Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2020

Η Μεταμόρφωση του Κυρίου αποτελεί στερεό θεμέλιο της ελπίδας για τη μεταμόρφωση όλης της ζωής μας —η οποία τώρα είναι γεμάτη από κόπο, ασθένειες, φόβο— σε ζωή άφθαρτη και θεοειδή.




Η Μεταμόρφωση του Κυρίου αποτελεί στερεό θεμέλιο της ελπίδας για τη μεταμόρφωση όλης της ζωής μας —η οποία τώρα είναι γεμάτη από κόπο, ασθένειες, φόβο— σε ζωή άφθαρτη και θεοειδή. Εν τούτοις, η ανάβαση αυτή στο υψηλό όρος της Μεταμορφώσεως συνδέεται με μεγάλο αγώνα. Όχι σπάνια εμείς εξασθενούμε από την αρχή αυτού του αγώνα και απελπισία φαίνεται να κυριεύει την ψυχή. Σε τέτοιες ώρες μαρτυρικής παραμονής στα όρια μεταξύ του Απροσίτου Φωτός της Θεότητας που έλκει προς τον εαυτό Του και της απειλητικής αβύσσου του σκότους, να ενθυμούμαστε τα διδάγματα των Πατέρων μας, οι οποίοι διήνυσαν την οδό αυτή ακολουθώντας τον Χριστό, και «εζωσμένοι τας οσφύας ημών» να παίρνουμε δύναμη με την κραταιά ελπίδα σε Εκείνον, ο Οποίος με την παλάμη Του βαστάζει ακόπως όλη την κτίση. Να θυμόμαστε ότι στη ζωή μας πρέπει να επαναληφθεί κατά τον ίδιο τρόπο ο,τι έγινε στη ζωή του Υιού του Ανθρώπου, για να ελευθερωθούμε από κάθε φόβο και ολιγοψυχία. Η οδός είναι κοινή σε όλους μας κατά τον λόγο Αυτού του Χριστού: «Εγώ ειμι η οδός»• και γι’ αυτό είναι και μοναδική, διότι «ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα, ει μη δι’ Εμού».


Αν ο Κύριος «επειράσθη», και εμείς πρέπει να περάσουμε διά του πυρός των πειρασμών. Αν ο Κύριος καταδιώχθηκε, και εμείς επίσης θα διωχθούμε από τις ίδιες εκείνες δυνάμεις, οι οποίες δίωκαν τον Χριστό. Αν ο Κύριος έπαθε και σταυρώθηκε, και εμείς αναπόφευκτα οφείλουμε να πάσχουμε και να σταυρωνόμαστε έστω, ίσως, και πάνω σε αόρατους σταυρούς, εφόσον πράγματι Τόν ακολουθούμε στις οδούς της καρδίας μας. Αν ο Κύριος μεταμορφώθηκε, και εμείς θα μεταμορφωθούμε και ενώ ακόμη βρισκόμαστε πάνω στη γη, αν ομοιωθούμε προς Αυτόν στις εσωτερικές επιθυμίες μας. Αν ο Κύριος πέθανε και αναστήθηκε, τότε και όλοι όσοι πιστεύουν σε Αυτόν θα διέλθουν διά του θανάτου, θα τοποθετηθούν σε τάφους και έπειτα θα αναστηθούν όμοια προς Αυτόν, εφόσον πέθαναν όμοια προς Αυτόν….

Σας παρακαλώ, να μην ολιγοψυχήσουμε ακούοντας τα λόγια της διδασκαλίας αυτής, αλλά να λάβουμε θάρρος και να ανοίξουμε τις καρδιές μας για να δεχθούμε με απλότητα το Ευαγγέλιο του Χριστού. Ο Κύριος με το στόμα Του είπε: «Θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν. ις’ 33). Και εμείς, με τη δύναμη του Χριστού, θα κατορθώσουμε αναμφίβολα τη νίκη αυτή επί του κόσμου, ώστε μαζί με Αυτόν να μετάσχουμε στην αιώνια Βασιλεία των ουρανών.

Καθημερινά η πείρα της ανθρωπότητος μας αποδεικνύει σταθερά ότι οι «σοφοί και συνετοί» του αιώνος τούτου δεν μπορούν να ακολουθήσουν τον Χριστό ούτε στο Θαβώρ, ούτε στον Γολγοθά, ούτε στο όρος των Ελαιών.

Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ


Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/search?updated-max=2020-08-12T21:41:00-07:00&max-results=7#ixzz6Wn9Dlfsd

Γέροντας Πορφύριος:Θέλεις να δεις τον Ιησού Χριστό;




Θέλεις να δεις τον Ιησού Χριστό; «Έλα και δες», λέει ο απόστολός Του. Ο Κύριος υποσχέθηκε στους μαθητές Του ότι θα είναι μαζί τους παντοτινά «ως τη συντέλεια του κόσμου». Και, πραγματικά, είναι μαζί τους μέσα στο άγιο Ευαγγέλιο και στα Μυστήρια της Εκκλησίας.
Τον Χριστό δεν Τον βλέπουν όσοι δεν πιστεύουν στο Ευαγγέλιο. Αυτοί δεν Τον βλέπουν, γιατί είναι τυφλωμένοι από την απιστία.
Θέλεις ν' ακούσεις τον Χριστό; Σου μιλάει με το Ευαγγέλιο. Μην περιφρονείς τη σωτήρια φωνή Του. Φύγε μακριά από την αμαρτωλή ζωή και άκου με προσοχή τη διδασκαλία Του, που είναι η αιώνια ζωή.

Θέλεις να σου φανερωθεί ο Χριστός; Ο Ίδιος σε διδάσκει πως θα το πετύχεις: «Όποιος κρατά τις εντολές μου και τις εκτελεί, αυτός με αγαπά  κι αυτός που με αγαπά, θα αγαπηθεί από τον Πατέρα μου, κι εγώ θα τον αγαπήσω και θα του φανερώσω τον εαυτό μου».

Φυλάξου από τη φαντασία σου, που μπορεί να σου δημιουργήσει την εντύπωση ότι βλέπεις τον Ιησού Χριστό, ότι Τον αγγίζεις, ότι Τον αγκαλιάζεις. Δεν πρόκειται παρά για μια ολέθρια αυταπάτη, ένα μάταιο παιχνίδι υπερηφάνειας, επάρσεως, αλαζονείας ή, όπως ονομάζεται από τους ασκητικούς συγγραφείς, οιήσεως.

Αν τηρείς τις εντολές του Κυρίου, με τρόπο θαυμαστό θα δεις τον Κύριο μέσα σου, όπως Τον έβλεπε ο απόστολος Παύλος και όπως ζητούσε να Τον βλέπουν και οι άλλοι χριστιανοί, θεωρώντας πως όσοι δεν το είχαν κατορθώσει, δεν είχαν φτάσει στην κατάσταση που έπρεπε ως χριστιανοί."

Η ΘΕΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ
πηγή:εδώ
κι εδώ
Αναρτήθηκε από π Παντελεήμων Kρούσκος στις 2:01:00 μ.μ.
Αντιδράσεις:


+ Αρχιμ. Ευσεβίου Βίττη- Θεωρείν τον Ιησούν




Η δυνατότητα του οράν, του βλέπειν, η θέαση των αντικειμένων γύρω μας και προ πάντων των συνανθρώπων μας, αποτελεί μια απ’ τις πιο μεγάλες και όμορφες δυνατότητες επικοινωνίας. Όταν το βλέμμα συναντά το βλέμμα, βρισκόμαστε στην πιο αποφασιστική στιγμή επικοινωνίας, εφ’ όσον φυσικά προϋπάρχουν και οι ψυχολογικές προϋποθέσεις που δίνουν στο βλέμμα το ιδιαίτερο βάθος και τη δυνατότητα διεισδύσεως. Το ένα βλέμμα βυθίζεται μέσα στο άλλο με τρόπο ανεξήγητο, μυστικό. Ο καθένας γίνεται υποκείμενο και αντικείμενο θεωρίας ταυτόχρονα, θεωρός και θεωρούμενος. Το βλέμμα προχωρεί βαθειά μέσα απ’ τη ζωντανή θυρίδα των ματιών. Όλη η ψυχή γίνεται ματιά και εισδύει στην άλλη ματιά όλη δι’ όλης. Οσοσδήποτε λόγος κι αν γίνει για την αξία και τον τρόπο λειτουργίας του βλέμματος δεν θα μπορέσει να παραστήσει σ’ όλο της το βάθος και την έκταση τη σημασία της ενέργειας «του θεωρείν».

Η θέαση, «το θεωρείν», έπαιξε πρωταρχική σημασία στη σχέση με τον Ιησού. Ο Ιησούς υπήρξε αντικείμενο θέας των πρώτων μαθητών του. Τον είδαν, τον θεώρησαν. Και μετά τον γνώρισαν και προχώρησαν στη βαθύτερη και μυστικότερη θεωρία του. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης είναι πολύ σαφής; «Ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών…ό εωράκαμεν και ακηκόαμεν, απαγγέλλομεν υμίν…» (Α’ Ιωάν. α’ 1-3). Η θέαση αυτή του Ιησού σαν ανθρώπου και αισθητά ψηλαφητού ήταν αναγκαία, γιατί χωρίς αυτήν θα ήταν δυνατόν να ξεφύγει η θεωρία του Ιησού απ’ το συγκεκριμένο και το ορισμένο στο αόριστο και απροσδιόριστο, ή καλύτερα σ’ ένα θολό και σκοτεινό μυστικισμό, όπου χάνονται τα όρια ανάμεσα στο αληθινό και στο πλασματικό. Γι’ αυτό και ο ευαγγελιστής επιμένει: «Και ημείς τεθεάμεθα και μαρτυρούμεν…»(Α’ Ιωάν. δ’ 14). Είναι όμως φανερό πως η θέαση του Ιησού δεν ήταν, δεν μπορούσε να είναι μια απλή λειτουργία της οράσεως. «Ο Λόγος σαρξ εγένετο και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός» (Ιωάν. α’, 14). Ο Λόγος του Θεού έγινε σαρξ, χωρίς να παύσει όμως να είναι ό,τι ήταν. Κάθε τι που γίνεται κάτι άλλο αποκτώντας τις ιδιότητες εκείνου του άλλου, παύει να είναι ό,τι ήταν προηγουμένως. Είναι κάτι καινούργιο πια.
Ο οίνος που έγινε το νερό στις υδρίες του θαύματος στην Κανά δεν είχε πια τίποτε το κοινό μ’ αυτό που ήταν. Μονάχα ο Λόγος μπορούσε να είναι ταυτόχρονα και Λόγος και «σαρξ» ξεπερνώντας της φύσεως τους όρους. Το φυσιολογικό βλέμμα έδειχνε τον Ιησού. Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό να δώσει πληροφορίες ικανοποιητικές γι’ αυτόν. Χρειαζόταν και άλλου είδους βλέμμα, για να δει και τον Λόγο που κρυβόταν πίσω από την «σάρκα». Χρειαζόταν μια ειδική δυνατότητα θεωρίας και θεάσεως της δόξας του, της μοναδικής του δόξας σαν Υιού Μονογενούς. Ποιά είναι η ειδική αυτή ματιά, ή καλύτερα, σε τί πρέπει να μεταμορφωθεί η ματιά, για να θεωρήσει τον Ιησούν αληθινά και σωστά; Μας το λέει ο ίδιος: «Τούτο εστί το θέλημα του πέμψαντός με, ίνα πας ο θεωρών τον υιόν και πιστεύων εις αυτόν έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. στ’ 40). Το «θεωρείν» εδώ γίνεται ταυτόσημο με το «πιστεύειν». Παύει δηλαδή το βλέμμα να αποτελεί μια καθαρή ενέργεια της αισθήσεως μόνο. Το βλέμμα γίνεται πίστη. Το θεωρείν έχει λόγον υπάρξεως τότε μόνον, όταν γίνεται όχημα πίστεως. Αλλιώς μένει μια απλή φυσιολογική ενέργεια χωρίς βάθος και ιδιαίτερη σημασία. «Εωράκατέ με και ου πιστεύετε» (Ιωάν. στ’ 36). Είναι μια διαπίστωση και ένα παράπονο του Ιησού, γι’ αυτούς που έμεναν στο πεδίο της φυσιολογίας μόνον. Αλλά το «θεωρείν» αυτό γίνεται αφορμή καταδίκης. Γιατί ενέχει μέσα του το στοιχείο της κρίσεως. «Εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον ήλθον, ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσι και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται» (Ιωάν. θ’ 39) και «ει τυφλοί ήτε, ουκ αν είχετε αμαρτίαν, νυν δε λέγετε ότι βλέπομεν· η ουν αμαρτία υμών μένει» (αυτ. στίχ. 41). Ο άνθρωπος καταδικάζεται στην περίπτωση αυτή από τον ίδιο τον εαυτό του να μένει στο χώρο του γήινου και του εγκόσμιου χωρίς να αξιώνεται να γίνει θεωρός των επέκεινα.
Ο Ιησούς όμως δεν είναι τώρα και σωματικά παρών στον κόσμο. Παύει άραγε η δυνατότητα του θεωρείν τον Ιησούν; Τώρα έχουμε αντιστροφή του άξονα θεωρείν-πιστεύειν. Γίνεται πιστεύειν-θεωρείν. Με την πίστη καθαρίζει το βλέμμα και προχωρεί στην άμεση εσωτερική θεωρία του Ιησού, καθαρίζει το βλέμμα της ψυχής. Καθαρίζει το «διορατικόν», ο νους, που αποτελεί το μάτι της ψυχής. Σ’ αυτό ενεργεί και ένας άλλος παράγων που θα τον δούμε πιο κάτω. Τώρα δημιουργούνται, μπορούμε να το πούμε χωρίς δυσκολία, όροι και προϋποθέσεις καλύτερες «του ιδείν τον Ιησούν», πολύ καλύτερες από εκείνες που είχαν οι άνθρωποι τότε που ο Ιησούς ήταν και σωματικά στη γη. «Έως πότε την ψυχήν ημών αίρεις;» (Ιωάν. Γ 18), Η αμφιβολία και ο δισταγμός βασάνιζαν τις καρδιές των ακροατών του και τότε, εφ’ όσον το βλέμμα τους έμενε μόνο στον ραββί. Τον έβλεπαν, τον άκουγαν, τον ψηλαφούσαν, και όμως έβλεπαν χωρίς να βλέπουν και άκουγαν χωρίς να καταλαβαίνουν. «Τυφλοί τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματα». Δεν λειτουργούσε η εσωτερική αίσθηση, και η εσωτερική ματιά. Γιατί; Κι’ αν υποθέσουμε πως υπήρχε καλή διάθεση, όμως «ούπω ην Πνεύμα Άγιον, ότι ο Ιησούς ουδέπω εδοξάσθη» (Ιωάν. ζ’ 39). Έτσι ερχόμαστε στον παράγοντα που παίζει τον πιο αποφασιστικό ρόλο στο ζήτημά μας.
Η θεωρία του Ιησού δεν είναι ζήτημα εξυπνάδας, οξύνοιας, οξυδέρκειας ή άλλων ψυχικών και πνευματικών δεξιοτήτων. Δεν είναι προνόμιο μερικών ψυχών που ρέπουν στη μυστική και εσωτερική ζωή, που εύκολα βυθίζονται σε ενοράσεις και χάνονται σε κόσμους ανεξέλεγκτους και αυθαίρετης υποκειμενικότητας. Ο Ιησούς χάνεται από το αισθητό οπτικό πεδίο, «μικρόν και ου θεωρείτε με», αλλά ακριβώς αυτή η απομάκρυνση του θα γίνει αφορμή να τον ξαναδούν οι μαθηταί του και τότε και τώρα καθαρότερα: «Πάλιν μικρόν και όψεσθέ με, ότι εγώ υπάγω προς τον Πατέρα μου» (Ιωάν. ιστ’ 16). Οδηγός στη θέα αυτήν είναι ο Παράκλητος. Εκείνος είναι ο οδηγός «εις πάσαν την αλήθειαν». Εκείνος θα διδάξει και θα αποκαλύψει την αλήθεια και για τον Ιησού. Εκείνος θα τον δοξάσει (αύτ., στ. 14). Θα μιλήσει γι’ αυτόν και θα τον φανερώσει στις καρδιές των ανθρώπων. Ο Ιησούς έρχεται και πάλι στην Εκκλησία του διά του Παρακλήτου. «Έτι μικρόν και ο κόσμος με ουκέτι θεωρεί, υμείς δε θεωρείτε με…εν εκείνη τη ημέρα (όταν δηλ. θα έλθει ο Παράκλητος) γνώσεσθε υμείς ότι εγώ εν τω Πατρί μου και υμείς εν εμοί καγώ εν υμίν». Ο Παράκλητος μιλάει στις καρδιές και φυτεύει την πίστη. «Ότι και εώρακάς με, Θωμά, πεπίστευκας· μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιωάν. κ’ 29). Από τώρα δεν θα είναι αναγκαία η αισθητή ψηλάφηση. Τώρα πια είναι κατατεθειμένη η μαρτυρία για τον Ιησού και το Πνεύμα θα φανερώνει το βαθύτερο και μυστικότερο νόημά της.
Το Πνεύμα υπάρχει μέσα στην Εκκλησία. Το ανήκειν στην Έκκλησίαν, το είναι μέλος της Εκκλησίας, που αποτελεί το μυστικό σώμα του Χριστού, αποτελεί το εχέγγυο της μετοχής στο Πνεύμα και της χορηγήσεως από αυτό της δωρεάς «του ιδείν τον Ιησούν». Έξω από την Έκκλησία ανήκει κανείς στον κόσμο και «ου δύναται λαβείν» (Ιωάν. ιδ’ 17) το Πνεύμα. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να δει τον Ιησού. Όλες οι προσπάθειες για την απομύθευση του Ευαγγελίου και την ανατομία της υπό το φως της γνώσεως του κόσμου αυτού και με κριτήριο τις ανθρώπινες δυνατότητες κατανοήσεως δεν κατέληξε παρά στην εξαφάνιση του Ιησού. Καθόλου παράξενο γιατί μετά τόση συζήτηση γίνεται λόγος «περί τίνος Ιησού τεθνηκότος», ον φάσιν οι πιστοί ζην (Πρ. κε’ 19). Το ανθρώπινο πνεύμα, αδύναμο καθώς είναι, είναι ανίκανο να ξεπεράσει τους φυσικούς όρους, που το διέπουν και το κρατούν δέσμιο του παρόντος, και να κατανοήσει και ακόμη πιό πολύ, να θεωρήσει τον Ιησού. Μέσα όμως στην Εκκλησία εμφανίζεται ο Ιησούς. Μέσα στην Εκκλησία ο Παράκλητος μάς οδηγεί στη θεωρία του Ιησού. Μας αποκαλύπτει τον Ιησού.
Η Εκκλησία στηριζόμενη στο θεμέλιο των αποστόλων (Εφεσ. β’ 20) που κατέθεσαν με το αίμα τους τη μαρτυρία για τον Ιησού και στην χειραγωγία του Πνεύματος που την εμψυχώνει και την οδηγεί στην εσωτερική γνώση του Ιησού, κινείται ανάμεσα στις δύο παρουσίες του Ιησού μέσα στην ιστορία. Και ζει με την μυστική θεωρία του και την αναμονή του, έως ότου τον δει «πρόσωπον προς πρόσωπον» (Α’ Κορ. ιγ’ 12). Τη θεωρία αυτή του Ιησού την ζει κάθε αληθινά πιστός με ένα τρόπο πολύ προσωπικό, αλλά πραγματικό και αληθινό. Έτσι εξηγείται η σύμπτωση της μυστικής εμπειρίας των μεγάλων αγίων που την καταθέτουν στο κοινό θησαυροφυλάκιο της Εκκλησίας μας.
Μιλάμε για τη θεωρία του Ιησού. Η έννοια αυτή, ή καλύτερα, η πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από την έννοια αυτή, δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί, όπως και κάθε συναφής πραγματικότητα που αναφέρεται στην ουράνια και υπερβατική πραγματικότητα. Γι’ αυτό και είναι αδύνατον να εκφρασθεί με λέξεις, που αδυνατούν ακόμα και την περιγραπτή και απλή πραγματικότητα να περιγράψουν. Αυτές τις πραγματικότητες «ουκ εξόν λαλήσαι» στην ανθρώπινη γλώσσα (Β’ Κορ. ιβ’ 4). Και γι’ αυτό το λόγο τον έχει η άμεση εσωτερική βίωση και η φανέρωση του Πνεύματος. Εκείνο που μπορεί μονάχα να λεχθεί είναι τούτο: Το θεωρείν τον Ιησού δεν είναι λέξεις χωρίς αντίκρυσμα. Είναι μια απρόσιτη πραγματικότητα που την γεύονται όσοι είναι όλο φωτιά και θείο έρωτα. Ώρες-ώρες εκφράζεται και με δάκρυα και με εσωτερικό κατακλυσμό χαράς και ανείπωτης ευτυχίας, με συναισθηματική ευφορία και πνευματική ανάταση και άρρητο γλυκασμό που είναι μια ισχυρή πρόγευση του Ιησού και μια ανείπωτη παρηγοριά του πιστού που για τον Ιησού πονά, θλίβεται και πάσχει στον κόσμο αυτό και μαρτυρεί ακόμα και για χάρη του. Αυτά όμως δεν συμβαίνουν πάντοτε. Δεν είναι ο κανόνας. Κανόνας είναι η πίστη. Κανόνας είναι η «εν εσόπτρω και εν αινίγματι» (Α’ Κορ. ιγ’ 12) θέαση του Ιησού. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που η ψυχή στον αγώνα της και την πάλη της να σταθεί πιστή και αφοσιωμένη στον ποθητό της νυμφίο περνάει ώρες σκληρής αμφιβολίας και δέρνεται μέσα στη συννεφιά και την φουρτούνα της αβεβαιότητος. Αλλά στην κρίσιμη στιγμή φτάνει μια μικρή ανακίνηση του πυκνού παραπετάσματος από την πνοή του Πνεύματος για να αφήσει να διαφανεί η πραγματική πραγματικότης. Να διαφανεί ο Ιησούς…
Μερικοί συγκεκριμένοι «τρόποι» θεωρίας του Ιησού μέσα στην Εκκλησία:
1) Το Μυστήριο της θ. Ευχαριστίας. Στο μυστήριο υπάρχει ο Ιησούς. Στο Μυστήριο συνεχίζεται η ένσαρκος οικονομία του με το ίδιο και πιό πολύ τονισμένο το στοιχείο της ταπεινώσεως του Ιησού. Στην παράδοση της ορθόδοξης ευσέβειας αναφέρονται περιπτώσεις αγίων ανθρώπων που «εθεώρουν» τον Ιησού κρυμμένο πίσω από τον άρτο και τον οίνο. Εμείς οι κοινοί πιστοί δεν τον θεωρούμε με τον τρόπο αυτό. Τον βλέπουμε μόνο με τα μάτια της πίστεως. Πιστεύουμε πως είναι «ουσιωδώς παρών» στη Θ. Ευχαριστία. Τον αγκαλιάζουμε μυστικά. Τον δεχόμαστε στην καρδιά μας.
Ω, σπάνιες στιγμές πνευματικής ευφροσύνης! Νοιώθει κανείς πως τότε βρίσκεται στην προβαθμίδα του «θεωρείν την δόξαν του Ιησού, ην δέδωκεν αυτώ ο Πατήρ» (Ιωάν. ιζ’ 24). Μέσα στο Μυστήριο λοιπόν μπορούμε να «αφορώμεν εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν» (Εβρ. ιβ’ 2) με απόλυτη βεβαιότητα, με την ίδια βεβαιότητα που μπορούσε να έχει ο Πρωτομάρτυρας, όταν έλεγε: «Θεωρώ τον ουρανόν ανεωγότα και τον Υιόν του ανθρώπου εκ δεξιών του Θεού εστώτα» (Πρ. ζ’ 56).
2) Οι αδελφοί. Κάθε αδελφός είναι το αντίτυπο του Ιησού. Πίσω από τον κάθε αδελφό κρύβεται ο Ιησούς. Αυτό αποτελεί πρώιμη συνείδηση της Εκκλησίας όπως βλέπουμε στη συνοπτική παράδοση: (Ματθ. κε’ 31-46). Θεωρείν τον Ιησού σημαίνει στην πρακτική κοινωνική ζωή θεωρείν τον Ιησού στα πρόσωπα των ελαχίστων αδελφών του. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης έχει δύο εκφράσεις που μιλούν για το ζήτημα αυτό; «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με, έχει ζωήν αιώνιον και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν (Ιωάν. ε’ 24). Και: «Ημείς οίδαμεν, ότι μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν, ότι αγαπώμεν τους αδελφούς· ο μη αγαπών τον αδελφόν μένει εν τω θανάτω» (Α’ Ιωάν. γ’ 14). Τόσο η πίστη εν Χριστώ Ιησού, όσο και η αγάπη προς τους αδελφούς είναι μετάβαση προς την ζωή. Εφ’ όσον όμως ο Ιησούς είναι η ζωή, η αγάπη και η πίστη συγκλίνουν στο ίδιο σημείο: στον Ιησού. Δεν μπορεί κανείς να αναχθεί στη θέα του Ιησού χωρίς τα δύο αυτά φτερά.
3) Η γενικότερη συνεπής εφαρμογή της εντολής του Ιησού. Η σύγκρουση με την πραγματικότητά μας, την καθόλου ειδυλλιακή αμαρτωλή πραγματικότητά μας με τις ασκήμιες της και τις τρικλοποδιές που μας βάζει στην προσπάθειά μας να φανούμε συνεπείς, μας βγάζει από τις αυταπάτες και τις φαντασιοπληξίες, αλλά και μας στερεώνει περισσότερο στην επιθυμία του «ιδείν τον Ιησούν». Θέλεις να δεις τον Ιησού; Αγάπησέ τον θερμά, όσο γίνεται πιο θερμά, πιο δυνατά, πιο παράφορα. Θέλεις να δοκιμάσεις γνησιότητα της αγάπης σου προς τον Ιησού; Τήρησε τις εντολές του, όσο κι αν είναι δύσκολη η εφαρμογή τους. «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος έστιν ο αγαπών με· ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αύτω εμαυτόν» (Ιωάν. ιδ’ 21). Αυτός είναι ο δρόμος που οδηγεί στην θέα του Ιησού. Είναι ο ομαλός και ασφαλής δρόμος, στον οποίο πατούμε με το ένα πόδι, η πραγματικότητα στην οποία ζούμε, δηλ., ενώ με το άλλο πατούμε στην άλλη πραγματικότητα, την μυστική, της οποίας είμαστε δυνάμει μέτοχοι. Τηρώντας κανείς την εντολή του Ιησού φεύγει απ’ την πραγματικότητα του κόσμου και μπαίνει στην ιερή περιοχή της νοσταλγίας του και των μυστικών πόθων του. Η τήρηση των εντολών είναι μια προσπάθεια να αρθεί η αυλαία του κόσμου και της αμαρτίας που παρεμβάλλονται ανάμεσα σε μας και στον Ιησού. Η τήρηση των εντολών είναι η προχώρηση για να συναντήσουμε τον Ιησού, που έρχεται για να «εμφανίση εαυτόν» και «να θεωρώμεν την δόξαν αυτού».
Είναι τόση η ευτυχία και η μακαριότητα της ψυχής που «είδε»,έστω και αμυδρά τον Ιησούν, ώστε δεν μπορεί να μένει μόνη στη θέα αυτή, θέλει και άλλες ψυχές να γευτούν την ίδια πραγματικότητα. Η μακαριότητα της συν-θέας, της συν-θεωρήσεως γίνεται αυτόματα πιο μεγάλη, πιο βαθειά. Γι’ αυτό και όσοι είδαν τον Ιησούν δεν παρέμειναν σε μια αδράνεια, αλλά σκορπίστηκαν στον τετραπέρατο κόσμο και διεκήρυξαν: «ό ην απ’ αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφισαν, περί του λόγου της ζωής —και η ζωή εφανερώθη και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον, ήτις ην προς τον πατέρα και εφανερώθη ημίν— ό εωράκαμεν και ακηκόαμεν, απαγγέλλομεν υμίν, ίνα και ημείς κοινωνίαν έχητε μεθ’ ημών και η κοινωνία δε η ημετέρα μετά του πατρός και του υιού αυτού Ιησού Χριστού» (Α’ Ιωάν. α’ 1-3). Είναι φανερός ο σύνδεσμος θέας και μαρτυρίας. Θεάσεως και απαγγελίας, και ευαγγελισμού και συν-κοινωνίας και άλλων στο άρρητο αυτό θέαμα. Αυτό είναι το μυστικό και η βιωματική αφετηρία κάθε ιεραποστολικής προσφοράς και προοπτικής. Τίποτε άλλο. Τα άλλα όλα είναι δευτερεύοντα συμπληρώματα. Η πηγή της ιεραποστολικής θέρμης και δράσεως είναι το γεγονός ότι ο ιεραπόστολος «είδε» και θεάται εξακολουθητικά τον Ιησούν. Και γίνεται η βίωσή του αυτή φωνή. Και γίνεται όλη φωτιά. Και συνεχίζει με εσωτερική βεβαιότητα το έργο εκείνων που πρώτοι είδαν τον Ιησού. Τον ανακάλυψαν εκείνοι και μας είπαν τι ήταν αυτό που βρήκαν. Τον γευτήκαμε και εμείς ελάχιστα και βλέπουμε ότι είχαν τόσο δίκαιο στις διακηρύξεις τους. Αυτή η ελάχιστη εμπειρία μας πρέπει να γίνει πιο μεγάλη και πιο βαθειά. Να ανάβει τη λαχτάρα να θεαθούμε πιο πολύ τον Ιησού. Να τον θεαθούμε όσο γίνεται και στη γη τούτη, αλλά να τον θεώμεθα και στον ουρανό όπου «πάντοτε συν Κυρίω εσόμεθα» (Α’ Θεσ. δ΄17) «θεωρούντες την δόξαν» του (Ιωάν. ιζ’ 24) προχωρώντας εκ μακαριότητος εις μακαριότητα…

πεμπτουσία
Αναρτήθηκε από π Παντελεήμων Kρούσκος στις 5:52:00 μ.μ.


Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2012/04/blog-post_24.html#ixzz6Wn828FAd

«Τώρα πεινάνε κι όσοι εργάζονται»




«Αυτοί που βρίσκονται ψηλά
Θεωρούνε ταπεινό
Να μιλάς για το φαΐ.
Ο λόγος; Εχουνε κι όλας φάει

*

Οι ταπεινοί αφήνουνε τον κόσμο
Χωρίς να 'χουνε δοκιμάσει κρέας της προκοπής
*
Πώς ν' αναρωτηθούν πούθε έρχονται
Και πού πηγαίνουν

Είναι τα όμορφα δειλινά τόσο αποκαμωμένοι
Το βουνό και την πλατειά τη θάλασσα
Δεν τα 'χουν ακόμα δει
Οταν σημαίνει η ώρα τους

*
Αν δεν νοιαστούν οι ταπεινοί
Γι' αυτό που είναι ταπεινό
Ποτέ δεν θα υψωθούν
*
Το ημερολόγιο
Δεν δείχνει ακόμα την ημέρα
Ολοι οι μήνες, όλες οι ημέρες
Είναι ανοιχτές
Κάποια απ' αυτές θα σφραγιστεί
Μ' έναν σταυρό

*
Οι εργάτες φωνάζουν για ψωμί
Οι έμποροι φωνάζουν γι' αγορές
Οι άνεργοι πεινούσαν
Τώρα πεινάνε κι όσοι εργάζονται

*
Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ' το τραπέζι
Κηρύχνουν τη λιτότητα
Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσίματα
Ζητάνε θυσίες

Οι χορτάτοι μιλάνε στους πεινασμένους
Για τις μεγάλες εποχές που θα 'ρθουν
Αυτοί που τη χώρα σέρνουνε στην άβυσσο
Λεν πως η τέχνη να κυβερνάς το λαό
Είναι πολύ δύσκολη για τους ανθρώπους του λαού»

*
(Από το «Γερμανικό Εγχειρίδιο Πολέμου» - Μπ. Μπρεχτ)


Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2012/04/blog-post_2129.html#ixzz6Wn7Ng1lI

Η ταπεινότητα του Χριστού κατοικεί στους ελάχιστους που ευχαριστούνται να είναι οι ελάχιστοι των ανθρώπων




Ο Κύριος είπε: «όστις υψώσει εαυτόν ταπεινωθήσεται και όστις ταπεινώσει εαυτόν υψωθήσεται» (Ματθ. 23,12)

Στη χριστοειδή αγάπη δεν υπάρχει ψεύτικη ταπείνωση ούτε σύμπλεγμα κατωτερότητας. Είναι άγια, τέλεια.

Η Βασιλεία ανήκει σ’ αυτήν. Είναι καθαρό φως, στο οποίο δεν υπάρχει σκοτάδι. Αγκαλιάζει όλη τη δημιουργία με χαρά για τη σωτηρία της. Λυπάται για την πτώση κάποιου.

Η παρουσία της χριστοειδούς ταπεινώσεως στις καρδιές μας σηκώνει το πνεύμα στη σφαίρα του ακτίστου Φωτός, όπου δεν υπάρχει θάνατος.

Το αισθανόμαστε καθώς ο Θεός ζει μέσα μας. Οι Γραφές διακηρύττουν ότι ο Θεός είναι αγάπη. Μπορούμε να πούμε ότι ο Θεός είναι ταπείνωση.

Χωρίς την ταπείνωση του Χριστού δεν καθαρίζεται ο νους και δεν αναπαύεται ποτέ η ψυχή εν τω Θεώ, αλλά ταράζεται πάντοτε από διάφορους λογισμούς, που παρεμποδίζουν τη θεωρία του Θεού.

Ω, η κατά Χριστόν ταπείνωση! Όποιος σε δοκίμασε, ορμά προς τον Θεό ακόρεστα ημέρα και νύχτα.

Αυτός είναι ο παράδεισος του Κυρίου. Όλοι θα ζουν με αγάπη και η χριστοειδής ταπείνωσή τους θα κάνει κάθε άνθρωπο ευτυχισμένο, βλέποντας τους άλλους σε μεγαλύτερη δόξα. Η ταπεινότητα του Χριστού κατοικεί στους ελάχιστους που ευχαριστούνται να είναι οι ελάχιστοι των ανθρώπων.

Η ευχή του Ιησού θα μας οδηγήσει ν’ ανακαλύψουμε ότι κάθε ανθρώπινη ύπαρξη είναι μοναδική, για την οποία ο Χριστός σταυρώθηκε.

«Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, ελέησον ημάς». Όταν λέμε την προσευχή αυτή, συνάπτουμε με τον Χριστό μια προσωπική σχέση, που ξεπερνά τη λογική. Η ζωή του Χριστού εισχωρεί σιγά-σιγά μέσα μας.

Στις ημέρες μας η “αποκτήνωση” του κόσμου έλαβε φοβερές διαστάσεις. Η έκπτωση από την αυθεντική χριστιανική πίστη έχει γίνει καθολικό φαινόμενο. Η λέξη που χαρακτηρίζει τον αιώνα μας είναι η «αποστασία»….Όσο όμως οι άνθρωποι παραμένουν όμοιοι με τα άγρια θηρία, δεν πρέπει να αναμένουμε ειρήνη επάνω στη γη. Είναι μάταιες όλες οι προσπάθειες με τις οδούς της διπλωματίας και με άλλα παρόμοια μέσα για την αποτροπή της συμφοράς του πολέμου.

Είναι πρωτίστως απαραίτητη η πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου, απαραίτητη η “ανθρωποποίηση” του θηριώδους αυτού κόσμου.

Γνωρίζουμε μόνο ότι ο Χριστός αναστήθηκε και εν Αυτώ όλοι εμείς θα αναστηθούμε.

π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ
Αναδημοσίευση από: Ι. Ν. Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης

Μη μας φοβίζει η ταπείνωση!


Βλέπουμε τους πολιτικούς μας να διεκδικούν θέσεις και καρέκλες, να ερίζουν για το ποιος έχει περισσότερα προσόντα και είναι ο πιο άξιος και ο πιο κατάλληλος να σώσει τον τόπο! Στον εργασιακό χώρο συναντάμε συναδέλφους που είναι έτοιμοι να ‘ πατήσουν επί πτωμάτων’ προκειμένου να ανέλθουν στην ιεραρχία καθώς μόνο αυτοί το δικαιούνται! Στην οικογένεια ο μεγάλος αδερφός δεν είναι καθόλου διατεθειμένος να πάψει να είναι το επίκεντρο τώρα που γεννήθηκε ο αδερφούλης του! Αλλά και πόσες φιλίες χάλασαν εξαιτίας ενός υφέρποντος ανταγωνισμού! Όσο για τις σχέσεις των ζευγαριών ο εγωισμός τις οδηγεί σε αργό και βασανιστικό θάνατο!
Η υπερηφάνεια λένε οι Πατέρες είναι η ρίζα όλων των κακών! Όταν οι μαθητές του Χριστού αναρωτιόντουσαν ποιος είναι ο μεγαλύτερος και πιο διακεκριμένος από Εκείνον τους απάντησε πως αν κανείς θέλει να είναι πρώτος κατά την τιμή, οφείλει με την ταπείνωση του απέναντι στους άλλους να γίνει τελευταίος από όλους και υπηρέτης τους μέσω της άσκησης της αγάπης! [ Μάρκος θ,35] Αλλά και στην παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου [ Λουκάς ιη’,14] ο Κύριος αυτό πάλι μας επισημαίνει! ‘ Ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται, δηλαδή ‘ Αυτός που υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί ενώ αυτός που ταπεινώνεται θα υψωθεί! Οι ταπεινές ψυχές υψώνονται στον ουρανό ενώ οι υπερήφανες κατρακυλούν στον άδη!
Ο Χριστός πρώτος μας δίδαξε την ταπείνωση όταν άφησε τη θεϊκή του Δόξα, ενανθρώπισε, έπαθε και σταυρώθηκε για μας! Αλλά και λίγο πριν παραδοθεί στους σταυρωτές Του έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του ακριβώς για να τους δώσει το παράδειγμα ότι κι αυτοί πρέπει να κάνουν το ίδιο και μεταξύ τους! Δηλαδή κι εμείς που θέλουμε να είμαστε αληθινοί χριστιανοί έτσι πρέπει να ενεργούμε… απλά και ταπεινά με τους συνανθρώπους μας! Και ποια δόξα τελικά έχει σημασία; Των ανθρώπων ή του Θεού; Αν είμαστε λοιπόν φιλόδοξοι ας μετουσιώσουμε την αγάπη μας για τη δόξα των ανθρώπων σε αγάπη για τη δόξα του Θεού για να απαλλαγούμε από τα πάθη της υπερηφάνειας, της αλαζονείας και του εγωισμού που ταλαιπωρούν την ψυχή μας και δυσκολεύουν τη ζωή τη δική μας και των γύρω μας και ας ζητάμε από το Θεό να μας δίνει πνεύμα σωφροσύνης και ταπεινοφροσύνης ! Μόνο έτσι θα κάνουμε ειρήνη με το Θεό, με τον εαυτό μας και τους γύρω μας!
Το να είμαστε λοιπόν υπηρέτες και όχι αφεντικά των ανθρώπων είναι τιμή και όχι ντροπή και να το επιζητούμε γιατί ο πρώτος διάκονος υπήρξε ο Χριστός μας! Και δεν είναι ο δούλος ανώτερος από τον Κύριο του! Και να μην ξεχνάμε ότι ο δρόμος για τη Βασιλεία των Ουρανών περνάει μέσα από το Χριστό που είναι η Άκρα Ταπείνωση! Μη θέλουμε λοιπόν επίγεια πρωτεία και αξιώματα και πρωτοκαθεδρίες που είναι εφήμερα αλλά την άλλη Δόξα να ζητάμε, την Ουράνια που θα μας διασφαλίσει την Αιώνια και Αληθινή Ζωή!(Α.Κ.Β.)

Η υπερηφάνεια είναι πράγματι, αρετή; Η ταπεινότητα είναι όντως ένδειξη αδυναμίας;



Ποια είναι η στάση του Θεού σε αυτό το ζήτημα;

Η λέξη «υπερηφάνεια» προέρχεται από την λέξη «υπερφανής» (υπέρ αφανής). Αυτός δηλαδή που φαίνεται πάνω από όλους τους υπόλοιπους, από το ρήμα «υπερφαίνομαι» του οποίου αποτελεί την ιδιότητα. Είναι εύκολα κατανοητό πως εκείνος που δημιούργησε αυτή τη λέξη, ήθελε προφανώς να τονίσει την υπερβολή της προβολής.

Στην καθημερινότητα μας, η υπερηφάνεια θεωρείται αρετή, ενώ η έλλειψή της, χαρακτηρίζει το άτομο ως αναξιοπρεπές και επίσης θεωρείται ως ένδειξη αδυναμίας. Είναι όμως έτσι πραγματικά; Για τον υλικό κόσμο ίσως. Για τον πνευματικό κόσμο όμως τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Έχει λεχθεί πολύ σωστά πως η υπερηφάνεια είναι ίσως η μεγαλύτερη πνευματική ασθένεια. Είναι στη κυριολεξία το άλφα και το ωμέγα της αυτοκαταστροφής ενός ανθρώπου.

Η υπερηφάνεια για παράδειγμα ήταν η αιτία που ο Εωσφόρος έπεσε. Η πτώση του ήταν αποτέλεσμα της υπερηφάνειάς του, «Θα ανέβω στον ουρανό, θα υψώσω τον θρόνο μου πιο πάνω από τα αστέρια τού Θεού· και θα καθίσω επάνω στο βουνό της σύναξης, προς τα μέρη τού βορρά· θα ανέβω επάνω στα ύψη των σύννεφων· θα είμαι όμοιος με τον Ύψιστο» (Ησαΐας 14:13-14).

Η πνευματική διάσταση της υπερηφάνειας δεν αναγνωρίζεται από το κοσμικό σύστημα. Είναι γεγονός πως εκτός κάποιων εξαιρέσεων, ο άνθρωπος που είναι ταπεινός, πέφτει πολύ στα μάτια των άλλων και χαρακτηρίζεται συχνά ως αναξιοπρεπής, ηττοπαθής, απαισιόδοξος και ανθρωπάκι. Αντίθετα ο υπερήφανος αντιμετωπίζεται με σεβασμό, ως άξιο μέλος της κοινωνίας, ωστόσο σημασία γι αυτόν που πιστεύει στον Ιησού, έχει η πνευματική εκδοχή της υπερηφάνειας.

Ο Λόγος του Θεού κάνει πολλές αναφορές στην υπερηφάνεια και γίνεται οδηγός για τον άνθρωπο που πιστεύει. Σε πάρα πολλά σημεία των Γραφών βλέπουμε την αποστροφή Του Θεού στην υπερηφάνεια και την εκτίμηση Του για την ταπείνωση. Την ταπείνωση όχι όπως την εννοούμε εμείς λανθασμένα, αλλά όπως Εκείνος την εκλαμβάνει. Η στάση του Θεού λοιπόν έναντι της ανθρώπινης υπερηφάνειας είναι κάθετα αντίθετη και περιγράφεται από την αρχή της Αγίας Γραφής και συνεχώς, μέχρι το τέλος της.

Από πολύ νωρίς, (αναφορικά με την έκταση της Αγίας Γραφής) παρατηρούμε πως υπάρχουν σαφείς αναφορές κατά της υπερηφάνειας. Ο Θεός προειδοποιεί τον λαό Του: «Και θα συντρίψω την υπερηφάνεια της δύναμής σας· και θα κάνω τον ουρανό σας σαν σίδερο, και τη γη σας σαν χαλκό·» (Λευιτικό 46:19). Σε άλλο σημείο διαβάζουμε: «Όπου μπει υπερηφάνεια, μπαίνει και ντροπή· η σοφία, όμως, είναι με τους ταπεινούς» (Παροιμίες 11:2).

Ξεκάθαρο είναι και το απόσπασμα αυτό στο οποίο διαβάζουμε πως: «Η υπερηφάνεια προηγείται τού ολέθρου, και η υψηλοφροσύνη τού πνεύματος προηγείται της πτώσης» (Παροιμίες 16:18). Αυτός είναι ένας πραγματικός πνευματικός νόμος, θα μπορούσαμε να πούμε. Η Αγία Γραφή μας πληροφορεί πως όταν υπερηφανευόμαστε, αυτό που ακολουθεί είναι ο όλεθρος και η πτώση. Βαριές κουβέντες, θα πει κάποιος. Ίσως. Όμως αυτές οι λέξεις μας αφυπνίζουν και μας υπενθυμίζουν πως δεν πρέπει να είμαστε αλαζόνες, γιατί τελικά θα ντροπιαστούμε.

Όπως υπάρχουν φυσικοί νόμοι, έτσι υπάρχουν και πνευματικοί. Για παράδειγμα ξέρεις πως αν αφήσεις ένα ποτήρι από το χέρι σου, λόγω της βαρύτητας θα πέσει κάτω. Δεν γίνεται διαφορετικά. Είναι ένας φυσικός νόμος αυτός. Έτσι και στη περίπτωσή μας, σχετικά με την υπερηφάνεια, η Αγία Γραφή μας πληροφορεί πως έπειτα ακολουθεί η πτώση. Βεβαίως ισχύει και το αντίθετο, καθώς έχει γραφτεί πως: «Η υπερηφάνεια του ανθρώπου θα τον ταπεινώσει· ενώ ο ταπεινόφρονας θα απολαύσει τιμή» (Παροιμίες 29:23).

Αξίζει πραγματικά να θυμηθούμε κι άλλες Γραφικές αναφορές σχετικά με το ζήτημα. Ο Ησαΐας προφητεύει, «Τα υπερήφανα μάτια τού ανθρώπου θα ταπεινωθούν, και η έπαρση των ανθρώπων θα υποκύψει· και ο Κύριος, μόνος, θα υψωθεί κατά την ημέρα εκείνη. Επειδή, η ημέρα τού Κυρίου των δυνάμεων θα έρθει επάνω σε κάθε αλαζόνα και υπερήφανο, κι επάνω σε κάθε υψωμένο· και θα ταπεινωθεί·» (Ησαΐας 2:11-12). Σε άλλο σημείο πάλι, «Ο Κύριος των δυνάμεων το αποφάσισε αυτό, για να καταντροπιάσει την υπερηφάνεια κάθε δόξας, για να εξευτελίσει κάθε ένδοξο της γης» (Ησαΐας 23:9).

Μπορούμε με ευκολία να πούμε πως ο Θεός είναι σαφέστατος αναφορικά με την υπερηφάνεια και οι σχετικές αναφορές της Βίβλου είναι πραγματικά καταιγιστικές. Ο Ιερεμίας επίσης προφητεύει, «Έτσι λέει ο Κύριος: Μ’ αυτό τον τρόπο θα φθείρω την υπερηφάνεια του Ιούδα, και τη μεγάλη υπερηφάνεια της Ιερουσαλήμ» (Ιερεμίας 13:9). Ενώ συγκλονιστικό είναι και το απόσπασμα από τις προφητείες του Αβδιού, που ταιριάζει απόλυτα στον άνθρωπο του σήμερα. Τον άνθρωπο που έχοντας κάνει μεγάλα βήματα επιστημονικής προόδου, έχοντας μάλιστα επεκταθεί και έξω από τον πλανήτη που ζει, έχει σχεδόν ξεχάσει πως είναι άνθρωπος και συχνά δεν αναγνωρίζει τον Δημιουργό του. Το απόσπασμα αυτό λοιπόν άνετα απευθύνεται σε ολόκληρη την ολοένα και πιο αλαζονική ανθρωπότητα, κατακεραυνώνοντας την έπαρσή της: «Η υπερηφάνεια της καρδιάς σου σε απάτησε, εσένα που κατοικείς στα κοιλώματα των γκρεμών, του οποίου η κατοικία είναι ψηλή, που στην καρδιά σου λες: Ποιος θα με κατεβάσει στη γη; Αν σταθείς μετέωρος σαν τον αετό, και αν βάλεις τη φωλιά σου ανάμεσα στα αστέρια, και από εκεί θα σε κατεβάσω, λέει ο Κύριος». Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της εναντίωσης του Θεού στην υπερηφάνεια. Οι αναφορές είναι πραγματικά πάρα πολλές και όλες στην ουσία λένε το ίδιο πράγμα. Ένα βροντερό όχι σε κάτι που εμείς θεωρούμε αρετή.

«Ο Θεός στους υπερήφανους αντιτάσσεται, στους ταπεινούς όμως δίνει χάρη» (Ιάκωβος 4:6). Αυτή είναι η αντίδραση Του Θεού στους υπερήφανους, μας λέει ο Ιάκωβος στην επιστολή του. Μα δεν αποτελεί αρετή για τον Θεό η υπερηφάνεια μας; Φυσικά και όχι. Ο Θεός μας ζητά το εντελώς αντίθετο. Να είμαστε ταπεινοί και απλοί σαν τα παιδιά. Υπάρχει κάποια εξαίρεση σε αυτό όμως; Υπάρχει μια και μοναδική. Ο Απόστολος Παύλος αφήνει ένα «παραθυράκι» σε αυτούς που καυχώνται. Δεν υπάρχει δεύτερο, ούτε τρίτο. Υπάρχει μοναχά ένα κι αυτό βλέπει… ψηλά.

Ο άνθρωπος δεν μπορεί να καυχάται για τίποτα, γιατί τίποτα δεν του ανήκει στη πραγματικότητα και τίποτα δεν μπορεί να πετύχει από μόνος του. Ακόμα και η ύπαρξή του η ίδια, οφείλεται στον δημιουργό Θεό που αν αποσύρει την εύνοια Του, ο άνθρωπος παύει να υφίσταται. Πριν αναφέρουμε τον ένα και μοναδικό λόγω για τον οποίο μπορούμε ως άνθρωποι να είμαστε υπερήφανοι, να θυμηθούμε τα λόγια Του Ιησού Χριστού που είπε πως, «Εγώ είμαι η άμπελος, εσείς τα κλήματα· εκείνος που μένει ενωμένος μαζί μου, και εγώ μαζί του, αυτός φέρνει πολύ καρπό· επειδή, χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε» (Ιωάννης 15:5).

Αφού λοιπόν χωρίς Εκείνον δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα, δεν υπάρχει και λόγος να φουσκώνουμε από υπερηφάνεια. Αυτό έρχεται να μας πει και ο απόστολος Παύλος. Αυτό είναι το «παραθυράκι» που αφήνει σχετικά με το ζήτημα, «ώστε, όπως είναι γραμμένο: «Εκείνος που καυχάται, στον Κύριο ας καυχάται» ( Ά Κορινθίους 1:31). Ο μοναδικός λόγος που μπορούμε να καυχηθούμε για κάτι, είναι Αυτός ο Θεός στον οποίο χρωστάμε και την ύπαρξη μας. Ο Ιησούς. Πιστεύεις σε Αυτόν; Μπορείς να είσαι υπερήφανος. Δε θα σε ντροπιάσει ποτέ.

Αντίθετα με τα όσα νομίζουμε λοιπόν ή πιστεύουμε, ο Ιησούς, σε όλη τη διάρκεια της δημόσιας δράσης Του, μίλησε ανοιχτά και έκανε σαφές το ότι ζητούμενο για Εκείνον, δεν είναι η υπερηφάνεια αλλά η ταπεινότητα. Μα να γίνω ταπεινός; Ανθρωπάκι; Θα πει κάποιος. Ας μη σκεφτόμαστε έτσι. Αυτή είναι μια καθαρά ανθρώπινη σκέψη, βασισμένη στον εγωισμό και την αλαζονεία μας. Ο Θεός σαφώς και σκέφτεται διαφορετικά, συνεπώς και τα όσα μας ζητά, φαντάζουν παράξενα στους περισσότερους ανθρώπους αν όχι σε όλους.

Εκεί που εμείς αναζητούμε δόξα και υπερηφάνεια, Εκείνος μας ζητά να ταπεινωθούμε και να Του μοιάσουμε στην πραότητα. Μας καλεί να μάθουμε από Εκείνον. Γιατί να μάθουμε; Απλά για να ξέρουμε; Όχι φυσικά. Θέλει να τον μιμηθούμε, στο βαθμό που μπορούμε τουλάχιστον, «Σηκώστε επάνω σας τον ζυγό μου, και μάθετε από μένα· επειδή, είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά· και θα βρείτε ανάπαυση μέσα στις ψυχές σας» (Ματθαίος 11:29).

Αν θα μπορούσε κάποιος να είναι υπερήφανος, αυτός σίγουρα θα μπορούσε να είναι ο Ιησούς, για πολλούς λόγους. Αντίθετα όμως, δίδαξε την ταπεινότητα. Είναι αυτός που ήρθε στον κόσμο μας, όχι με δόξα και πολυτέλεια αλλά με περίσσευμα ταπεινότητας, μέσα σε μια φάτνη (Λουκάς 2:7). Είναι Αυτός που αν και θεράπευσε, ανέστησε νεκρούς, ευεργέτησε τον άνθρωπο με κάθε τρόπο, δεν αποδέχτηκε τη δόξα, αλλά επέλεξε την ταπεινότητα.

Θα μπορούσε πολύ εύκολα να αποκαλύψει την Θεϊκή Του ιδιότητα αλλά το απέφυγε ξανά και ξανά, (Μάρκος 1:34,44). Είναι Αυτός που έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του, (Ιωάννης 13:13-14). Αυτός που δεν θέλησε να τον χρίσουν βασιλιά, «Ο Ιησούς, λοιπόν, επειδή γνώρισε ότι πρόκειται να έρθουν, και να τον αρπάξουν για να τον κάνουν βασιλιά, αναχώρησε πάλι στο βουνό αυτός μόνος» (Ιωάννης 6:15). Οποιοσδήποτε άλλος στη θέση Του, όχι μόνο δε θα λειτουργούσε έτσι αλλά θα επιδίωκε και με κάθε τρόπο τη δόξα. Ο Ιησούς όμως, για να μας δείξει τον δρόμο, έμεινε ταπεινός μέχρι τέλους.

Πια ήταν η ανταμοιβή Του γι αυτήν την ταπεινότητά Του; Μα η ημέρα που ολόκληρη Ρωμαϊκή φρουρά, γραμματείς, Φαρισαίοι και απλοί άνθρωποι, πήγαν στον τάφο, τον έψαχναν και δε τον έβρισκαν. Ο Χριστός λοιπόν δοξάστηκε και μάλιστα με τον απόλυτο και ύψιστο τρόπο, μέσα από την ταπείνωση Του. Αυτή η ανταμοιβή περιμένει κι εμάς αν είμαστε και μείνουμε ταπεινοί.

Ας μη ξεχνιόμαστε. Το διακύβευμα δεν είναι ο περιορισμένος χρόνος μας στη Γη, αλλά το αιώνιο μέλλον μας, σύμφωνα με τις υποσχέσεις της Καινής Διαθήκης του ίδιου του Ιησού Χριστού. Ας αποτινάξουμε λοιπόν την υπερηφάνεια από τη καρδιά μας και ας θυμόμαστε την Γραφή, που λέει: «Αλλά, μεγαλύτερη χάρη δίνει ο Θεός, γι’ αυτό λέει: “Ο Θεός στους υπερήφανους αντιτάσσεται, στους ταπεινούς όμως δίνει χάρη”» (Ιάκωβος 4:6).

Βιβλικός επισκέπτης

ΕΥΑΡΕΣΤΟΙ ΣΤΟ ΘΕΟ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΤΑΠΕΙΝΟΙ Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ



Τελώνη και Φαρισαίου_Pharisee and Publican_Притча о мытаре и фарисее_Greek Byzantine Orthodox Icon_vanesul-si-fariseulΒλέποντας την πρόνοια του Θεού, κάθε άνθρωπος αισθάνεται την πίστη του σ᾿ Εκείνον να στερεώνεται και να αυξάνεται. Διακρίνοντας πίσω απ᾿ όλα τα γεγονότα το αόρατο χέρι του Κυρίου να κυβερνά τον κόσμο, μένει ατάραχος μπροστά στις φοβερές φουρτούνες της θάλασσας του βίου. Τα άγρια κύματα, οι τρομερές θύελλες, τα μαύρα σύννεφα δεν τον τρομάζουν. Πιστεύει πως το να γίνει κανείς πολίτης της θείας πολιτείας της Εκκλησίας καθώς και οι τύχες όλων των ανθρώπων ορίζονται από τον παντοδύναμο και πάνσοφο Θεό. Αυτή η πεποίθηση τον γεμίζει ικανοποίηση και ειρήνη. Στο αδύναμο πλάσμα, τον άνθρωπο, ταιριάζουν η ταπεινή υποταγή και η ευλαβική αποδοχή των κρίσεων του δυνατού Πλάστη. Μακάρι πάντοτε στη ζωή του να ακολουθεί την πορεία που Εκείνος έχει χαράξει και να εκπληρώνει τους σκοπούς που Εκείνος έχει καθορίσει! Για όλα, δόξα τω Θεώ!
Ο πιστός μαθητής του Χριστού παραδίνει την ψυχή του και την αιώνια προοπτική του στα χέρια Εκείνου, με ακλόνητη εμπιστοσύνη και αταλάντευτη ελπίδα στην αγαθότητα και τη δύναμή Του.

Ωδή ς’, Τριωδίου  Ήχος πλ. β’  Του βίου την θάλασσαν

Τους τρόπους ζηλώσωμεν, του Σωτήρος Ιησού και την αυτού ταπείνωσιν, οι ποθούντες την άληκτον της χαράς, τυχείν κατασκήνωσιν, εν τη χώρα των ζώντων αυλιζόμενοι.

Υπέδειξας Δέσποτα, τοις οικείοις Μαθηταίς υψοποιόν ταπείνωσιν, τω λεντίω ζωννύμενος την οσφύν, τους πόδας απέπλυνας, και τον τρόπον μιμείσθαι παρεσκεύασας.

Ωδή ζ’, Τριωδίου  Ήχος πλ. β’  Δροσοβόλον μεν την κάμινον

Δικαιώσεως τοις έργοις επαιρόμενος, βρόχοις κενοδοξίας δεινώς, περιεπάρη Φαρισαίος άμετρα αυχών, Τελώνης δε κούφω τω πτερώ, της ταπεινώσεως αρθείς, Θεώ προσήγγισε.

Ταπεινώσεως ως κλίμακι χρησάμενος, τρόπω Τελώνης προς ουρανών, ύψος επήρθη, της αλαζονείας δε αρθείς, κουφότητι δείλαιος σαθρά, ο Φαρισαίος καταντά, προς Άδου πέταυρον.

Τους δικαίους ενεδρεύων μεν ο δόλιος, τρόποις κενοδοξίας συλά, αμαρτωλούς δε, βρόχοις απογνώσεως δεσμεί. Αλλ’ ούν εκατέρων των κακών, οι του Τελώνου ζηλωταί, ρυσθήναι σπεύσωμεν.

Ωδή θ’, Τριωδίου  Ήχος πλ. β’ Θεόν ανθρώποις ιδείν

Οδόν υψώσεως την ταπείνωσιν, παρά Χριστού λαβόντες, σωτηρίας υπόδειγμα, του Τελώνου τον τρόπον ζηλώσωμεν, τύφον υπεροψίας, πόρρω βαλλόμενοι, γνώμη ταπεινόφρονι Θεόν εξιλεούμενοι.

Η τέλεια ταπείνωση Αγίου Δημητρίου του Ροστώφ




Σηκώστε επάνω σας τον ζυγό μου και διδαχτείτε από το δικό μου παράδειγμα, γιατί είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά, και οι ψυχές σας θα βρουν ανάπαυση» (Ματθ. 11:28-29). Πουθενά δεν θα βρεις τόση ανάπαυση, όση μέσα στην ταπείνωση. Πουθενά δεν θα βρεις τόση ταραχή, όση μέσα στην υπερηφάνεια. Ταπεινώσου μπροστά σε όλους και θα υψωθείς από τον Κύριο. Αλλά και όταν υψωθείς από Εκείνον μείνε πάλι ταπεινός, για να μη χάσεις τη χάρη Του. «Ταπεινωθείτε ενώπιον του Κυρίου και αυτός θα σας υψώσει» (Ιακ. 4:10).

Ο Θεός σε τράβηξε από την ανυπαρξία και σ’ έφερε στο φως της ζωής. Η ύπαρξη δεν είναι κατόρθωμα δικό σου. Ούτε γνωρίζεις πού θα βρεθείς μετά την πρόσκαιρη παραμονή σου σ’ αυτή τη γη. Ταπεινώσου λοιπόν. Και μαζί με τον προφήτη λέγε πάντοτε: «Κύριε, δεν υπερηφανεύτηκε η καρδιά μου, ούτε είχε υπεροψία το βλέμμα μου• δεν καταπιάστηκα με πράγματα μεγάλα, ούτε μ’ εκείνα που με ξεπερνούν» (Ψαλμ. 130:1). Και ακόμα: «Εγώ είμαι σκουλήκι και όχι άνθρωπος, περίγελο των ανθρώπων και περιφρόνια του κόσμου» (Ψαλμ. 21:7). Χωρίς τη βοήθεια του Θεού τίποτε δεν μπορείς να κάνεις. Και όλα όσα έχεις, στον Θεό ανήκουν και από Εκείνον τα πήρες δωρεάν. Λοιπόν; «Τι έχεις που δεν το έλαβες; Και αν έλαβες, γιατί καυχιέσαι σαν να μην έλαβες;» (Α’ Κορ. 4:7)

Χωρίς τη χάρη του Θεού δεν είσαι τίποτα περισσότερο από ένα ξερό καλάμι, ένα άκαρπο δέντρο, ένα άχρηστο κουρελόπανο, σκεύος αμαρτίας, δοχείο παθών. Όλα τα καλά που έχεις μέσα σου είναι της χάριτος του Θεού. Δικά σου είναι μόνο τα πάθη και οι αμαρτίες.

Η μετάνοια, η συντριβή και το πένθος για τις αμαρτίες είναι η αρχή της ταπεινώσεως. Και όταν βάλεις αρχή στην ταπείνωση, τη γνήσια και ειλικρινή, το πρώτο πράγμα που θα αισθανθείς θα είναι το μίσος προς κάθε έπαινο και κάθε ανθρώπινη δόξα. Έπειτα θα εξοριστούν σταδιακά από μέσα σου ο θυμός, η οργή, η μνησικακία, ο φθόνος και όλα τα κακά. Ύστερα θ’ αρχίσεις να θεωρείς τον εαυτό σου ως τον αμαρτωλότερο όλων των ανθρώπων και άξιο της κολάσεως. Αυτή η συνείδηση όμως θ’ αυξάνει και θα τρέφει την ταπείνωση, κι έτσι όλο και περισσότερο θα προχωρείς προς την κατάκτηση της κορυφής αυτής της θείας αρετής.

Όποιος γνώρισε πραγματικά τον εαυτό του έκανε την αρχή για την απόκτηση της ταπεινώσεως. Γιατί είδε το μέγεθος της αδυναμίας του αλλά και τον βόρβορο που κρύβει μέσα της η ψυχή του. Απελπισμένος τότε από τον εαυτό του, στράφηκε «συντετριμμένος και τεταπεινωμένος» προς τον Θεό ζητώντας ακατάπαυστα το έλεός Του.

Να λοιπόν με ποιον τρόπο, λένε οι Πατέρες, θα διαπιστώσεις αν άρχισες ν’ αποκτάς τη μακάρια ταπείνωση: αν κυριευθείς από μόνιμο και φλογερό έρωτα της προσευχής.

Τι είναι λοιπόν ταπείνωση; Είναι, όπως είπε κάποιος άγιος, η γνώση του εαυτού σου και της μηδαμινότητάς σου. Και ο δρόμος που οδηγεί στην ταπείνωση είναι οι σωματικοί κόποι, που γίνονται με επίγνωση του σκοπού τους, το να θεωρείς ειλικρινά τον εαυτό σου χειρότερο απ’ όλους τους ανθρώπους και, περισσότερο ακόμη, κάτω απ’ όλη την κτίση, καθώς και η αδιάλειπτη προσευχή. Αυτός ο δρόμος φέρνει στην ταπείνωση. Η φύση της ταπεινώσεως όμως είναι θεϊκή και ακατάληπτη. Γι’ αυτό και κανείς δεν μπορεί να σε διδάξει με λόγια το πώς δημιουργείται και αναπτύσσεται στην ψυχή, αν δεν το διδαχθείς νοερά από τον Κύριο και από την πείρα του πνευματικού αγώνα σου.

Γιατί οι σωματικοί κόποι οδηγούν στην ταπείνωση; Διότι οι κόποι ταπεινώνουν το σώμα. Και όταν ταπεινώνεται με επίγνωση το σώμα, ταπεινώνεται και η ψυχή.

Γιατί το να θεωρεί κανείς τον εαυτό του κάτω απ’ όλη την κτίση οδηγεί στην ταπείνωση; Διότι όταν τοποθετηθείς εσωτερικά έτσι, είναι αδύνατο να θεωρήσεις τον εαυτό σου καλύτερο από τον αδελφό σου ή να υπερηφανευθείς για κάτι ή να κατακρίνεις ή να εξουθενώσεις κάποιον.

Και γιατί η αδιάλειπτη προσευχή οδηγεί στην ταπείνωση; Διότι, αν κοιτάξεις στα βάθη της ψυχής σου, θα δεις ότι κανένα καλό δεν έχεις και ότι τίποτε δεν μπορείς να κατορθώσεις χωρίς τη βοήθεια και τη χάρη του Θεού. Και τότε δεν θα κουραστείς να Τον ικετεύεις να σ’ ελεήσει και να σε σώσει. Κι αν κατορθώσεις κάτι, γνωρίζεις καλά ότι στη δύναμη του Θεού το οφείλεις και όχι στη δική σου δύναμη. Και ταπεινώνεσαι βαθιά, τρέμοντας μήπως χάσεις τη βοήθεια και τη χάρη του Θεού. Κι έτσι με ταπείνωση προσεύχεσαι και με την προσευχή ταπεινώνεσαι και προοδεύεις πνευματικά.

Τέτοια ταπείνωση είχαν οι άγιοι. Αυτή η ταπείνωση, μας διδάσκει ο αββάς Δωρόθεος, είναι η τέλεια ταπείνωση και αναπτύσσεται στην ψυχή σαν φυσικό αποτέλεσμα της ακριβούς τηρήσεως των εντολών του Κυρίου.

Από το βιβλίο: Αγίου Δημητρίου του Ροστώφ, Πνευματικό Αλφάβητο, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2013, σελ. 33.

Ευάρεστοι στο Θεό είναι οι ταπεινοί άνθρωποι, που οι καρδιές τους είναι γεμάτες ουρανό.



Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, Αντιοχείας, ανακομιδή των ιερών Λειψάνων του.

Εορτάζει στις 29 Ιανουαρίου

Πως γινόμαστε ταπεινοί;
Γέροντας Ιγνάτιος Καπνίσης

Όταν δεν συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους άλλους αλλά ΜΟΝΟ με το Θεό.
Όταν δεν λησμονούμε ότι από την Γέννηση μέχρι τη Σταύρωση ο Χριστός μας κήρυξε με τα έργα Του και τη διδασκαλία Του την Ταπείνωση.
Ταπείνωση είναι η συντριβή της καρδιάς, η αληθινή μετάνοια, η μίμηση της ταπεινώσεως του Χριστού μας.
Τίποτε άλλο δεν ξεχωρίζει τους αληθινούς χριστιανούς και μαθητές του Χριστού από την αληθινή ταπείνωση.

Όλοι οι Άγιοι Πατέρες καταλήγουν στο: Τέλειος Χριστιανός θα πει ταπεινός άνθρωπος.
Ο Κύριος σε όλη Του την Ζωή εδίδαξε και εφήρμοσε την ταπείνωση.
Όταν αδειάσουμε από μέσα μας όλο τον εγωισμό μας, τότε ολόκληρος ο Θεός μπαίνει μέσα μας.

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ. Θεέ μου, σπλαχνίσου κι ελέησέ με τον αμαρτωλό. Αυτά έλεγε ο τελώνης. Δεν απαριθμούσε ούτε τα καλά του έργα ούτε τα κακά. Ο Θεός τα γνωρίζει όλα. Κι ο Θεός δεν επιθυμεί την απαρίθμηση των αμαρτιών, αλλά την ταπείνωση και τη μετάνοια για όλ’ αυτά. Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ.
Τα λόγια αυτά τα λένε όλα. Θεέ μου, Εσύ είσαι ο γιατρός κι εγώ ο άρρωστος. Μόνο Εσύ μπορείς να με θεραπεύσεις, σε Σένα μόνο ανήκω. Ο γιατρός είσαι Εσύ, θεραπεία είναι το έλεός Σου…«ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Λουκ. ιη’14). Ποιος είναι ο υψών εαυτόν και ποιος ο ταπεινών; Κανένας δεν μπορεί να υψωθεί ούτε όσο το φάρδος μιας τρίχας, αν ο Θεός δεν τον σηκώσει…  Λέει ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος: «Ο ταπεινός άνθρωπος δεν πέφτει ποτέ. Πού μπορεί να πέσει, αφού βρίσκεται πιο χαμηλά απ’ όλους; Η ματαιότητα είναι μεγάλη αισχύνη, ενώ η ταπείνωση είναι ύψος μεγάλο, τιμή και αξία». Ο αληθινός άνθρωπος της προσευχής βρίσκεται πάντα σε πραγματική μετάνοια. Οι υπερήφανοι έχουν τα μάτια τους διαρκώς υψωμένα προς το Θεό. Οι καρδιές τους όμως είναι κολλημένες στη γη. Αυτοί δεν ευαρεστούν στο Θεό. Ευάρεστοι στο Θεό είναι οι ταπεινοί άνθρωποι, οι πράοι, που έχουν τα μάτια τους χαμηλωμένα στη γη, μα οι καρδιές τους είναι γεμάτες ουρανό.

ΑΠΟ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΣΤΟ ΦΩΣ ΧΡΙΣΤΟΥ


Η γη χωρίς Χριστό είναι στέρφα. Η θάλασσα, άδεια από ζωή. Ολες οι προσπάθειες αποβαίνουν μάταιες. Τα συμπεράσματα αυτά δεν προκύπτουν μόνο από τη μελέτη της Καινής Διαθήκης, αλλά από την καθημερινότητα. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που, με αλαζονεία και ελαφρότητα, απέρριπταν την ανάγκη ύπαρξης του Χριστού στη ζωή τους και οι τροπές των εξελίξεων, απρόσμενες και συχνά δραματικές, τους οδήγησαν πάλι στο καταφύγιο της αγάπης και του ελέους Του.

Στο τέλος τού Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου (κεφ. ΚΑ’ 1-13) περιγράφεται η τρίτη φανέρωση του αναστάντος Χριστού στους μαθητές του. Εκείνοι είχαν βγει να ψαρέψουν στη λίμνη της Τιβεριάδας και, παρά τις ολονύχτιες προσπάθειές τους, δεν είχαν πιάσει λέπι.

Ο Χριστός τούς υπέδειξε να ρίξουν τα δίχτυα «εις τα δεξιά μέρη του πλοίου», εκείνοι το έπραξαν και τα δίχτυα γέμισαν μέχρι σημείου που να μη χωρούν άλλο. Το συγκεκριμένο χωρίο του Ευαγγελίου του αγαπημένου μαθητή του Κυρίου σίγουρα είναι μια κυριολεκτική εξιστόρηση όσων διαδραματίστηκαν, αλλά συνάμα αποτελεί και μια διδακτικότατη μεταφορά, έναν οδοδείκτη για τη διαδρομή που πρέπει να ακολουθούν οι άνθρωποι.

Πολλοί είναι οι κόποι που κατατίθενται στα ταμιευτήρια ιδρώτα και αγώνα της γης. Αν δεν συνοδεύονται και δεν ευλογούνται από τη Θεία Χάρη, είναι μάταιοι. Δεν θα αποδώσουν. Οταν λείπει ο Χριστός από τις καρδιές, και η ίδια η ύλη καταρρέει. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για τα άτομα, αλλά και για τα σύνολα.

Η γιορτή της Αναστάσεως είναι μια εξαιρετική ευκαιρία αναστοχασμού των πεπραγμένων μας. Σε εθνικό επίπεδο οφείλουμε να εξετάσουμε ποια ήταν η οδός που μας έφερε μέχρι εδώ. Ποιοι ήταν οι ηγέτες που προσπάθησαν να αφαιρέσουν τον Χριστό από το τοπίο μας. Να αντιληφθούμε ποιες ήταν οι πολιτικές δυνάμεις που επεδίωξαν να γκρεμίσουν τη γέφυρα η οποία μας ενώνει επί χιλιετίες με το θείον και με την αρετή.

Ακόμη κι αν αναζητήσουμε γύρω μας ένα πρότυπο επιτυχίας, γαλήνης, εσωτερικής ισορροπίας, θα δούμε ανθρώπους που πιστεύουν, και η πίστη αυτή τους δίνει τη δύναμη να συνεχίσουν να αγωνίζονται, να προσπαθούν, να νικούν και να μοιράζονται τους καρπούς των μικρών και των μεγάλων επιτυχιών με τους γύρω τους.

Πού αλλού θα βρούμε όχι υπόσχεση, αλλά βεβαιότητα ζωής και κατίσχυσης έναντι του θανάτου, εκτός από τον Χριστό; Ποια άλλα πειστικά ιδανικά, πλην της αγάπης και της δικαιοσύνης, μπορεί να γεμίσουν τις καρδιές των ανθρώπων και να νοηματοδοτήσουν τις ζωές τους;

Η λύση υπάρχει και, για να τη δούμε, πρέπει να αφαιρέσουμε το πλέγμα του εγωισμού που σκοτίζει τους οφθαλμούς μας. Χριστός Ανέστη!

ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΧΑΡΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ





Ἡ Παναγία εἶναι τό πνευματικό στόλισμα τῆς ὀρθοδοξίας. Γιά μᾶς τούς Ἕλληνες εἶναι ἡ πονεμένη μητέρα, ἡ παρηγορήτρια κ’ ἡ προστάτρια, πού μᾶς παραστέκεται σέ κάθε περίσταση.

Σέ κάθε μέρος τῆς Ἑλλάδας εἶναι χτισμένες ἀμέτρητες ἐκκλησιές καί μοναστήρια, παλάτια αὐτηνῆς τῆς ταπεινῆς βασίλισσας, κι’ ἕνα σωρό ρημοκλήσια, μέσα στά βουνά, στούς κάμπους καί στά νησιά, μοσκοβολημένα ἀπό τήν παρθενική καί πνευματική εὐωδία της. Μέσα στό καθένα ἀπό αὐτά βρίσκεται τό παληό καί σεβάσμιο εἰκόνισμά της μέ τό μελαχροινό καί χρυσοκέρινο πρόσωπό της, πού τό βρέχουνε ὁλοένα τά δάκρυα τοῦ βασανισμένου λαοῦ μας, γιατί δέν ἔχουμε ἄλλη νά μᾶς βοηθήσει, παρεκτός ἀπό τήν Παναγία, «ἄλλην γάρ οὐκ ἔχομεν ἁμαρτωλοί πρός Θεόν ἐν κινδύνοις καί θλίψεσιν ἀεί μεσιτείαν, οἱ κατακαμπτόμενοι ὑπό πταισμάτων πολλῶν».

Τό κάλλος τῆς Παναγίας δέν εἶναι κάλλος σαρκικό, ἀλλά πνευματικό, γιατί ἐκεῖ πού ὑπάρχει ὁ πόνος κ’ ἡ ἁγιότητα, ὑπάρχει μονάχα κάλλος πνευματικό. Τό σαρκικό κάλλος φέρνει τή σαρκική ἔξαψη, ἐνῶ τό πνευματικό κάλλος φέρνει κατάνυξη, σεβασμό κι ἁγνή ἀγάπη. Αὐτό τό κάλλος ἔχει ἡ Παναγία. Κι’ αὐτό τό κάλλος εἶναι ἀποτυπωμένο στά ἑλληνικά εἰκονίσματά της πού τά κάνανε ἄνθρωποι εὐσεβεῖς ὁπού νηστεύανε καί ψέλνανε καί βρισκόντανε σέ συντριβή καρδίας καί σέ πνευματική καθαρότητα.

Στήν ὄψη τῆς Παναγίας ἔχει τυπωθεῖ αὐτό τό μυστικό κάλλος πού τραβᾶ σάν μαγνήτης τίς εὐσεβεῖς ψυχές καί τίς ἡσυχάζει καί τίς παρηγορᾶ. Κι’ αὐτή ἡ πνευματική εὐωδία εἶναι τό λεγόμενο Χαροποιόν Πένθος (1) πού μᾶς χαρίζει ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, ἕνα βότανο ἄγνωστο στούς ἀνθρώπους πού δέν πήγανε κοντά σ’ αὐτόν τόν καλόν ποιμένα.

Τούτη τή χαροποιά λύπη τήν ἔχουνε ὅλα ὅσα ἔκανε ἡ ὀρθόδοξη τέχνη, καί τά εὐωδιάζει σάν σμύρνα καί σάν ἀλόη, κἄν εἰκόνισμα εἶναι, κἄν ὑμνωδία, κἄν ψαλμωδία, κἄν χειρόγραφο, κἄν ἄμφια, κἄν λόγος, κἄν κίνημα, κἄν εὐλογία, κἄν χαιρετισμός, κἄν μοναστήρι, κἄν κελλί, κἄν σκαλιστό ξύλο, κἄν κέντημα, κἄν καντήλι, κἄν ἀναλόγι, κἄν μανουάλι, ὅτι καί νά ’ναι ἁγιωτικό. Ἀπό τά ὀνόματα καί μόνο πού ἔδωσε ἡ ὀρθοδοξία στήν Παναγία, καί ποῦ μ’ αὐτά τήν καταστόλισε, ὄχι σάν εἴδωλο θεατρικό, ὅπως γίνηκε ἀλλοῦ πού φορτώσανε μιά κούκλα μέ δαχτυλίδια καί σκουλαρήκια καί μέ ἕνα σωρό ἄλλα ἀνίερα καί ἀνόητα πράγματα, λοιπόν αὐτά μοναχά, λέγω, φαίνεται πόσο πνευματική ἀληθινά εἶναι ἡ λατρεία τῆς Παναγίας στήν ἑλληνική ὀρθοδοξία.

Πρῶτα-πρῶτα τό ἕνα ἁγιώτατο ὄνομά της: Παναγία. Ὕστερα τά ἄλλα: Ὑπερευλογημένη, Θεοτόκος, Παναμώμητος, Τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξωτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, Ζῶσα καί Ἄφθονος Πηγή, Ἔμψυχος Κιβωτός, Ἄχραντος, Ἀμόλυντος, Κεχαριτωμένη, Ἀειμακάριστος καί Παναμώμητος, Προστασία, Ἐπακούουσα, Γρηγοροῦσα, Γοργοεπήκοος, Ἡγιασμένος Ναός, Παράδεισος Λογικός, Ρόδον τό Ἀμάραντον, Χρυσοῦν Θυμιατήριον, Χρυσή Λυχνία, Μαναδόχος Στάμνος,

Κλῖμαξ Ἐπουράνιος, Πρεσβεία Θερμή, Τεῖχος Ἀπροσμάχητον, Ἐλέους Πηγή τοῦ Κόσμου Καταφύγιον, Βασιλέως Καθέδρα, Χρυσοπλοκώτατος Πύργος καί Δωδεκάτειχος Πόλις, Ἡλιοστάλακτος Θρόνος, Σκέπη τοῦ Κόσμου, Δένδρον Ἀγλαόκαρπον, Ξύλον Εὐσκιόφυλλον, Ἀκτίς Νοητοῦ Ἡλίου, Σιών Ἁγία, Θεοῦ Κατοικητήριον, Ἐπουράνιος Πύλη, Ἀδικουμένων Προστάτις, Βακτηρία Τυφλῶν, Θλιβομένων ἡ Χαρά, καί χίλια δυό ἄλλα, πού βρίσκονται μέσα στά βιβλία τῆς ἐκκλησίας.

Κοντά σ’ αὐτά εἶναι καί τά ὀνόματα πού γράφουνε ἀπάνω στά ἅγια εἰκονίσματά της οἱ ἁγιογράφοι: Ὁδηγήτρια, Γλυκοφιλοῦσα, Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν, ἡ Ἐλπίς τῶν ἀπελπισμένων, ἡ Ταχεία Ἐπίσκεψις, ἡ Ἀμόλυντος, ἡ Ἐλπίς τῶν Χριστιανῶν, ἡ Παραμυθία, ἡ Ἐλεοῦσα κι ἄλλα πολλά, πού γράφουνται ἀπό κάτω ἀπό τή συντομογραφία: ΜΗΡ ΘΥ, πού θά πεῖ Μήτηρ Θεοῦ.

Πόση ἀγάπη, πόσο σέβας καί πόσα κατανυκτικά δάκρυα φανερώνουνε μοναχά αὐτά τά ὀνάματα, πού δέν εἰπωθήκανε σάν τά λόγια ὁπού βγαίνουνε εὔκολα ἀπό τό στόμα, ἀλλά πού χαραχτήκανε στίς ψυχές μέ πόνο καί μέ ταπείνωση καί μέ πίστη. Ἀμή οἱ ὕμνοι της πού ’ναι ἀμέτρητοι σάν τἄστρα τ’ οὐρανοῦ κ’ ἐξαίσιοι στό κάλλος, καί πού τούς συνθέσανε οἱ ἅγιοι ὑμνολόγοι, «θίασον συγκροτήσαντες πνευματικόν»! Σ’ αὐτό τό εὐωδιασμένο περιβόλι βρίσκουνται ὅλα τά ἀμάραντα ἄνθη καί τά εὐωδιασμένα βότανα τοῦ λόγου.

Ἀληθινά προφήτεψε ἡ ἴδια ἡ Παναγία γιά τόν ἑαυτό της, τότε πού πῆγε στό σπίτι τοῦ Ζαχαρία καί τήν ἀσπάσθηκε ἡ Ἐλισάβετ, πώς θά τή μακαρίζουνε ὅλες οἱ γενεές: «Ἐκεῖνες τίς μέρες, σηκώθηκε ἡ Μαριάμ καί πῆγε στήν Ὀρεινή μέ σπουδή στήν πολιτεία τοῦ Ἰούδα καί μπῆκε στό σπίτι τοῦ Ζαχαρία καί χαιρέτησε τήν Ἐλισάβετ. Καί σάν ἄκουσε ἡ Ἐλισάβετ τόν χαιρετισμό τῆς Μαρίας πήδηξε τό παιδί μέσα στήν κοιλιά της.(2) Καί γέμισε Πνεῦμα Ἅγιο ἡ Ἐλισάβετ καί φώναξε μέ φωνή μεγάλη κι’ εἶπε: Βλογημένη εἶσαι ἐσύ ἀνάμεσα στίς γυναῖκες καί βλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου. Κι’ ἀπό ποῦ μοῦ ἦρθε αὐτό τό καλό, νά ’ρθει ἡ μητέρα τοῦ κυρίου μου πρός ἐμένα; γιατί μόλις ἦρθε ἡ φωνή τοῦ χαιρετισμοῦ σου στ’ αὐτιά μου, ξεπέταξε τό παιδί στήν κοιλιά μου, κι’ εἶναι μακάρια ἐκείνη πού πίστεψε σέ ὅσα τῆς εἶπεν ὁ Κύριος. (3)

Κι’ εἶπε ἡ Μαριάμ: «Δοξολογᾶ ἡ ψυχή μου τόν Κύριο κι’ ἀναγαλλίασε τό πνεῦμα μου γιά τό Θεό τόν σωτήρα μου, γιατί καταδέχθηκε νά κοιτάξει τήν ταπεινή τή δούλα του. Γιατί, νά, ἀπό τώρα κ’ ὕστερα θά μέ μακαρίζουνε ὅλες οἱ γενεές, ἐπειδή ἔκανε σέ μένα μεγαλεῖα ὁ Δυνατός, κ’ εἶναι ἁγιασμένο τ’ ὄνομά του, καί τό ἔλεός του πηγαίνει ἀπό γενεά σέ γενεά σέ κείνους πού ἔχουνε τόν φόβο του». Ἀμέτρητες εἶναι οἱ ὑμνωδίες τῆς Παναγίας, μά ἀμέτρητα εἶναι καί τά σεμνόχρωμα εἰκονίσματά της, πού καταστολίζουνε τίς ἐκκλησιές μας, ζωγραφισμένα στό σανίδι εἴτε στόν τοῖχο. Σέ κάθε ὀρθόδοξη ἐκκλησιά στέκεται τό εἰκόνισμά της στό τέμπλο ἀπό τά δεξιά τῆς ἅγιας Πόρτας.

Σέ ἄλλες εἰκόνες ζωγραφίζεται καί μοναχή, μά στά εἰκονίσματα τοῦ τέμπλου κρατᾶ πάντα τόν Χριστό στήν ἀγκαλιά της ἀπ’ τ’ ἀριστερά, σπάνια ἀπ’ τά δεξιά, (τότε λέγεται Δεξιοκρατοῦσα). Τό κεφάλι της εἶναι σκεπασμένο σεμνά καί σοβαρά μέ τό μαφόριο, ἕνα φόρεμα φαρδύ κι’ ἱερατικό σκοῦρο βυσσινί, πού πέφτει στόν ὦμο της ἁπλόχωρο, ἀφήνοντας νά φαίνεται μοναχά τό μακρουλό πρόσωπό της καί τά χέρια της. Ἀπό μέσα ἀπό τό σκέπασμα φαίνεται μιά στενή λουρίδα ἀπό τό δέσιμο τοῦ κεφαλιοῦ της πού σφίγγει τό μέτωπό της καί ἀφίνει νά φανοῦνε μονάχα οἱ ἄκρες τῶν αὐτιῶν της. Τό μέτωπό της εἶναι σάν μελαχροινό φίλντισι, ἁγνό, ἁπλό καί κατακάθαρο.

Τά ματόφρυδά της εἶναι καμαρωτά, ζωηρά καί μακρυά, φτάνοντας ἴσαμε κοντά στ’ αὐτιά της, τά μάτια της ἀμυγδαλωτά, ἰσκιωμένα, καστανά, βαθειά, σοβαρά μά γλυκύτατα, μέ τ’ ἀσπράδι καθαρό μά ἰσκιωμένο. Τό βλέμμα της εἶναι μελαγχολικό ἁπλό, ἴσιο, ἥσυχο, συμπαθητικό, ἀγαπητό, θλιμένο μά καί μαζί χαροποιό, αὐστηρό μά καί μαζί συμπονετικό, ἁγιώτατο, πνευματικό, ἀθῶο, σκεφτικό, ἄμωμο, ἐλπιδοφόρο, ὑπομονητικό, πρᾶο, σεμνώτατο, μακρυά ἀπό κάθε σαρκικόν λογισμό, καθρέφτισμα μυστικό τοῦ παραδείσου, βασιλικό καί ταπεινό, ἀνθρώπινο καί θεϊκό, ἄκακο, ἀδελφικό, εὐγενικό, ἐλεγκτικό, ἄγρυπνο, γαληνό, φιλάνθρωπο, μητρικό, παρθενικό, δροσερό, καυτερό γιά ὅσους ἔχουνε πονηρούς λογισμούς, τρυφερό, διαπεραστικό, ἐρευνητικό, ἀπροσποίητο, ἡγεμονικό, συγκαταβατικό, παρακαλεστικό, ἀμετασάλευτο. Ἡ μύτη της εἶναι μακρυά καί στενή, μέ μέτρο, ἰουδαϊκή, ἄσαρκη, μέ λεπτά ρουθούνια, λίγο γυριστή, σεμνή.

Τό στόμα της μικρό, ντροπαλό, φρόνινμο, κλειστό, καθαρό, ἰσκιωμένο κατά τό μάγουλο, σάν νά χαμογελᾶ ἐλαφρά. Τό πηγούνι της γυριστό, σεβαστό, ἀνεπιτήδευτο, ταπεινό. Τό μαγουλό της, παρθενικό, καθαρό, χνουδωτό, εὐωδιασμένο, ντροπαλό, χλωμό μέ μίαν ἐλαφρότατη ροδοκοκκινάδα. Ὁ λαιμός της γυρτός ταπεινά, σμίγει μέ τό πηγούνι μ’ ἕνα ἁπαλό ἴσκιασμα πού τό λέγανε οἱ παλαιοί γλυκασμό. Τό ὅλο πρόσωπό της εἶναι ἱερατικό καί θρησκευτικό, καί μαρτυρᾶ ἀρχαία φυλή.

Τά ἄχραντα χέρια της εἶναι μικρά, στενά μακροδάχτυλα, λεπτόνυχα. Μέ τό ἀριστερό βαστᾶ τόν Χριστό, καί τό δεξί τόχει ἀκουμπισμένο σεμνά ἀπάνω στό στῆθος της, σέ στάση παρακαλεστική, μέ τό μεγάλο δάχτυλο μακρυά ἀπό τ’ ἄλλα. Στά πιό ἀρχαῖα εἰκονίσματα αὐτό τό χέρι εἶναι πιό ὄρθιο καί πιό ψηλά, κοντά στό λαιμό. Ὁ πιό αὐστηρός τύπος τῆς Παναγίας εἶναι ἡ λεγόμενη Ὁδηγήτρια, πού ἔχει ὄρθια τήν κεφαλή της, ἔκφραση ἀπαθέστερη καί τό ὅλο σχῆμα της εἶναι πιό ἱερατικό.

Ἐνῶ ἡ Γλυκοφιλούσα ἔχει τό κεφάλι της γυρτό κατά τό παιδί της, πού τ’ ἀγκαλιάζει σφιχτότερα, κ’ ἡ ἔκφρασή της εἶναι πιό αἰσθηματική. Ἡ Πλατυτέρα παριστάνεται καθισμένη ἀπάνω στό θρόνο, αὐστηρή κι’ ἀλύγιστη, καί βαστᾶ τόν Χριστό στά γόνατά της, ἀκουμπώντας τόνα χέρι της στόν ὦμο του καί μέ τ’ ἄλλο βαστώντας τό πόδι του ἤ ἕνα μαντήλι. Στήν Ἑλλάδα, οἱ περισσότερες ἐκκλησιές τῆς Παναγίας γιορτάζουνε κατά τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, δηλαδή στίς 15 Αὐγούστου. Τά τροπάρια πού ψέλνουνε σ’ αὐτή τή γιορτή εἶναι ἀπό τά πιό ἐξαίσια. Τό δοξαστικό τοῦ Ἑσπερινοῦ εἶναι τό μοναχό τροπάρι πού ψέλνεται μέ τούς ὀχτώ ἤχους, κάθε φράση κι’ ἄλλος ἦχος· ἀρχίζει ἀπό τόν πρῶτον ἦχο καί τελειώνει πάλι στόν πρῶτον.

Μά ὁλάκερη ἡ Ἑλλάδα δέν ὑμνολογᾶ τήν Παναγία μονάχα μέ τούς ψαλτάδες καί μέ τούς παπάδες στίς ἐκκλησιές, ἀλλά καί μέ τό καθετί της, μέ τά χωριά, μέ τά βουνά, μέ τά νησιά, πού ’χουνε τ’ ἁγιασμένο τ’ ὄνομά της. Τά καράβια βολτατζάρουνε στή δροσερή θάλασσα, ἀνοιχτά ἀπό τούς κάβους πού ’ναι χτισμένα τά μοναστήρια της, ἔχοντας στή πρύμνη σκαλισμένο τ’ ἀγαπημένο καί προσκυνητό ὄνομά της. Ὅποιος ταξιδεύει στά ἑλληνικά νερά, σ’ ὅποιο μέρος κι’ ἄν βρεθεῖ τή μέρα τῆς Παναγίας, θά ἀκούσει ἀπ’ ἀνοιχτά τίς καμπάνες ἀπάνω ἀπό τό πέλαγο.

Ἄλλες ἔρχουνται ἀπό τ’ Ἅγιον Ὅρος πού τό λένε Περιβόλι τῆς Παναγίας, ἄλλες ἀπό τήν Τῆνο πού ’χει τό ξακουστό παλάτι της, ἄλλες ἀπό τήν Σαλαμίνα πού γιορτάζει ἡ Φανερωμένη, ἄλλες ἀπό τή Μυτιλήνη, ἀπό τήν Παναγιά τῆς Ἁγιάσσος καί τῆς Πέτρας, ἄλλες ἀπό τό Μοναστήρι τῆς Σίφνου, ἄλλες ἀπό τή Σκιάθο, ἄλλες ἀπό τή Νάξο, ἀπό κάθε νησί, ἀπό κάθε κάβο, ἀπό κάθε στεριά.

Πηγή: http://www.agiazoni.gr/index.php
Σημειώσεις:

1.- Βλέπε τό «Χαροποιόν Πένθος» τεῦχος 61 τ. 6ος Ἑλληνική Δημιουργία» σ.σ. 247-251.
2.- Τό παιδί ἤτανε ὁ Πρόδρομος.
3.- Δηλαδή σέ ὅσα εἶπε, στήν Παναγία ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ κατά τόν Εὐαγγελισμό.

Αναρτήθηκε από ΓΙΩΡΓΟΣ Δ. ΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ στις 6:04:00 π.μ. 

''ΜΕ ΤΙ ΘΕΣ ΝΑ ΠΙΣΤΕΨΕΙΣ; ΜΕ ΤΟ ΜΑΤΙ Ή ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ;''




Τι αμαρτία έπραξες και σε βρήκε αυτή η ατυχία πάνω απ’ όλες τις δυστυχίες; Να διακόψεις τη σχέση σου με την πηγή της ζωής και Τον Δωροδότη του λογικού; Να απαρνηθείς Εκείνον, του οποίου το αιώνιο Ον είναι πιο οφθαλμοφανές από το δικό μας εφήμερο ον και με του οποίου την ύπαρξη μόνο μπορεί να επιβεβαιωθεί και η δική μας ύπαρξη; Ο Θεός δεν κρύβεται από τον άνθρωπο.

Ο αμαρτωλός άνθρωπος κρύβεται από τον Θεό· κρύβεται ώσπου εντελώς να Τον χάσει από την όψη. Όπως γράφει για τους προγόνους των ανθρώπων όταν αμάρτησαν: «Καί ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ τό δειλινόν, καί ἐκρύβησαν ὃ τε Ἀδάμ καί ἡ γυνή αὐτοῦ ἀπό προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου» (Γεν. 3, 8). Όπως τότε έτσι και τώρα. Όποτε ο άνθρωπος πράττει βαρύ αμάρτημα, αυτός κρύβεται από τον Θεό πίσω από την πλάτη της φύσης. Και χάνεται ανάμεσα στα δημιουργήματα, χάνεται ανάμεσα στα δέντρα και τις πέτρες και τα ζώα σαν να ήταν συγγενείς του, βυθίζεται στη σκιά της φύσης.

Και όπως λέγεται περί της έκλειψης ηλίου στην περίπτωση που το φεγγάρι καλύπτει αυτόν τον λαμπερό βασιλιά της φύσης, έτσι θα μπορούσε να λεχθεί περί «έκλειψης Θεού», του Ήλιου της δικαιοσύνης, από την πλευρά εκείνων οι οποίοι με τη φύση κάλυψαν από τα μάτια τους τον Δημιουργό της φύσης. Όμως αυτό είναι μόνο ο δικός μας ανθρώπινος τρόπος έκφρασης. Αφού η έκλειψη ηλίου δεν σημαίνει ότι ο ήλιος έχασε το φως του, αλλά μόνο ότι με κάτι αυτό το φως καλύφθηκε από τα μάτια μας. Κατά τον ίδιο τρόπο και η έκλειψη Θεού καθόλου δεν σημαίνει ότι ο Θεός χάθηκε και ότι δεν υπάρχει πια, αλλά ότι κάτι στήθηκε ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο και κάλυψε τον Θεό από το ανθρώπινο λογικό. Τούτο το κάτι είναι η αμαρτία του ανθρώπου.

Δεν φταίει η φύση εάν τη λατρεύει ο άθεος. Εκείνη ολόκληρη αντιστέκεται ενάντια στη θεοαπάρνηση και θανάσιμα μισεί και διώκει αυτούς που αρνούνται τον Θεό και τους λάτρεις της. Η φύση ολόκληρη από τον μεγάλο ήλιο έως το ελάχιστο άτομο ομόφωνα και αρμονικά μαρτυρεί περί του Όντος και της ενέργειας του Δημιουργού της. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι λάτρευαν όλα τα πλάσματα, και πάνω από όλα έναν μελανό ταύρο, αποκαλούμενο Άπις [1]. Κατά ένα μύθο ήρθε κάποιος Φαραώ για να προσφέρει θυσία στον Άπι. Όμως όταν αυτός προσκυνούσε μπροστά σ’ αυτό τον δήθεν Θεό, τον έπιασε ο ταύρος με τα κέρατά του και τον πέταξε μακριά. «Τώρα βλέπω ότι είσαι ταύρος και όχι ο Θεός!» φώναξε ο Φαραώ θυμωμένα. Σ’ αυτό ο Άπις του απάντησε: «Αυτό ήθελα να δεις! Και από τώρα να προσκυνάς Εκείνον ο οποίος δημιούργησε κι εμένα κι εσένα».

Γράφεις ότι είναι δύσκολο για σένα να πιστέψεις μέχρι να δεις! Όμως με τι θέλεις να δεις; με το μάτι ή με το πνεύμα; Εάν θέλεις να δεις με το σωματικό μάτι, τότε Εκείνος ο οποίος είναι μεγαλύτερος από το σύμπαν θα πρέπει να σμικρυνθεί και να χωρέσει στο δικό σου περιορισμένο ορίζοντα. Βλέπεις το λογικό σου με τα μάτια; Όμως, θα θύμωνες, εάν κάποιος σου έλεγε, ότι δεν πιστεύει πως εσύ έχεις λογικό μέχρι να το δει με τα μάτια του. Εάν όμως θέλεις με το πνεύμα σου να δεις τον Θεό, τότε μπορείς να Τον δεις, αφού το ανθρώπινο πνεύμα είναι πιο απλωμένο από το σύμπαν, και αφού και ο Θεός είναι πνεύμα. Μόνο που το πνεύμα σου πρέπει να είναι καθαρό, εφόσον μόνο στους καθαρούς έχει υποσχεθεί να δουν τον Θεό.

Φεύγε όσο γίνεται νωρίτερα απ’ αυτό το σκοτάδι, που σαν ιστός αράχνης απλώθηκε στην ψυχή σου. Όταν αμάρτησε ο Αδάμ, κρύφτηκε από το πρόσωπο του Θεού. Όμως ο ελεήμων Δημιουργός δεν έφυγε από το πλάσμα Του αλλά πλησίασε και φώναξε τον Αδάμ: «Αδάμ, πού είσαι;» Κι εσένα φωνάζει, δεν Τον ακούς; Γύρισε το πρόσωπό σου προς το φως, γιε του φωτός. Ο Πατέρας του φωτός σε καλεί με πύρινη αγάπη. Άκουσε και να ξέρεις: κανένας στο γένος σου και στον λαό σου δεν δοξάστηκε εκτός από εκείνους που δόξασαν τον Θεό. Από τον Κύριό σου έλεος και υγεία.


[1] Άπις: Ιερός μέλας ταύρος με λευκές κηλίδες που λατρευόταν από τους Αιγύπτιους κυρίως στη Μέμφιδα, όπου θεωρείτο ως ενσάρκωση του θεού Φθα.

Πηγή: http://www.orp.gr/wordpress/

Εκ του βιβλίου του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,
“Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται…: Ιεραποστολικές επιστολές Α΄”,
μετάφραση Σβετλάνα Πέτσιν, Ηλίας Σαραγούδας, Νεφέλη Σαραγούδα – Πέτσιν,
1η έκδ., “Εν πλω”, Αθήνα, 2008.

Η ΒΡΟΧΗ ΤΟΥ ΙΟΥΛΙΟΥ ΜΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΨΑ ΕΝΟΣ ΑΣΚΗΤΟΥ





Ἡ βροχὴ τοῦ Ἰουλίου μηνὸς γιὰ τὴν δίψαν ἑνὸς ἀσκητοῦ εὑρισκομένου πλησίον τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης. Μετὰ ἀπὸ αὐτά, λοιπόν, κατὰ τὴν ὥραν, ποὺ ἔδυεν ὁ ἥλιος βαδίζοντας ἀπὸ τὸ κελλί μου πρὸς τὸ ἡσυχαστήριον τοῦ γέροντα, ἐνῶ ἦταν ἡμέρα Σαββάτο, κατὰ τὸ τέλος τοῦ Ἰουλίου μηνὸς καὶ ἐνῶ ἦταν ὁ καιρὸς καλοκαιρινός, εὑρισκόμενος εἰς τὴν ὁδὸν ἀκούω νὰ ξεσποῦν βροντὲς καὶ βλέπω, νὰ ἀστράπτουν ἀστραπές, ἀφοῦ ἐφάνηκε, νὰ εἶναι εἰς τὸν οὐρανὸν ἕνα μικρὸν σύννεφο,ν κατὰ τὴν ἔρημον τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης.

Ἀπορῶντας πολὺ γιὰ τὸ παράξενον ἄκουσμα καὶ θέαμα ἔφτασα εἰς τὸ ἡσυχαστήριον τοῦ γέροντα, ὁ ὁποῖος ἅγιος γέροντας, ἀφοῦ ἐκτύπησα τὴν θύρα μὲ ἕνα λίθον, μοῦ ἄνοιξε, ἔχοντας ἔκλαμπρον τὸ πρόσωπον καὶ χαρούμενον καὶ μοῦ λέγει∙ «ἐγνώρισες, ώ τέκνον, γιατί ἔγινεν αὐτὴ ἡ βροντή;». Ἐνῶ δὲ ἐγὼ «ὄχι πάτερ αποκριθείς αυτά, λοιπόν, κατά την ώραν, πού έδυεν ο ήλιος βαδίζοντας από το κελλί μου προς το ησυχαστήριον του γέροντα, ενώ ήταν ημέρα Σαββάτο, κατά το τέλος του Ιουλίου μηνός και ενώ ήταν ο καιρός καλοκαιρινός, ευρισκόμενος εις την οδόν ακούω να ξεσπούν βροντές και βλέπω, να αστράπτουν αστραπές, αφού εφάνηκε, να είναι εις τον ουρανόν ένα μικρόν σύννεφο, κατά την έρημον της Νεκράς Θαλάσσης.

Απορώντας πολύ για το παράξενον άκουσμα και θέαμα έφτασα εις το ησυχαστήριον του γέροντα, ο οποίος άγιος γέροντας, αφού εκτύπησα την θύρα με ένα λίθον, μου άνοιξε, έχοντας εκλάμπρον το πρόσωπον και χαρούμενον και μου λέγει∙

«εγνώρισες, ώ τέκνον, γιατί έγινεν αυτή η βροντή;». Ενώ δε εγώ είπα∙ «όχι πάτερ» απόκριθείς ἐπιπροσθέτως εἶπε πρὸς με∙ «νὰ ξέρῃς, τέκνον, ὅτι κάποιος ἀναχωρητὴς καὶ πολίτης τῆς ἐρήμου, περιερχόμενος κοντὰ εἰς τὴν Νεκρὰν Θάλασσαν ἐδίψασε καὶ ἐζήτησε νερόν. Ἐπειδὴ δὲ δὲν εὑρῆκεν, εστεναχωρήθηκε καὶ ἔκλαυσε καὶ ἀφοῦ ἔκαμε δέησιν πρὸς τὸν Θεόν, σύμφωνα μέ τὴν ἀνέκφραστον ἀγαθότητα Του, ἔδωσεν ἐντολὴν καὶ ήρθεν ἕνα σύννεφον καὶ παρηγορῶντας τὸν δοῦλο Του, ἐβρόντησε καὶ ἔστειλε βροχήν, θεραπεύσας τὴν δίψαν τοῦ δούλου Του». Βλέποντας δὲ ἐμένα, νὰ ἔχω ἐκπλαγῇ πολὺ γι' αὐτά, εἶπε δύο φορὲς τὰ ἴδια, μάλιστα καὶ τρίτην, θέλοντας νὰ μὲ διαβεβαίωση γιὰ τὸ θαῦμα αὐτό.

Μετὰ λοιπόν, ἀπὸ πέντε ἡμέρες, μαζὶ μὲ τοὺς συμμαθητὲς ἐπῆγα στὴ Νεκρὰν Θάλασσαν, γιὰ νὰ μαζέψω καλάμια, ἀφοῦ ἔλαβα ἐντολὴν ἀπὸ αὐτόν, νὰ παρατηρήσω τὰ μέρη, ὅπου εἶχε πέσει ἡ βροχή, γιὰ νὰ βεβαιωθοῦμε τελείως. Ὅταν, λοιπόν, ἤλθαμε εἵς τὸ μέρος, ποὺ εἶχε προσδιορίσει ὁ γέροντας καὶ εἴδαμε ἀκριβῶς ἔτσι, ὅπως μᾶς εἶπε, ἐπιστρέψαμε ἀποδίδοντες χάριν εἵς τὸν Θεὸν καὶ ἐπαινούσαμε μὲ τὴν διορατικὴν ἱκανότητα τοῦ θαυμάσιου γέροντα.

Πηγή: https://www.hristospanagia.gr

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
ΣΑΒΒΑΪΤΟΥ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ (725-794)
ΥΠΟ ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΤΟΥ ΕΚ ΔΑΜΑΣΚΟΥ

Αναρτήθηκε από ΓΙΩΡΓΟΣ Δ. ΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ στις 6:05:00 π.μ. 

ΑΝ ΚΑΘΕ ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΜΕΝΟ ΕΔΙΝΑΝ ΔΕΚΑ ΛΙΡΕΣ, ΤΙ ΛΕΤΕ ΘΑ ΑΠΟΥΣΙΑΖΕ ΚΑΝΕΝΑΣ;





«Εξ ημέρας εργά και ποιήσεις πάντα τα έργα σου· τη δε εβδόμη Σάββατα Κυρίω τω Θεώ σου».

Κάποτε ένας ιεροκήρυκας είπε στο ακροατήριό του το εξής: Ένας πλούσιος συνάντησε ένα πτωχό και βάδιζαν μαζί. Λυπήθηκε τον πτωχό και από τις επτά λίρες που είχε του έδωσε δύο. Μετά από λίγο, όταν άκουσε τα βάσανά του του έδωσε και άλλες δύο.

Σε μια βρύση, που κάθησαν του έδωσε από το φαγητό του και συγχρόνως και άλλες δύο λίρες. Του έδωσε λοιπόν σύνολον έξι λίρες και αυτός κράτησε μία για τον εαυτό του. Τόσο πολύ σπλαγχνικά συμπεριφέρθηκε.

Ξαφνικά όμως αυτός που πήρε τις έξι λίρες αντί ευγνωμοσύνης σηκώνεται πάνω και με την απειλή μαχαίρας του αρπάζει και την έβδομη. Τον αχάριστο! Τι αξίζει σ᾽ αυτόν; Ρώτησε ο Ιεροκήρυκας; Το ακροατήριο απάντησε: «θάνατος»!

Σε σας λοιπόν αξίζει η αυστηρή αυτή τιμωρία, διότι είσθε οι αγνώμονες. Ο Θεός μας έδωσε έξι ημέρες και κράτησε μία, την Κυριακή. Αλλά του την παίρνουν και αυτή. Με διάφορες εργασίες ασχολούμενοι αφήνουν την Κυριακή. Αχ δυστυχείς: Αν υποτεθή ότι κάθε Κυριακή σε κάθε εκκλησιαζόμενο θα έδιναν 10 λίρες, τι λέτε θα απουσίαζε κανένας;

Λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος «Εκκλησίας ουδέν ίσον· μη απέχου Εκκλησίας· ουδέν γαρ Εκκλησίας ισχυρότερον. Η ελπίς σου η Εκκλησία· η σωτηρία σου η Εκκλησία· η καταφυγή σου η Εκκλησία».

Και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς παρατηρεί τα εξής: «Κανείς να μη απουσιάζη από αυτές τις ιερές και θεοπαράδοτες συνάξεις, είτε από ραθυμία, είτε από την συνεχή ασχολία με τα γήινα, για να μη εγκαταλειφθή δικαίως από τον Θεό και, επειδή δεν έρχεται στις τακτές συνάξεις, πάθει κάτι παρόμοιο με τον Απόστολο Θωμά.

ΔΙΔΑΧΗ ΤΗΝ ΙΒ' ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ






«Διδάσκαλε αγαθέ, τι αγαθόν ποιήσω ίνα έχω ζωήν αιώνιον;»
(Ματθ. 19, 16)

«Αγαθέ Διδάσκαλε», ρώτησε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό κάποιος νεαρός, «τι καλό να κάνω για ν’ αποκτήσω την αιώνια ζωή;». Δηλαδή: “Τι να κάνω για να σωθώ;”. Ερώτημα πολύ σοβαρό. Ερώτημα για ένα ζήτημα που πρέπει ν’ απασχολεί κάθε άνθρωπο σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού της επίγειας ζωής του. Όπως ο ταξιδιώτης που διαπλέει μια μεγάλη και φουρτουνιασμένη θάλασσα, δεν συλλογίζεται παρά ένα ήσυχο λιμάνι, έτσι κι εμείς, που ταλαιπωρούμαστε μέσα στα κύματα της θάλασσας του βίου, πρέπει ακατάπαυστα να έχουμε μπροστά στα μάτια του νου μας την αιωνιότητα και, όσο βρισκόμαστε στην πρόσκαιρη τούτη ζωή, να φροντίζουμε για τη μεταθανάτια κατάσταση της ψυχής μας. Τι είναι αυτό που μπορούμε να το αποκτήσουμε στη γη και να το διατηρήσουμε παντοτινά ως αναφαίρετο κτήμα μας; Μόνο η σωτηρία μας!

Όποιος χρησιμοποιεί την επίγεια ζωή για να συγκεντρώσει πλούτη, αυτός θ’ αφήσει εδώ τα πλούτη κατά το πέρασμά του στην αιωνιότητα. Όποιος χρησιμοποιεί την επίγεια ζωή για ν’ αποκτήσει τιμές και δόξα, αυτός θα χάσει και τις τιμές και τη δόξα από τον πικρό θάνατο. Όποιος, όμως, χρησιμοποιεί την επίγεια ζωή για ν’ αποκτήσει τη σωτηρία, αυτός θα πάρει τη σωτηρία μαζί του στην αιωνιότητα και θα ευφραίνεται παντοτινά στον ουρανό με το υπέρτατο αγαθό που κέρδισε στη γη. Αγαπητοί αδελφοί! Τι πρέπει να κάνουμε για να σωθούμε; Την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, την πιο ικανοποιητική απάντηση, τη βρίσκουμε στο Ευαγγέλιο. Ο Κύριος δήλωσε ότι για να σωθούν όσοι δεν πιστεύουν στον Χριστό, πρέπει οπωσδήποτε να πιστέψουν σ’ Αυτόν· και για να σωθούν όσοι πιστεύουν στον Χριστό, πρέπει οπωσδήποτε να ζουν σύμφωνα με τις εντολές Του. Αιώνια θα χαθεί όποιος δεν πιστεύει στον Χριστό.

Ομιλία του Αγίου Βασιλείου, Αρχιεπισκόπου Καισαρείας της Καππαδοκίας του Μεγάλου, προς τους πλουτούντας




Ωμιλήσαμε και παλαιότερα περί του πλουσίου αυτού νέου και θα ενθυμήται οπωσδήποτε ο επιμελής ακροατής αυτά που είχαμε εξετάσει τότε. Και πρώτον, ότι δεν είναι ο ίδιος με τον νομικό που αναφέρει ο Λουκάς (Λουκ. ι’ 25 κ.ε.). Διότι εκείνος μεν είχε πειρακτικήν διάθεση και έκαμεν ερωτήσεις ειρωνικές, ενώ αυτός ερωτούσε με υγιή διάθεσιν, αλλά δεν εδέχετο τις αποκρίσεις με ευπείθειαν. Επειδή εάν απηύθυνε τις ερωτήσεις περιφρονητικώς, δεν θα έφευγε λυπημένος από τις απαντήσεις του Κυρίου. Γι’ αυτό η συμπεριφορά του μας φαίνεται κάπως ανάμικτος. Διότι άλλοτε η διήγησις μας τoν παρουσιάζει αξιέπαινον, άλλοτε δε αθλιώτατον και εντελώς απηλπισμένον.

Πράγματι, το να αναγνωρίση τoν αληθινόν διδάσκαλο και να παραβλέψη την αλαζονεία των Φαρισαίων, την οίηση των νομικών και την φορτικότητα των γραμματέων, και να αποδώση τoν τίτλον αυτόν στον μόνον αληθινόν και αγαθόν διδάσκαλον, αυτό τoν καθιστά άξιον επαίνου. Επίσης, το γεγονός ότι έδειξεν ενεργόν ενδιαφέρον για το πώς θα ημπορούσε να κληρονομήση την αιωνίαν ζωή, και αυτό οφείλουμε να το εκτιμήσωμε. Εκείνο όμως που κακοχαρακτηρίζει όλην του την προαίρεση και φανερώνει ότι δεν αποβλέπει στο όντως καλόν, αλλά τoν απασχολεί το τι αρέσει στους πολλούς, είναι το εξής: αφού εδιδάχθη από τoν αληθινόν διδάσκαλο σωτήρια μαθήματα, δεν τα εχάραξε στην καρδία του ούτε εφήρμοσε τα μαθήματα αυτά στην πράξιν, αλλά απήλθε λυπημένος, επειδή είχε τυφλωθή από το πάθος της φιλοπλουτίας.

Αυτό είναι που ελέγχει την ανωμαλίαν της συμπεριφοράς του και την ασυμφωνία προς τον εαυτόν του. Τον αποκαλείς διδάσκαλον και δεν ενεργείς ως μαθητής; Τον ομολογείς αγαθόν και περιφρονείς αυτά που δίδει; Και όμως είναι φανερόν ότι ο αγαθός αγαθά παρέχει. Και ερωτάς μεν περί της αιωνίου ζωής, αποδεικνύεσαι όμως ότι είσαι ολοκληρωτικώς δεμένος στην απόλαυση της παρούσης ζωής. Ποίος είναι ο δύσκολος ή ο βαρύς ή ο δυσβάστακτος λόγος που σου απηύθυνεν ο διδάσκαλος; «Πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς». Εάν σου επρότεινε κόπους γεωργικούς ή τους κινδύνους του εμπορίου, ή όσα άλλα επίπονα ακολουθούν αυτούς που κερδοσκοπούν, τότε έπρεπε να λυπηθής δυσφορώντας για την προσταγήν. Εάν ομως υπόσχεται να σε καταστήση κληρονόμον της αιωνίου ζωής με έναν τόσον εύκολον δρόμον, ο οποίος κανένα κόπον ή ιδρώτα δεν έχει, δεν χαίρεσαι για την ευκολία της σωτηρίας, αλλά φεύγεις με οδύνη στην ψυχή και πενθείς, και καθιστάς άχρηστα για τον εαυτόν σου όλα εκείνα για τα οποία έχεις κοπιάσει μέχρι τώρα.

Διότι εάν δεν εφόνευσες, όπως λέγεις εσύ, ούτε εμοίχευσες ούτε έκλεψες ούτε εψευδομαρτύρησες εναντίον κάποιον, καθιστάς ανώφελον για τον εαυτόν σου τον αγώνα που έκαμες γι’ αυτά, εάν δεν προσθέσης αυτό που υπολείπεται, με το οποίον και μόνο θα ημπορέσης να εισέλθης στην Βασιλείαν του Θεού. Και αν μεν ο ιατρός σου έδιδεν υπόσχεσιν ότι θα διορθώση αναπηρίες των μελών σου τις οποίες έχεις εκ φύσεως ή από κάποιαν ασθένεια, δεν θα χαιρόσουν ακούγοντάς το; Τώρα δε που ο μέγας ιατρός των ψυχών θέλει να σε καμει τέλειον ως προς τα βασικώτατα που υστερείς, δεν δέχεσαι την χάριν, αλλά πενθείς και σκυθρωπιάζεις. Είναι φανερό λοιπόν ότι ευρίσκεσαι μακριά από εκείνην την εντολήν και ψευδώς διεκήρυξες ότι έχεις κατορθώσει να αγαπήσης τον πλησίον σου ωσάν τον εαυτόν σου. Ιδού ότι αυτό που σε προσέταξεν ο Κύριος σε αποδεικνύει ότι απέχεις πάρα πολύ από την αληθινήν αγάπη.

Πράγματι, αν αυτό που διεβεβαίωσες ήταν αληθινόν, ότι εφύλαξες από τη νεότητά σου την εντολήν της αγάπης και απέδιδες στον καθένα τόσα όσα και στον εαυτόν σου, τότε από πού έχεις συγκεντρώσει αυτήν την χρηματικήν περιουσία; Διότι η ικανοποίησις των αναγκών των πτωχών καταναλώνει τον πλούτον, όταν δηλαδή κάποιος δέχεται ολίγα για την ικανοποίησιν των αναγκών του, όλοι δε μαζί μοιράζονται όσα υπάρχουν και εξοδεύονται γι’ αυτούς. Ώστε εκείνος που αγαπά τον πλησίον ωσάν τον εαυτόν του δεν κατέχει τίποτε περισσότερον από τον πλησίον. Αλλά όμως φαίνεσαι να έχης κτήματα πολλά. Από πού αυτά; Είναι φανερόν. Έχεις προτιμήσει την ιδικήν σου απόλαυσιν από την ανακούφιση των πολλών. Όσο λοιπόν υπερέχεις κατά τον πλούτον, τόσον υστερείς στην αγάπην. Επειδή αν είχες αγαπήσει τον πλησίον, θα είχες σκεφθή προ πολλού να απαλλαγής από τα χρήματα. Τώρα όμως τα χρήματα έχουν προσκολληθεί επάνω σου περισσότερον από τα μέλη του σώματός σου, και σε λυπεί ο αποχωρισμός τους σαν να επρόκειτο για ακρωτηριασμόν των χρησιμωτέρων μελών σου.

Διότι εάν είχες ενδύσει γυμνόν, εάν είχες δώσει τον άρτο σου στον πεινασμένον, εάν η θύρα σου ήταν ανοικτή σε κάθε ξένον, εάν είχες γίνει πατέρας ορφανών, εάν συνέπασχες με τον αδύνατον, για ποία χρήματα θα ελυπόσουν τώρα; Και πώς θα εδυσκολευόσουν να διαθέσης τα υπόλοιπα, αν είχες προ πολλού σκεφθεί να τα διανείμης στους ενδεείς; Έπειτα, σε μίαν πανήγυρη κανείς δεν λυπείται να διαθέση αυτά που έχει για να αποκτηση αντ’ αυτών ό,τι χρειάζεται. Αλλά με όσον μικροτέραν τιμήν αγοράζει τα πολύτιμα πράγματα τόσον περισσότερο χαίρεται για την λαμπρά συναλλαγήν του. Ενώ εσύ λυπείσαι που δίδεις χρυσόν και άργυρον και κτήματα, που προσφέρεις δηλαδή απλώς λίθους και χώμα, για να αποκτήσης την αιώνιον ζωήν. Αλλά τι θα σου χρησιμεύση ο πλούτος; Θα περιβληθής με πολύτιμον ένδυμα; Ωστόσον είναι βέβαιον ότι δύο πηχών χιτωνίσκος σου φθάνει και ένα εξωτερικόν ιμάτιο θα καλύψη την ανάγκην όλων των ενδνμάτων. Μήπως θα εξοδεύσης τον πλούτο για την διατροφή σου; Ένας άρτος είναι ικανός να γεμίση την κοιλία σου. Τι λυπείσαι λοιπόν; Σαν τι να στερήσαι; Μήπως την δόξα που προξενεί ο πλούτος; Εάν όμως δεν αναζητήσης την δόξα στα επίγεια θα εύρης την αληθινήν εκείνην και ολόλαμπρον η οποία σε αναμένει στην Βασιλείαν των Ουρανών.

Και το να έχης όμως απλώς τον πλούτον είναι αγαπητόν, έστω και αν δεν προέλθη από αυτόν κανένα όφελος. Αλλά και το ότι είναι ανόητος η μέριμνα για τα άχρηστα πράγματα, σε όλους είναι γνωστόν. Ίσως σου φανή παράδοξον αυτό που θα ειπώ, πλήν όμως είναι το αληθέστερον από όλα. Όταν ο πλούτος σκορπίζεται κατά τον τρόπον που παραγγέλλει ο Κύριος, έχει την ιδιότητα να παραμένη, ενώ όταν φυλάσσεται, να μας εγκαταλείπη. Εάν τον φυλάσσης, δεν θα τον έχης, εάν τον σκορπίσης, δεν θα τον χάσης. Αλλά ο πλούτος είναι περιζήτητος από τους περισσοτέρους όχι για τα ενδύματα ούτε για τις τροφές. Έχει επινοηθή από τον διάβολο κάποιο τέχνασμα το οποίον υποβάλλει στους πλουσίους αναρίθμητες αφορμές για δαπάνες, ώστε να κυνηγούν τα περιττά και άχρηστα ως αναγκαία, και ποτέ να μην αισθάνονται κορεσμόν από του να επινοούν αφορμές για έξοδα. Επειδή όταν μεν διαμοιράζουν τον πλούτο, λαμβάνουν υπ’ όψιν και την παρούσαν ανάγκην και την μελλοντικήν. Και αποθηκεύουν το ένα μέρος για τους εαυτούς των, το δε άλλο για τα παιδιά τους. Έπειτα ευρίσκουν διάφορες αφορμές για να δαπανήσουν τον πλούτον αυτόν.

Όταν όμως ο πλούτος, που διασπάται σε τόσα κομμάτια, ακόμη περισσεύει, παραχώνεται στη γη και φυλάσσεται σε απόρρητα μέρη. «Διότι το μέλλον είναι άγνωστον, μήπως μας εύρουν κάποιες απρόβλεπτες ανάγκες». Είναι βεβαίως άγνωστον, εαν εννοής την χρησιμότητα του χρυσού που έχεις κρύψει, είναι όμως φανερά η ζημία από την απανθρωπία της ενεργείας αυτής. Διότι αφού δεν ημπόρεσες να εξοδεύσης με τις αναρίθμητες επινοήσεις τον πλούτο, τότε τον απέκρυψες στη γη. Τι φοβερά μανία! Όσον ο χρυσός ήταν ακόμη μετάλλευμα εξερευνούσες την γη, και όταν εφανερώθη τον εξαφανίζεις πάλι στην γη. Έπειτα, έχω την γνώμην ότι σου συμβαίνει μαζί με τον πλούτο να παραχώνης και την καρδία σου. «Όπου γαρ ο θησαυρός σου», λέγει, «εκεί και η καρδία» (Ματθ. στ’ 21). Γι’ αυτό λυπούν οι εντολές, διότι τους γίνεται ο βίος αβίωτος όταν δεν ασχολούνται με τις ανωφελείς δαπάνες. Και μου φαίνεται ότι το πάθος του νεανίσκου και των ομοίων του είναι παρόμοιον ωσάν κάποιου οδοιπόρου, ο οποίος από την επιθυμία του να φθάση σε κάποιαν πόλη διήνυσε προθύμως τον δρόμο μέχρις εκεί, έπειτα όμως κατέλυσε σε κάποιο από τα ξενοδοχεία που είναι έξω από τα τείχη.

Από την οκνηρία του δηλαδή να βαδίση λίγο ακόμη αχρήστευσε και τον προηγούμενον κόπο και απέκλεισε τον εαυτόν του από το να απολαύση τα αξιοθέατα της πόλεως. Τέτοιοι είναι όσοι δέχονται μεν να πράξουν τα άλλα, αρνούνται όμως να απαλλαγούν από τα υπάρχοντά τους. Γνωρίζω πολλούς οι οποίοι νηστεύουν, προσεύχονται, στενάζουν, δεικνύουν όλην την ανέξοδον ευλάβεια, δεν εξοδεύουν όμως ούτε μία δραχμή για τους θλιβομένους. Ποίον είναι το όφελός τους από την λοιπήν αρετήν; Η Βασιλεία των Ουρανών δεν τους δέχεται, διότι λέγει, «ευκοπώτερον εστί κάμηλον δια τρυμαλιάς (τρυπήματος) ραφίδος εισελθείν, ή πλούσιον εις την βασιλείαν των ουρανών εισελθείν» (Μάρκ. ι’ 25 – Λουκ. ιη’ 25). Αλλά αν και η απόφασις είναι τόσο φανερά και αυτός που την είπε αψευδής, εκείνοι που πείθονται σ’ αυτήν είναι σπάνιοι. ─Και πως θα ζήσωμε όταν παραιτηθούμε από όλα; Λέγει. Και ποία θα είναι η μορφή του κόσμου όταν όλοι παραχωρούν και όλα εγκαταλείπονται;

Μη μου ζητείς να σου δικαιολογήσω τα προστάγματα του Δεσπότου. Αυτός που το ενομοθέτησε γνωρίζει, και θα προσαρμόση το αδύνατον στον νόμο. Η καρδία σου όμως με τον τρόπον αυτό σαν σε ζυγαριά δοκιμάζεται προς τα πού κλίνει. Προς την αληθινήν ζωην ή προς την πρόσκαιρον απόλαυσιν. Διότι αυτοί που σκέπτονται συνετώς, αρμόζει να θεωρούν ότι χρησιμοποιούν τον πλούτον για να τον οικονομούν κατά Θεόν και όχι για να τον απολαμβάνουν. Και όταν τον αποχωρίζονται, να χαίρωνται σαν να απαλλάσσωνται από τα ξένα, και όχι να δυσανασχετούν σαν να εγκαταλείπουν τα ιδικά τους. Γιατί λοιπόν λυπείσαι; Γιατί κυριεύεται από πένθος η ψυχή σου όταν ακούης το πώλησόν σου τα υπάρχοντα; Διότι εάν σε συνώδευαν στο μέλλον, ούτε στην περίπτωσιν αυτή θα άξιζε να τα επιζητής με τόσον πόθον, αφού επισκιάζωνται από τα εκεί πολύτιμα αγαθά. Εάν όμως κατ’ ανάγκην παραμένουν εδώ, γιατί να μην αποκομίσωμε κέρδος από αυτό με το να τα πωλήσωμε; Αλλά συ όταν δης χρυσόν και αποκτάς ίππο, δεν λυπείσαι, όταν όμως διαθέτης πράγματα φθαρτά και αντ’ αυτών λαμβάνεις βασιλείαν ουρανών, δακρύζεις και αρνείσαι αυτόν που σου τα ζητεί και δεν συγκατατίθεσαι να δώσης, επινοώντας χίλιες δύο προφάσεις για να τα καταναλώσης.

Τί θα αποκριθής στoν κριτήν, εσύ που καλλωπίζεις με καλύμματα τους τοίχους και άνθρωπο δεν ενδύεις; Που στολίζεις τους ίππους και παραβλέπεις τον αδελφό σου που είναι γυμνός; Που αφήνεις το σιτάρι να σαπίση και δεν τρέφεις τους πεινασμένους; Που παραχώνεις τον χρυσό και περιφρονείς τον καταπιεζόμενον; Και εάν ζη μαζί σου γυναίκα και αγαπά τον πλούτο, η νόσος είναι διπλή. Διότι και στις διασκεδάσεις παρακινεί, και μαζί μ’ αυτές αυξάνει τις φιληδονίες και κεντρίζει τις περίεργες επιθυμίες, επινοώντας διάφορα είδη λίθων, μαργαριτάρια και σμαράγδια και υακίνθους και χρυσό, και άλλον τον επεξεργάζεται για κοσμήματα, άλλον τον υφαίνει και αυξάνει την ασθένεια με κάθε πολυτέλεια. Και δεν αποτελεί πάρεργον η ενασχόλησις με αυτά, αλλά νύκτα και ημέρα γι’ αυτά φροντίζει. Πάμπολλοι δε κόλακες που συντρέχουν στις επιθυμίες της, συγκεντρώνουν τους χρωματουργούς, τους χρυσοχόους, τους αρωματοποιούς, τους ράπτες, τους διακοσμητάς. Δεν αφήνει τον άνδρα να αναπνεύση από τις συνεχείς παραγγελίες της. Κανένας πλούτος δεν επαρκεί να εξυπηρετήση τις γυναικείες επιθυμίες, ούτε και αν ακόμη ρέη ως ποταμός.

ΔΙΔΑΣΚΑΛΕ ΑΓΑΘΕ, ΤΙ ΑΓΑΘΟ ΠΟΗΣΩ ΙΝΑ ΕΧΩ ΖΩΗ ΑΙΩΝΙΟΝ;






«Ἀγαθέ Διδάσκαλε», ρώτησε τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό κάποιος νεαρός πού ἦταν πολύ πλούσιος, «τί καλό νά κάνω γιά ν' ἀποκτήσω τήν αἰώνια ζωή;». Δηλαδή: «Τί νά κάνω γιά νά σωθῶ;». Ἐρώτημα πολύ σοβαρό. Ἐρώτημα γιά ἕνα ζήτημα πού πρέπει ν' ἀπασχολεῖ κάθε ἄνθρωπο σ' ὅλη τή διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Ὅπως ὁ ταξιδιώτης πού διαπλέει μιά μεγάλη καί φουρτουνιασμένη θάλασσα, δέν συλλογίζεται παρά ἕνα ἥσυχο λιμάνι, ἔτσι κι ἐμεῖς, πού ταλαιπωρούμαστε μέσα στά κύματα τῆς θάλασσας τοῦ βίου, πρέπει ἀκατάπαυστα νά ἔχουμε μπροστά στά μάτια τοῦ νοῦ μας τήν αἰωνιότητα καί, ὅσο βρισκόμαστε στήν πρόσκαιρη τούτη ζωή, νά φροντίζουμε γιά τή μεταθανάτια κατάσταση τῆς ψυχῆς μας. Τί εἶναι αὐτό πού μποροῦμε νά τό ἀποκτήσουμε στή γῆ καί νά τό διατηρήσουμε παντοτινά ὡς ἀναφαίρετο κτῆμα μας;

Μόνο ἡ σωτηρία μας! Δυστυχῶς ὁ πλούσιος νεανίσκος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος, δέν ἤθελε νά μοιράσει τήν περιουσία του γιά νά γίνει κληρονόμος τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Τότε ὁ Κύριος εἶπε στούς μαθητές του ὅτι εἶναι πιό εὔκολο νά περάσει μιά καμήλα ἀπό βελονότρυπα παρά νά μπεῖ ἕνας πλούσιος στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἄς ἀκούσουμε ὅμως τί λέει ὁ Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος στήν Καθολική του Ἐπιστολή γιά τούς πλουσίους: "Ἐλᾶτε τώρα, σεῖς οἱ πλούσιοι, κλαύσατε καί θρηνήσατε διά τάς συμφοράς πού σᾶς ἔρχονται. Ὁ πλοῦτος σας ἔχει σαπίσει καί τά ἐνδύματά σας εἶναι φαγωμένα ἀπό τόν σκόρον, τό χρυσάφι σας καί τό ἀσήμι σας ἔχουν σκουριάσει καί ἡ σκουριά τους θά εἶναι μία μαρτυρία ἐναντίον σας, καί θά φάγῃ τίς σάρκες σας σάν φωτιά. Ἐθησαυρίσατε διά τάς ἐσχάτας ἡμέρας. Τά ἡμερομίσθια τῶν ἐργατῶν πού ἐθέρισαν τά χωράφια σας, καί σεῖς τούς τά ἐστερήσατε, φωνάζουν, καί αἱ βοαί τῶν θεριστῶν ἔχουν φτάσει εἰς τά αὐτιά τοῦ Κυρίου Σαβαώθ.

Ἐζήσατε εἰς τήν γῆν μέ πολυτέλειαν καί ἀπολαύσεις, ἐπαχύνατε σάν τά ζῶα διά τήν ἡμέραν πού θά τά σφάξουν. Κατεδικάσατε, ἐσκοτώσατε τόν ἀθῶον· δέ σᾶς φέρει ἀντίστασιν» (Ἰακ. 5, 1-6). Βλέπετε τί φοβερά λόγια εἶπε ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος γιά τούς πλούσιους καί πόσο βαριά τούς κατηγόρησε; Καί τί μπορεῖ νά εἶναι πιό φοβερό ἀπό τά λόγια τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ πού λέει ὅτι δύσκολο εἶναι γιά ἕναν πλούσιο νά εἰσέλθει στήν Βασιλεία του Θεοῦ; Γιατί ὅμως εἶναι δύσκολο; Διότι ἄν εἴμαστε προσκολλημένοι στόν πλοῦτο καί στά ἀγαθά μας τότε παραμένουμε σκληρόκαρδοι καί μισάνθρωποι ἐγωιστές. Καί τέτοιοι ἄνθρωποι δέν ἔχουν θέση στή Βασιλεία του Θεοῦ.

Ποιά σχέση ὅμως ἔχουν ὅλα αὐτά μέ μᾶς, τούς ἀνθρώπους πού δέν ἔχουν πλοῦτο; Ἔχουν ἄμεση σχέση. Σκεφθεῖτε, τί εἶναι αὐτό πού βλάπτει τήν ψυχή ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων πού ἔχουν πλοῦτο; Τήν βλάπτει τό ὅτι τά γήινα ἀγαθά, τίς διάφορες ἀπολαύσεις, τήν πολυτέλεια, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι τά βάζουν πάνω ἀπ' ὅλα. Τά θεωροῦν πιό σημαντικά καί ἀπό τά πνευματικά ἀγαθά, τά ὁποῖα ἀποκτοῦν οἱ ἄνθρωποι πού μπορεῖ νά μήν ἔχουν ὑλικά ἀγαθά, ἔχουν ὅμως τόν μεγάλο πλοῦτο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πλησίον. Ἄν ἐμεῖς, παρ' ὅλο πού δέν εἴμαστε πλούσιοι, ζητᾶμε τίς ἀπολαύσεις καί τίς χαρές τῆς ζωῆς. Ἄν ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ εὐημερία. Ἄν ὅλες οἱ σκέψεις μας εἶναι πώς νά περάσουμε καλύτερα σέ αὐτή τήν ζωή, καί μόνο αὐτό ἐπιδιώκουμε, τότε σίγουρα εἴμαστε μακριά ἀπ' αὐτό πού ζητάει ὁ Κύριος.