, 220, 217.
27. Επιστ. προς Διόγνητον ι΄ 2, η' 7-11, ζ' 4, θ' 2-3, ζ' 5-6, Β. 2, σελ. 256, 255, 254, 255, 254.
28. Ιουστ. Α' Απολογ. ιε΄ 1, στ' 1, ιγ' 3, ξγ' 10 και 16, ξα' 3, Β. 3, σελ. 147, 164, 167, 196, 194, 178, 187, Παράβαλλε και Α' Απολ. 32 και 50, καθώς και Διάλογ. Προς Τρύφ. 40, 54, 111, 134, ένθα αναπτύσσεται, ότι η απολύτρωσις ημών συνετελέσθη υπό του Ιησού Χριστού.
29. Αθηναγ. Πρεσβεία 10, Β. 4, 288. Τατιανού λόγος προς Έλληνας 5, 13, 21, Β. 4, 245, 269, 256, Θεοφ. Β΄ Αυτόλ. 10 και 22, Β. 5, 27, 36, 37.
30. Ευσεβ. Εκκλησ. Ιστ. Γ' 27, 38, Μ. 273 και εξής, Επιφ. Αίρεσις 28, Μ. 41, 377, Ειρην. I 26, § 2, Μ. 7, 686-687, Θεοδ. Αιρετ. κακομ. Βιβλ. 2, κεφ. 1, Μ. 83, 388, Ειρην. I 25, 1, Επιφαν. Αίρεσις 27 § 2, Μ. 41, 364, Θεοδ. ενθ' αν. κεφ. 5, Μ. 83, 392, Tertul. Adver. Marc. I, 11, 14; IΙ 27; Ill 9; IV 7, m. 2, 259, 262, 326, 333, 369, Ειρην. I 27, § 2, M. 7, 688, Θεοδ. ένθ' ανωτ. κεφ. 24, Επιφαν. Αίρεσις 41-42, Μ. 41, 696, Του αυτού Αίρεσις 51, Μ. 41, 888 και εξής, Ειρην. ΙΙΙ 11, 9, Μ. 7, 890.
31. Ειρην. Έλεγχ. Ι 10, 1, ΙΙ 30, 9. Μ. 7, 549, 821, 823. «Hic Pater Domini nostri Jesu Christi per Verbum suum, qui est Filius ejus… Semper coexsistens Filius Patri, olim et ab initio semper revelat Patrum et Angelis et Archangelis… et omnibus quibus vult revelare Deus».
32. Ειρηναίου Έλεγχ. Ill, 16, 1, XVIII, 7-XIX 2, M. 7, 919, 937-940. Του αυτού αυτόθ. II, 2, § 4 και 6, 19, § 9, III, 12, 2 και 16, 2-3 και αλλαχού εν κεφ. 17-19.
33. Ευσεβ. Εκκλησ. Ιστ. V, 28, Ιππόλ. εις αίρεσιν Νοητού 10 και 11 και 12 και 14, Β. 6, σελ. 16, 17, 18. Του αυτού Έλεγχος 10, 33, Β. 5, σελ. 375, 376.
34. Τερτυλλιανού Adv. Praxeam c. 2, 5 και 8 m. 2, 179, 183, 186. «Nos unicum quidem Deum credimus, sub hac tamen dispensatione, quam oeconomiam dicimus, ut unici Dei sit et filius sermo ipsius, qui ex ipso processerit, per quern omnia facta sunt, et sine quo factum est nihil. Hunc missum a Patre in νirginem et ex ea natum, hominem et Deum, Filium hominis et Filium Dei et cognominatum Jesum Christum.» c. 2. «Ante omnia enim Deus erat solus… Ceterum ne tunc quidem solus; habebat enim secum, quam habebat in semetipso, rationem suam scilicet. Rationalis enim Deus et ratio in ipsum prius et ita ab ipso omnia. Hanc Graeci Λόγον dicunt. c. 5. Protulit enim Deus sermonem, sicut radix fruticem et fons fluvium et sol radium; nam et istae species probolae sunt earum substantiarum, ex quibus prodeunt;» c. 8.
35. Tertul. Advers. Marc. II 27 m. 2, 345: «Conversabatur Deus humane, ut homo divine agere doceretur. Ex aequo agebat Deus cum homine, ut homo ex aequo agere cum Deo posset. Deus pusillus inventius est, ut homo maximus fieret. Qui talem Deum dedignaris, nescio an ex fide credas Deum crucifixum».
36. Περί αρχών, Πρόλογος I, 1-4, Μ. 11, 115-121, απόσπασμα εις τον Ιωάννην 36, εις τον Ιωάν. Βιβλ 10, 23, Μ. 14, 384. Εις τον Ματθαίο Βιβλ 15, 31, Μ. 13, 1345, εις τον Ιωάν. Βιβ. 6, 17, Μ. 14, 257, εις τον Ιωάν. Βιβλ. 2, 2, Μ. 14, 108, Κατά Κέλσου Ε' 39 και Γ' 37, 41, ΣT' 61, Ζ' 17 κλπ. Μ. 11, 1244, 968, 970, 1392, 1445.
37. Εις την προς Εβραίους επιστ. απόσπασμα, Μ. 11, 1308: «Έν γαρ το θείον κύημα, είς ο θείος τοκετός και μία η γεννήσασα τον θεάνθρωπον», ομιλία 7η εις τον Λουκάν, έκδοσις Πρωσ. Ακαδημ. σελ. 48.
38. Επιστολή ότι η εν Νικαία σύνοδος… § 27, Μ. 25, 465.

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

Κατάκριση - Η πιο εύκολη και αγαπημένη αμαρτία του Διαβόλου

Κατάκριση

Κατάκριση ή καταλαλιά ή αλλιώς κουτσομπολιό είναι η πιο εύκολη αμαρτία που όλοι πέφτουμε με τα μούτρα. Ποιος δεν θυμάται την παπαδιά από το Καφέ της Χαράς που ήταν η αρχόντισσα του κουτσομπολιού που κρυφάκουγε ακόμα και στην Εξομολόγηση. Όμως η κατάκριση είναι μεγάλη αμαρτία καθώς ο ίδιος ο Κύριος είπε να μην κρίνουμε τον πλησίον και να δούμε το δοκάρι που έχουμε στο μάτι μας. Όλοι μας πέφτουμε σε αυτό το αμάρτημα και με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook twitter και instagram όλοι περνούν από το σφαγείο της κατάκρισης και του κουτσομπολιού και με την τηλεόραση με τις εκπομπές κουτσομπολιού να φθάνουν στο σημείο μεγιστοποίησης της αμαρτίας αυτής μετατρέποντας την σε γλωσσοφαγιά.

Ο λόγος που βλέπουμε τα λάθη των άλλων είναι προς δίδαγμα να διορθώσουμε τα δικά μας λάθη να προσευχόμαστε για να διορθωθούν να προσευχόμαστε να διορθωνόμαστε εμείς οι ίδιοι πρώτα να ζητάμε το έλεος του Κυρίου κι όχι να βγάζει ο ένας το μάτι του άλλου, διότι για ότι στραβό έχει ο πλησίον μας δεν ξέρουμε την αιτία του αλλά την ξέρει ο Κύριος.

 Ας δούμε όμως τι λέει για το θέμα αυτό ο Αββάς Δωρόθεος


Ξέρεις πόσο μεγάλη αμαρτία είναι να κρίνεις τον πλησίον; Παραγματικά, τι μπορεί να είναι βαρύτερο απ’ αυτό; Τι άλλο μισεί τόσο πολύ και αποστρέφεται ο Θεός σαν την κατάκριση; Όπως ακριβώς είπαν οι Πατέρες, δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα απ’ αυτήν.

Η αντιμετώπιση της συκοφαντίας(Αγ.Μαξίμου του Ομολογητού)


Μικρή γεύση από την ασκητική εμπειρία του αγίου Μάξιμου του Ομολογητή, σχετικά με την αντιμετώπιση της συκοφαντίας και του συκοφάντη, με την καθαρότητα της ψυχής που έγκειται στην εφαρμογή των λόγων του Κυρίου, σχετικά με την αληθινή φιλία και την περίθαλψη. Όλα αυτά περιστρέφονται, κατά τον άγιο, γύρω από την αληθινή αγάπη του Θεού. 
Όλα τα κάνει για να μην εκπέσει από το σκοπό της αγάπης.

«Όταν μας δουν οι δαίμονες να περιφρονούμε τα πράγματα του κόσμου, ώστε να μη μισούμε εξ αιτίας αυτών τους ανθρώπους και εκπέσουμε από την αγάπη, τότε παρακινούν άλλους να μας συκοφαντήσουν, ώστε, μη υποφέροντας την λύπη, να μισήσουμε εκείνους που μας συκοφάντησαν.

Δεν υπάρχει βαρύτερος πόνος της ψυχής από την συκοφαντία, είτε συκοφαντείτε κανείς για θέματα πίστεως, είτε για θέματα ηθικής, και κανένας δεν μπορεί να αδιαφορήσει γι’ αυτήν, παρά μόνο εκείνος που είναι προσηλωμένος στον Θεό, όπως η Σωσάννα, ο οποίος Θεός είναι ο μόνος που μπορεί να μας ελευθερώσει από τις δυσκολίες, όπως ακριβώς ελευθέρωσε και εκείνη, και να φανερώσει στους ανθρώπους την αλήθεια, όπως έκανε και στην περίπτωση εκείνης, και να παρηγορήσει την ψυχή με την ελπίδα.

Όσο περισσότερο προσεύχεσαι με όλη τη δύναμη της ψυχής σου για εκείνον που σε συκοφάντησε, τόσο περισσότερο και ο Θεός γνωρίζει την αλήθεια σε εκείνους που σκανδαλίσθηκαν.

Εκ φύσεως αγαθός είναι μόνο ο Θεός, και αγαθός με τη θέλησή του είναι μόνο εκείνος που μιμείται τον Θεό. Διότι ο σκοπός αυτού είναι να συνενώσει τους κακούς με τον εκ φύσεως αγαθό Θεό, για να γίνουν αγαθοί. Γι’ αυτό, ενώ κατηγορείται απ’ αυτούς, επαινεί αυτούς, ενώ διώκεται, δείχνει ανοχή, ενώ συκοφαντείται, μιλάει με καλοσύνη, και ενώ οδηγείται στο θάνατο, προσεύχεται γι’ αυτούς. Όλα τα κάνει για να μην εκπέσει από το σκοπό της αγάπης.

Οι εντολές του Κυρίου μας διδάσκουν να χρησιμοποιούμε σωστά τα κοινά πράγματα του κόσμου, η σωστή χρήση των πραγμάτων αυτών καθαρίζει την ψυχή από την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, η καθαρή αυτή κατάσταση της ψυχής γεννάει την ορθή γνώση των πνευματικών εννοιών, η επίγνωση αυτή γεννάει την απάθεια, από την οποία γεννιέται η τέλεια αγάπη.

Δεν έχει ακόμη την απάθεια εκείνος που εξ αιτίας κάποιου πειρασμού δεν μπορεί να παραβλέψει το ελάττωμα του φίλου του, είτε αυτό είναι πραγματικά ελάττωμα, είτε θεωρείται σαν ελάττωμα. Διότι ταρασσόμενα τα πάθη που υπάρχουν μέσα στην ψυχή τυφλώνουν τον νου και δεν τον αφήνουν να δει το φως της αλήθειας, ούτε να ξεχωρίσει το καλό από το κακό. Επομένως ο άνθρωπος αυτός δεν απέκτησε ούτε την τέλεια αγάπη, που απομακρύνει το φόβο της κρίσεως.

Φίλου πιστού δεν υπάρχει αντάλλαγμα. Επειδή θεωρεί δικές του τις συμφορές του φίλου και υποφέρει μαζί με αυτόν κακοπαθώντας μέχρι θανάτου.

Υπάρχουν πολλοί φίλοι, αλλά κατά τον καιρό της ευτυχίας, κατά τον καιρό όμως των δοκιμασιών μόλις και μετά δυσκολίας θα μπορέσεις να βρεις ένα.

Τον κάθε άνθρωπο πρέπει να τον αγαπάμε μέσα από την ψυχή μας, αλλά πρέπει να αναθέτουμε την ελπίδα μόνο στο Θεό και να τον υπηρετούμε με όλη τη δύναμή μας. Διότι, εφόσον αυτός μας συντηρεί, και οι φίλοι τότε θα μας φροντίζουν, και όλοι οι εχθροί θα είναι ανίσχυροι απέναντί μας».

(Απόσπασμα από τα ‘’Κεφάλαια περί αγάπης’’, του αγίου Μάξιμου του Ομολογητή, Φ. ΕΠΕ 14, σελ. 345- 347).ΠΗΓΗ

Βάπτισμα Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά Ανδρέα Θεοδώρου, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, 1997, σελ. 156-161


Γιατί βαπτιζόμαστε στο όνομα της Αγίας Τριάδος;
Για ν' αποβάλουμε το χιτώνα της φθοράς και να ντυθούμε τη δόξα του Χριστού. Με το χιτώνα της φθοράς μας έντυσε με την παράβαση του ο Προπάτορας, που μας κληροδότησε μια φύση χαλασμένη, στην οποία μπαίνουμε όλοι ανεξαίρετα οι άνθρωποι με τη φυσική μας γέννηση. Η φύση αυτή της φθοράς εμποδίζει την είσοδο στη Βασιλεία του Θεού. Πρέπει οπωσδήποτε ν' αφανισθεί και αυτό πετυχαίνεται στο ιερό βάπτισμα (Ιωαν. 3,3). Παράλληλα πρέπει να ντυθούμε το Χριστό («Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε Χριστόν ενεδύσασθε» ψάλλει η Εκκλησία μας), να αναγεννηθούμε, να γίνουμε μία νέα πνευματική ύπαρξη και ζωή.
Το βάπτισμα, λοιπόν, είναι η τελετή εκείνη που ίδρυσε ο Χριστός, κατά την οποία ο άνθρωπος, βαπτιζόμενος σε αγιασμένο νερό με τριττή κατάδυση και ανάδυση στο όνομα της αγίας και ζωοποιού Τριάδος, αφ ' ενός μεν αποβάλλει την παλαιά φύση της αμαρτίας (το προπατορικό αμάρτημα), αφ' έτερου δε άναγεννάται σε μια καινούργια ένθεη ύπαρξη, φυτεμένη στη χάρη του Θεού.
Το βάπτισμα είναι κορυφαίο μυστήριο. Ονομάζεται «κυριακό», γιατί στη Γραφή υπάρχει ρητή πληροφόρηση για την άμεση σύσταση του από τον Κύριο (Ματθ. 28,19). Δια του βαπτίσματος ο άνθρωπος φυτεύεται μυστικά στο άχραντο σώμα του Χριστού, γίνεται επίσημα μέλος της Εκκλησίας και έχει το δικαίωμα συμμετοχής του και στα υπόλοιπα εκκλησιαστικά μυστήρια.
 
Αφού δια του βαπτίσματος καταργείται το σώμα της αμαρτίας, γιατί εξακολουθεί να αμαρτάνει μετά ταύτα ο άνθρωπος;
Δύσκολο το ερώτημα. Φυσικά και μετά την εκρίζωση της αμαρτίας δια του βαπτίσματος ο άνθρωπος δεν παύει να είναι λογικός και ελεύθερος. Όπως δε ο πρωτόπλαστος, αν και πλασθείς καθαρός από την αμαρτία, όμως έπεσε σ ! αυτή κάνοντας κατάχρηση της λογικής του ελευθερίας, έτσι κι ο βαπτισθείς, καίτοι ολοκάθαρος μετά το λουτρό της παλιγγενεσίας, μπορεί να αμαρτήσει ως προσωπικότητα λογική και ελεύθερη. Βέβαια εδώ δεν πρόκειται απλώς για τη δυνατότητα της αμαρτίας, που έγκειται σε κάθε λογική φύση, αλλά περί ροπής προς την αμαρτία, περί φρονήματος σαρκικού ( concupiscentia = επιθυμητικό), που είναι άπορο πως παραμένει, μια και η ρίζα του (η φθαρμένη φύση) έχει καταργηθεί από το βαπτισθέντα. Πραγματικά έχουμε δογματικό πρόβλημα.
Να μην εκριζώνεται άραγε σε όλη της την έκταση η αμαρτία από τη φύση του βαπτισθέντος και να εξακολουθούν να παραμένουν εισέτι λείψανα της σ' αύτη; Μια απάντηση μπορεί να είναι η ακόλουθη. Το αμαρτητικό εξακολουθεί να παραμένει στη φύση του αναγεννηθέντος κατά παραχώρηση και παιδαγωγία Θεού. Ο Θεός δηλαδή επιτρέπει την παρουσία του, για να έχει ο βαπτισθείς ένα κίνητρο πνευματικών αγώνων, ώστε να κερδίζει κι αυτός, κατά κάποιο τρόπο, τη σωτηρία του, συνεργαζόμενος με τη χάρη του Θεού. Έτσι εκείνος που με ολιγωρία φέρεται προς την αμαρτητική ορμή, είναι ενδεχόμενο, αμαρτάνοντας βαριά, να χάσει τη δικαίωση που έλαβε δια του βαπτίσματος, και στο τέλος να χάσει την ψυχή του. Ενώ άλλος, καταγωνιζόμενος με τη χάρη τοϋ Θεσϋ το έπιθυμητικό, μπορεί να προαχθεί πνευματικώς και να κερδίσει την αιώνια ζωή. Στην πράξη διαπιστούται σαφώς το διττό αυτό ενδεχόμενο. Όλοι οι βαπτιζόμενοι δεν είναι το ίδιο. ’λλοι αναδεικνύονται άξιοι της υψηλής κλήσεως και άλλοι όχι (Ματθ. 20,16).

Χρίσμα Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά Ανδρέα Θεοδώρου, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, 1997, σελ. 162-163


Σε τι αποσκοπεί το ιερό μυστήριο του χρίσματος;
Σφραγίζει με τα χαρίσματα και τις δωρεές του παναγίου Πνεύματος τη νέα πνευματική ζωή που γεννήθηκε δια του βαπτίσματος, βοηθώντας το βαπτισθέντα ν' αναχθεί σε βίο θεοφιλή και ενάρετο.
Το μυστήριο, που μαρτυρείται επαρκώς στην αγία Γραφή, γινόταν στην αρχή δια της επιθέσεως των χειρών των Αποστόλων στις κεφαλές των βαπτισθέντων για τη χορήγηση των χαρισμάτων του αγίου Πνεύματος (Πραξ. 8,17). Με το πέρασμα του όμως του χρόνου και καθόσον αύξανε σημαντικά ο αριθμός των πιστευόντων, δημιουργήθηκε κάποιο πρακτικό πρόβλημα∙ τα χέρια των Αποστόλων δεν επαρκούσαν πλέον για την τέλεση του ιερού μυστηρίου. Ήταν λίγοι. Έτσι πολύ νωρίς αντικαταστάθηκε η επίθεση των χειρών με την τέλεση του χρίσματος, κατά την οποία ο επίσκοπος ή ο πρεσβύτερος χρίει σταυροειδώς το μέτωπο και τα άλλα μέλη τοϋ σώματος του βαπτισθέντος με άγιο μύρο (μίγμα ελαίου με άλλες σαράντα αρωματώδεις ουσίες, οι όποιες συμβολίζουν τα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος), εκφωνουμένης σε κάθε χρίση της ευχής «σφραγίς δωρεάς Πνεύματος αγίου. Αμήν».
Το χρίσμα δεν είναι συμπλήρωμα του ιερού μυστηρίου του απτίσματος. Είναι ιδιαίτερο αυτοτελές μυστήριο, το οποίο γίνεται εν συνεχεία προς το βάπτισμα. Εκεί είναι η φυσιολογική του τοποθέτηση.
 
Είναι σωστή η μετάθεση τελέσεως τον χρίσματος αρκετό χρόνο μετά το βάπτισμα;
Τη μετάθεση αυτή κάνουν οι Ρωμαιοκαθολικοί. Το σκεπτικό τους είναι: αφού το ιερό μυστήριο έχει σκοπό να βοηθήσει το βαπτισθέντα στον προσωπικό του αγώνα και την προσπάθεια του να ζήσει βίο ενάρετο ανάλογο με την υψηλή κλήση του βαπτίσματος, το νήπιο, που έχει άωρη
ακόμη προσωπικότητα και δεν έχει αναπτυγμένες τις πνευματικές και διανοητικές του δυνάμεις, πως είναι δυνατό να αναλάβει ένα τέτοιο μεγάλο και δύσκολο αγώνα; Γι' αυτό και μεταθέτουν την τέλεση του χρίσματος στο δωδέκατο έτος της ηλικίας του παιδιού και εν ανάγκη στο έβδομο.
Το σκεπτικό αυτό έχει φυσικά κάποια λογική βάση. Αλίμονο όμως αν τα δόγματα της πίστεως τα εξετάζουμε στη βάση μόνο της λογικής. Η αρχαία Εκκλησία, όταν τελούσε το χρίσμα συνειμμένως με το βάπτισμα, ασφαλώς γνώριζε τι έκανε. Η πρακτική της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, είναι μεταγενέστερος νεωτερισμός (ΙΓ' αιώνας).
Κατά τη λογική όμως αυτή έπρεπε να μετατίθεται και ο νηπιοβαπτισμός, πράγμα όμως που δεν κάνει η Παπική Εκκλησία. ’λλωστε είναι γνωστό, ότι η μόρφωση του χαρακτήρος και της προσωπικότητος του ανθρώπου αρχίζει ήδη από του λίκνου, αν μη και νωρίτερα. Γιατί, λοιπόν, να στερήσουμε τα νήπια από την ευεργετική επίδραση της χρισματικής χάριτος;

Μετάνοια- Εξομολόγηση Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά Ανδρέα Θεοδώρου, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, 1997, σελ. 163-165


Σε τι αποβλέπει το μυστήριο της μετανοίας και εξομολογήσεως;
Για να λουσθεί η ψυχή πνευματικά και να καθαρισθεί από το ρύπο της αμαρτίας. Για να γίνει αυτό πρέπει ο άνθρωπος να μετανοήσει πρώτα για τις αμαρτίες του, να συντριβεί η καρδιά του για ό,τι προσέβαλε τη χάρη του Θεού, να λάβει απόφαση να απαλλαγεί από τα αμαρτωλά πάθη και τις κακές του συνήθειες, να μισήσει τη σαγήνη της αμαρτίας, η οποία μπορεί να νεκρώσει την ψυχή του, και κατόπιν να προσέλθει στον πνευματικό λειτουργό της Εκκλησίας και να εξομολογηθεί σ' αυτόν με φόβο Θεού και ειλικρίνεια τα αμαρτήματα που πιέζουν τη συνείδηση του. Ο πνευματικός, διαπιστώνοντας ειλικρινή μετάνοια και προθυμία αλλαγής βίου, συγχωρεί τον εξομολογηθέντα, διαβάζοντας του ειδική συγχωρητική ευχή. Την εξουσία αφέσεως αμαρτιών έχει ο ιερέας ως λειτουργός της Εκκλησίας, την όποια εφοδίασε ο Χριστός με τη δύναμη του «δεσμείν και λύειν» αμαρτίες επί της γης: «Αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τίνων κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιωαν. 20, 23). Με τη συγχώρηση του ο άνθρωπος απαλλάσσεται τελείως από την ακαθαρσία της αμαρτίας λουσμένος στη χάρη του Θεού, και ανακτά τη δικαίωση του ενώπιον του Θεού, την όποια μπορεί να έχασε δια των θανάσιμων αμαρτημάτων του. Το μυστήριο μπορεί να επαναληφθεί πολλές φορές, ανάλογα με τις εκάστοτε πνευματικές ανάγκες της ψυχής. Δικαίως δε χαρακτηρίζεται και ως δεύτερο βάπτισμα, επειδή λούζει, καθαρίζει την ψυχή.
 
Δεν αρκεί μονάχα η μετάνοια και η απ' ευθείας εξομολόγηση στο Θεό; Γιατί τάχα να εξομολογούμαστε και στον ιερέα;
Το ερώτημα είναι κάπως πονηρό. Και φυσικά πρέπει να εξομολογούμαστε τα αμαρτήματα μας απ' ευθείας στο Θεό(«Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών», Κυριακή προσευχή, Ματθ. 6,12). Αυτό είναι βασικό χρέος μας. Ο Χριστός όμως ίδρυσε ειδικό προς τούτο μυστήριο και το παρέδωσε στην Εκκλησία του, το όποιο δεν μπορεί να τελέσει όποιος όποιος, αλλά μονάχα ο ιερέας, ως εντολοδόχος του Θεού, ο οποίος είναι πατέρας και γιατρός πνευματικός των ψυχών. Όπως ο φυσικός γιατρός για να μπορέσει να θεραπεύσει τη νόσο, πρέπει να εξετάσει προσεκτικά τον ασθενή, να κάνει διάγνωση της νόσου του και κατόπιν να προχωρήσει στη θεραπεία της, έτσι και ο πνευματικός πατήρ πρέπει να διαγνώσει τη φύση της πνευματικής ασθένειας και την ειλικρίνεια του μετανοούντος, για να μπορέσει να θεραπεύσει την πάσχουσα και αλγούσα ψυχή. Αν δε γίνει προσωπική εξομολόγηση, πως θα κάνει τη δουλειά του ο ιερέας; ’λλωστε τα μυστήρια της Εκκλησίας, όπως και στα προηγούμενα είπαμε, δεν είναι μαγικές τελετές, αλλά κινούνται στον ελεύθερο διαπροσωπικό χώρο. Ο ασθενής πρέπει να επισκεφθεί προσωπικά το γιατρό της ψυχής του.
Αυτό έταξε ο Θεός και αυτό απαιτούν οι ανάγκες του ιερού μυστηρίου. Μήπως όμως ο αμαρτωλός, διαπιστώνοντας τα αμαρτήματα αυτά, προφασίζεται «προφάσεις εν αμαρτίαις»; Αποφεύγει τον ιερέα, γιατί ντρέπεται να εξομολογηθεί τις αμαρτίες του;

Ιερωσύνη Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά Ανδρέα Θεοδώρου, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, 1997, σελ. 172-178.


Πόσων ειδών ιερωσύνη έχουμε;
Δύο∙ την ειδική και τη γενική. Με την ειδική ίερωσύνη παρέχονται στην Εκκλησία οι ιερείς, οι ποιμένες και οι διδάσκαλοι της, το ιερατείο γενικά που διοικεί και κατευθύνει το πλήρωμα της Εκκλησίας. Είναι δε η ίερωσύνη το θεοσύστατο μυστήριο, κατά το όποιο οι επιθυμούντες να προσέλθουν στις τάξεις του ιερού κλήρου προβιβάζονται δια της χειροτονίας από επισκόπους σε έναν από τους τρεις ιερατικούς βαθμούς, διάκονο, πρεσβύτερο και επίσκοπο. Ενώ δε τους ιερείς και διακόνους χειροτονεί ένας επίσκοπος, τον επίσκοπο χειροτονούν δύο ή και περισσότεροι επίσκοποι. Η χάρη που χορηγείται στους χειροτονημένους τους ενισχύει στο να αναλάβουν θεοφιλώς το τόσο υψηλό και ιερό έργο τους.
Το μυστήριο της ιερωσύνης είναι ένα, διακρίνονται όμως σ' αυτό τρεις ξεχωριστοί ιερατικοί βαθμοί: του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου.
Περί των διακόνων μαρτυρεί η αγία Γραφή (Πραξ. 6,1). Οι Απόστολοι όρισαν επτά άνδρες ικανούς και ενάρετους στους οποίους μετά από προσευχή επέθηκαν τας χείρας και τους ανέδειξαν με τη χάρη του Θεού σε διακόνους, πρωταρχικά για να επιστατούν στη δίκαιη κατανομή του σιτηρεσίου, που είχε συστήσει η πρώτη Εκκλησία για τους φτωχούς. Παράλληλα είχαν και ευρύτερα πνευματικά καθήκοντα, το κήρυγμα του λόγου του Θεού (ο διάκονος Στέφανος) και την πνευματική διαποίμανση
των πιστών. Οι διάκονοι είναι βοηθοί των επισκόπων και πρεσβυτέρων στο ιερατικό έργο τους και πρωτοστατούν στο κοινωνικό έργο της Εκκλησίας.
Οι πρεσβύτεροι μνημονεύονται επίσης στην αγία Γραφή. Ο Παύλος και ο Βαρνάβας, περιοδεύοντες τις κατά τόπους Εκκλησίες, χειροτονούσαν πρεσβυτέρους για τις πνευματικές ανάγκες των πιστών (Πραξ. 14,23). Οι πρεσβύτεροι τελούν τα ιερά μυστήρια (εκτός από το μυστήριο της ιερωσύνης), κηρύττουν το λόγο του Θεού και ποιμαίνουν πνευματικώς το ποίμνιο της ενορίας τους. Τελούν ό,τι και ο επίσκοπος, εκτός άπό το μυστήριο της ίερωσύνης, τα εγκαίνια ναών και τον καθαγιασμό του αγίου Μύρου.
Αν και στην αποστολική εποχή εναλλάσσονταν οι όροι πρεσβύτερος και επίσκοπος, εν τούτοις στη Γραφή μνημονεύεται ο ειδικός ιερατικός βαθμός του επισκόπου. Ο Παύλος χειροτόνησε επισκόπους τον Τιμόθεο στην Αντιόχεια και τον Τίτο στην Κρήτη (Τιτ. 1,5. Ομοίως και οι επίσκοποι-άγγελοι των Εκκλησιών, περί των οποίων γίνεται λόγος στην Ιερά Αποκάλυψη: 2, 1.12.18. 3, 1.7.14 ). Ο βαθμός τοϋ επισκόπου είναι ο ανώτατος ιερατικός βαθμός. Ο επίσκοπος συγκεντρώνει στα χέρια του ολόκληρη την εξουσία της Εκκλησίας, πνευματική, δικαστική και διοικητική. Είναι η ορατή κεφαλή της τοπικής Εκκλησίας. Σ' αυτόν πρέπει να πειθαρχούν το σώμα του ιερατείου και των πιστών. Χωρίς τον επίσκοπο δεν μπορεί να υπάρξει Εκκλησία. Αυτά σε γενικότατες γραμμές περί της ειδικής ιερωσύνης.

Γάμος Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά Ανδρέα Θεοδώρου, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, 1997, σελ. 178-181


Ποιος είναι ο σκοπός τον ίερον μυστηρίου τον γάμου;
Να αγιάσει το φυσικό δεσμό ανδρός και γυναικός. Ο γάμος είναι πράξη φυσική, ριζωμένη στη δημιουργία. Ο Θεός έπλασε τα φύλα για να συνέρχονται, να κάνουν παιδιά και να πολλαπλασιάζεται το γένος. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος διαιωνίσεως του είδους, και ας λένε μερικοί ότι , αν δεν αμάρτανε ο άνθρωπος, θα πολλαπλασιαζόταν με έναν άλλο πνευματικότερο τρόπο!
Με την πτώση όμως στην αμαρτία η λειτουργία των φύλων και η γαμική ένωση γενικά ακολούθησε την κοινή αχρείωση της φύσεως. Με την ενανθρώπηση του ο Χριστός ανύψωσε την πεσμένη φύση και άγιασε το φθαρέντα του γάμου δεσμό. Αυτό γίνεται στην Εκκλησία στο ιερό μυστήριο του γάμου. Σ' αυτό οι ελευθέρως αποφασίζοντες να συζευχθούν λαμβάνουν τη χάρη του αγίου Πνεύματος, η οποία αγιάζει το φυσικό τους δεσμό και τους χορηγεί δύναμη ν' ανταπεξέλθουν στους υψηλούς στόχους του γάμου, που είναι το φάρμακο της επιθυμίας, ο συμπνευματισμός, η αλληλοβοήθεια και η παιδοποιία.
 
Ο φυσικός έρωτας στο γάμο είναι αμαρτία;
Όχι, βέβαια, μια κι ο Χριστός τον αγίασε και τον ευλόγησε με τη χάρη του. Ο Παύλος λέγει, ότι η κοίτη (η ερωτική συνεύρεση) σ' ένα χριστιανικό ζευγάρι είναι αμίαντη. Αρκεί βέβαια η σχέση να είναι η φυσιολογική έκφραση της αγάπης των συζύγων, χωρίς υπερβολές και σεξουαλικές διαστροφές, πράγματα που φυσικά απαγορεύονται.
 
Ο έλεγχος των γεννήσεων απαγορεύεται;
Καλό θα ήταν να μην υπήρχε. Είναι το ιδεώδες, το σύμφωνο με τη φυσική τάξη και το θέλημα του Θεού, μια και η φυσική τάξη προέρχεται απ' αυτόν. Το ιδεώδες όμως δεν είναι κι εδώ εφικτό. Στη σύγχρονη εποχή με τον πυκνό και ταχύτατο ρυθμό της και τις πολυπληθείς απαιτήσεις και ανάγκες της, μια υπερπολυπληθής οικογένεια, που αν υπάρχει και είναι αληθινά ζώσα, είναι χάρμα Θεού και καύχημα ανθρώπων, δημιουργεί πολλά και πιεστικά προβλήματα στους γονείς και τα παιδιά, που καμιά φορά είναι δυσανάλογα με την αντοχή ανθρώπων αδυνάτων. Στις περιπτώσεις αυτές μια κατ' οικονομίαν θεώρηση των πραγμάτων από την Εκκλησία με πνεύμα αγάπης και κατανοήσεως, θ' αποσοβούσε θλιβερές καταστάσεις στη ζωή του χριστεπώνυμου πληρώματος της Εκκλησίας.
Η πλήρης αποφυγή της τεκνογονίας είναι επίμεμπτη και κακή.
 
Αφού ο γάμος είναι αδιάλυτος δεσμός, γιατί η Εκκλησία επιτρέπει το διαζύγιο;

Η Ευχαριστιακή Λειτουργία Αρχές και ιστορική εξέλιξη Π. Ευδοκίμωφ, Η Προσευχή της Ανατολικής Εκκλησίας , εκδ. Αποστολική Διακονία, Γ' έκδοση, 1997, σελ. 83-93


 
Ο Χριστός και οι Απόστολοι στην λειτουργική τους ζωή χρησιμοποιούσαν το θρησκευτικό περιβάλλον της εποχής τους μεταγγίζοντάς του όμως ένα εντελώς καινούργιο νόημα. Πρόκειται για το τελετουργικό της προσευχής της συναγωγής, καθώς και για το τελετουργικό δείπνο της ιουδαϊκής οικογένειας, ή της K avourah, είδους αδελφότητος των ευσεβών Ιουδαίων.
Κάθε Σάββατο πρωί η συναγωγή τελούσε την ακολουθία της Parasha, τη σύναξη της Κατηχήσεως. Η ακολουθία αυτή περιείχε: α) την προσευχή ( Tefillah ), με την επίκληση του θείου ονόματος ( Chema Isra ë l ), β) τις ευλογίες, δηλ. άσμα ψαλμών και ύμνων, και γ) τα τρία βιβλικά να αναγνώσματα, συνδυασμένα με ψαλμούς: το Νόμο ή Τορά ( Torah ), τους Προφήτες και τα Αγιόγραφα ή σοφιολογικά βιβλία. Μετά τα αναγνώσματα ακολουθούσε ομιλία και απόλυση των απεριτμήτων . Μετά την αποχώρησή τους η κατηχητική σύναξη τελείωνε με μια μεγάλη ικετευτική δέηση.
Κατά τη διάρκεια λοιπόν αυτής της ακολουθίας άρχισε ο Κύριος, στην συναγωγή της Ναζαρέτ, το κηρυκτικό του έργο και το συνέχισε της ημέρες του Σαββάτου στη συναγωγή της Καπερναούμ, τόπο της ομιλίας του για τον άρτο της ζωής ( Ιωαν . στ΄), και στις συναγωγές της Γαλιλαίας. Το ίδιο και ο απόστολος Παύλος κατά τη διάρκεια των ιεραποστολικών του περιοδειών, πήγαινε στην ακολουθία του Σαββάτου της συναγωγής για να κηρύξει το Ευαγγέλιο.
Αυτήν επίσης την ακολουθία περιέλαβε και η χριστιανική Εκκλησία για να συντάξει το πρώτο κατηχητικό μέρος της θείας Λειτουργίας, που ονομάζεται «Λειτουργία των Κατηχουμένων». Η διάταξη δεν άλλαξε καθόλου εκτός από την τάξη των αναγνωσμάτων που απέκτησαν μια ηυξημένη σημασία: οι προφήτες της Π. Διαθήκης, μια περικοπή από τις επιστολές και μια από τα Ευαγγέλια. Μετά τα αναγνώσματα, ακολουθεί η ομιλία, η απόλυση των κατηχουμένων και των μετανοούντων και η ακολουθία τελειώνει με μια μεγάλη ικετευτική δέηση.
Το Δείπνο του Χριστού και των Αποστόλων τοποθετείται στην καρδιά της «Λειτουργίας των Πιστών» και αποτελεί την Ευχαριστιακή σύναξη. Ο Κύριος ακολουθούσε εδώ το ιουδαϊκό τελετουργικό του δείπνου της οικογενείας, ή της Kavourah, την Παρασκευή το βράδυ.
Η τελετή αυτή του Λυχνικού θυμίζει το βυζαντινό ύμνο «Φως ιλαρόν » που ψάλλεται στον Εσπερινό. Είναι περισσότερο φανερό ότι η Θεοτόκος ήταν εκείνη, που τέλεσε τον τελετουργικό αυτό τύπο κατά το δείπνο του Κυρίου. Το γεγονός αυτό καθορίζει το μαριολογικό στοιχείο της Λειτουργίας. Η Παρθένος «Θύρα του Ουρανού» μας οδηγεί στη θεώρηση του μυστηρίου με τα μάτια της Περιστεράς, στο φως της πάναγνης ψυχής της: « ὁρῶσα σε κρεμάμενον, Χριστέ, ἡ σέ κυήσασα ἀνεβόα . Τί τό ξένον, ὅ ὁρῶ, μυστήριον υἱέ μου»... (1) .