Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

Ζωντανές Μεταδόσεις των Εκδηλώσεων Αγιοκατάταξης του Οσίου Ιακώβου του Ε...


Ζωντανές μεταδόσεις των εκδηλώσεων αγιοκατατάξης του οσίου Ιακώβου του εν Ευβοία 2 και 3 Ιουνίου 2018




H HELLAS SAT έχει προβεί στις δέουσες διευθετήσεις για να καλύψει δορυφορικά σε υψηλή ανάλυση το Σάββατο  2  Ιουνίου και την Κυριακή 3 Ιουνίου 2018, τον Πατριαρχικό Εσπερινό και την Πατριαρχική Θεία Λειτουργία, με αφορμή την Αγιοκατάταξη του οσίου Ιακώβου του εν Ευβοία, του επονομαζόμενου και «Με συγχωρείτε», από την ιερά μονή Οσίου Δαυίδ του Γέροντος στη Βόρεια Εύβοια.
Οι ιερές ακολουθίες του Εσπερινού και της θείας Λειτουργίας θα μεταδοθούν από τις συνδρομητικές πλατφόρμες CYTA, PRIMETEL και CABLENET από τον ραδιοτηλεοπτικό σταθμό  4E. Επιπλέον η θεία Λειτουργία της Κυριακής θα μεταδοθεί σε ανοικτή ζώνη απο τον τηλεοπτικο σταθμο CAPITAL.
Επίσης θα υπάρχει ζωντανή διαδικτυακή μετάδοση των ιερών ακολουθιών και από το YOUTUBE στο κανάλι RumOrthodox : https://www.youtube.com/user/RumOrthodox

Άγιος Μακάριος ο Νοταράς «Ο θαυματουργός άγιος των Μύλων Σάμου» (17 Απριλίου)




Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος Εκπαιδευτικός
Στο νοτιοανατολικό τμήμα του ακριτικού αιγαιοπελαγίτικου νησιού της Σάμου με τις απαράμιλλες φυσικές ομορφιές και την πλούσια πολιτιστική κληρονομιά βρίσκεται το ιστορικό και γραφικό χωριό Μύλοι ανάμεσα σε φημισμένους πορτοκαλεώνες και πυκνούς ελαιώνες.
Το μικρό αυτό χωριό της Σάμου, το οποίο κτίσθηκε κατά τον 16ο αιώνα στη διάρκεια του επαναποικισμού από τους πρώτους εποικιστές που ήρθαν από την Πάτμο μαζί με τον Νικόλαο Σαρακίνη και που για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν η πρωτεύουσα του νησιού, συνδέθηκε στη μακραίωνη ιστορική του πορεία και παράδοση με τον Άγιο Μακάριο τον Νοταρά Αρχιεπίσκοπο Κορίνθου (1731 – 1805),

τον ακλινή και αμετακίνητο στην ορθόδοξη πίστη και την εκκλησιαστική παράδοση ευκλεή ιεράρχη και θεοφόρο ασκητή, ο οποίος αναδείχθηκε Γενάρχης του Φιλοκαλισμού, ένθερμος αλείπτης νεομαρτύρων, πολύτιμος συγγραφέας και θαυματουργός άγιος.

Ο Άγιος Μακάριος, ο εκλεκτός αυτός γόνος της παλαιάς αρχοντικής οικογένειας των Νοταράδων από τα Τρίκαλα Κορινθίας, μετά την αυθαίρετη εκθρόνισή του από τον μητροπολιτικό θρόνο της Αποστολικής Εκκλησίας της Κορίνθου το 1768 εξαιτίας της κήρυξης του ρωσοτουρκικού πολέμου, επισκέφθηκε τη Ζάκυνθο, την Κεφαλληνία, την Ύδρα, την Πάτμο, τους Λειψούς και την Ικαρία, όπου συνέδραμε τον Όσιο Νήφωνα τον Χίο (1736-1809) στην ανέγερση και αποπεράτωση της παλαιφάτου Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού Θεοτόκου στην τοποθεσία Λευκάδα του Αγίου Κηρύκου.
Μετά την παραμονή του στο Άγιον Όρος, όπου κατέστη αρχηγέτης του πνευματικού κινήματος των Κολλυβάδων, της περίφημης φιλοκαλικής αναγέννησης, μαζί με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη (1749-1809) και τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο (1721-1813), υποστηρίζοντας με ένθερμο ζήλο τον αναστάσιμο χαρακτήρα της Κυριακής και την ανάγκη για ανακαίνιση της λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας και την επιστροφή στην αρχαία εκκλησιαστική παράδοση, διήλθε μετά τα μέσα του 18ου αιώνα κατά τη μετάβασή του προς τη Χίο και την Πάτμο από το ιστορικό και εύανδρο νησί της Σάμου.
Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τον Σάμιο ιερομόναχο Ισίδωρο Κυριακόπουλο (1819-1882), ο οποίος στη συνταχθείσα υπ’ αυτού Ακολουθία των Χαιρετισμών του Αγίου κάνει σχετική αναφορά: «Ὄρος σύ τό τοῦ Ἄθω καταλείψας, τρισμάκαρ, μετέβης πρός τήν Χίον καί Πάτμον· καί τήν Σάμον ἐν παρόδῳ ἰδών,… Χαῖρε, δι’ὅν καί ἡ Σάμος τιμᾶται·». Φτάνοντας στο νησί της Σάμου αναζήτησε κατάλληλο τόπο για προσευχή και άσκηση.

Ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς και η ευδόκιμος παρουσία του στην Ύδρα


Η ίδρυση το 1999 του Εκκλησιαστικού Μουσείου Ύδρας «Ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς» με πρωτοβουλία του ασκητικού και φιλαγίου Σεβασμιωτάτου Γέροντος Μητροπολίτου πρώην Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης κυρού Ιεροθέου αποτελεί κορυφαίο γεγονός στην εκκλησιαστική ιστορία του αγιοτόκου και αγιοβαδίστου νησιού της Ύδρας με την πλούσια κολλυβαδική παράδοση, αφού συνέβαλε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στην προβολή των εκκλησιαστικών κειμηλίων και θησαυρών του μικρού, αλλά πλούσιου σε πολιτιστική κληρονομιά νησιού του Αργοσαρωνικού.
Επιπλέον το Εκκλησιαστικό Μουσείο Ύδρας, το οποίο εγκαινιάσθηκε με κάθε επισημότητα υπό του αοιδίμου Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου στις 15 Αυγούστου 2005, προβάλλει με την ονοματοδοσία του μία εξέχουσα εθνικοθρησκευτική,
οσιακή και αλειπτική μορφή της Εκκλησίας μας με θεοπτικές εμπειρίες, χάρισμα θεοσημειών και πλούσιο συγγραφικό έργο. Ο λόγος για τον Άγιο Μακάριο τον Νοταρά Αρχιεπίσκοπο Κορίνθου (1731 -1805), ο οποίος άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην Ύδρα με την ασκητική του παρουσία και το καρποφόρο ιεροκηρυκτικό και αγιαστικό του έργο. Το γεγονός αυτό οδήγησε και στη συναρίθμησή του στη χορεία των τοπικών αγίων του νησιού, αλλά και στην ονοματοδοσία του Εκκλησιαστικού Μουσείου. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός, ότι προς τιμήν του Αγίου Μακαρίου του Νοταρά διοργανώθηκε στην Ύδρα στις 20 Αυγούστου 2005 υπό την επιμέλεια του αειμνήστου Ομοτίμου Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Στυλιανού Γ. Παπαδοπούλου ημερίδα επ’ ευκαιρία της επετειακής συμπληρώσεως των 200 ετών από την οσιακή του Κοίμηση στις 17 Απριλίου 1805. 

 
Ο ακλινής και αμετακίνητος στην ορθόδοξη εκκλησιαστική πίστη και παράδοση Άγιος Μακάριος γεννήθηκε το 1731 στα ιστορικά Τρίκαλα Κορινθίας. Ο κατά κόσμον Μιχαήλ Νοταράς ήταν γόνος της επιφανούς και αρχοντικής οικογένειας των Νοταράδων, η οποία διέθετε ισχυρή πολιτική, οικονομική και κοινωνική ισχύ. Από την αριστοκρατική αυτή οικογένεια προήλθαν εξέχουσες εκκλησιαστικές μορφές, όπως ο θαυματουργός πολιούχος της Κεφαλληνίας Άγιος Γεράσιμος ο Νοταράς (1509-1579), ο εθνομάρτυρας Λουκάς Νοταράς (+1453) και οι Πατριάρχες Ιεροσολύμων Δοσίθεος (+1707) και Χρύσανθος (+1731). Ο Μιχαήλ διακρίθηκε από την παιδική του ηλικία για τη σεμνότητα, την ευσέβεια, την αγάπη του προς τον συνάνθρωπο και την κλίση του στη μοναχική ζωή. Τα πρώτα γράμματα διδάχθηκε στην πατρίδα του, αλλά ο πόθος του για την ασκητική ζωή τον οδηγεί κρυφά από τους γονείς του στο ιστορικό μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου στα Καλάβρυτα. Επιστρέφει όμως στο πατρικό σπίτι, αφού ο πατέρας του δεν δίνει τη συγκατάθεσή του γι’ αυτή του την επιλογή. Έτσι παραμένει στο σπίτι μελετώντας ψυχωφελή βιβλία, ενώ δεν ανταποκρίνεται στην επιθυμία του πατέρα του να συγκεντρώσει τα οφειλόμενα χρήματα από τα γύρω χωριά. Μετά τον θάνατο του διδασκάλου του Ευσταθίου αναλαμβάνει ο ίδιος καθήκοντα διδασκάλου για έξι χρόνια, όπου εργάζεται αμισθί για τη μόρφωση των παιδιών της επαρχίας του. 

Ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς και η διέλευσή του από την Κεφαλονιά


Κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα διήλθε από την Κεφαλληνία μία από τις πιο λαμπρές και χαρισματικές εκκλησιαστικές μορφές, που κοσμούν το αγιολόγιο των νεοτέρων χρόνων και διδάσκουν με τη ζωή και το έργο τους. Ο λόγος για τον θαυματουργό Άγιο Μακάριο τον Νοταρά Αρχιεπίσκοπο Κορίνθου (1731 – 1805), ο οποίος αναδείχθηκε ταπεινός και ευκλεής ιεράρχης, φωτεινός ασκητής και ουρανόσταλτος οδηγός ψυχών, πολύτιμος συγγραφέας και Γενάρχης του Φιλοκαλισμού. Ο ακλινής και αμετακίνητος στην ορθόδοξη πίστη και εκκλησιαστική παράδοση Άγιος Μακάριος ο Νοταράς έζησε σε μια ιδιαίτερα δύσκολη και απαιτητική εποχή, η οποία είχε ανάγκη από μεγάλα πνευματικά αναστήματα, που να διακρίνονται για την αγωνιστικότητα, την τόλμη και την αγάπη τους στην Εκκλησία.
Γεννημένος το 1731 στα ιστορικά Τρίκαλα Κορινθίας και έχοντας ως φωτεινό πρότυπο τον συγγενή και συντοπίτη του, Άγιο Γεράσιμο Νοταρά (1509 – 1579), δείχνει από νωρίς ιδιαίτερη κλίση στη μοναχική ζωή. Γι’ αυτό καταφεύγει στην Ιερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου στα Καλάβρυτα για να γίνει μοναχός. Η έλλειψη συγκατάθεσης του πατέρα του τον αναγκάζει να επιστρέψει στα Τρίκαλα, όπου τον διορίζει επιστάτη των γύρω χωριών για να συγκεντρώνει τα οφειλόμενα χρήματα. Ο Άγιος όμως μοιράζει τα χρήματα στους φτωχούς και μετά τον θάνατο του διδασκάλου του Ευσταθίου, αναλαμβάνει ο ίδιος καθήκοντα διδασκάλου, εργαζόμενος έξι χρόνια αμισθί για τη μόρφωση των παιδιών της επαρχίας του. Σε ηλικία μόλις 34 ετών καλείται να ποιμάνει ως επίσκοπος την ιστορική και ευλογημένη Αποστολική Εκκλησία της Κορίνθου, η οποία τιμήθηκε, δοξάστηκε και ευεργετήθηκε από το πλούσιο και ανεπανάληπτο αναγεννητικό του έργο. Η κήρυξη όμως του ρωσοτουρκικού πολέμου το 1768 διακόπτει την πλούσια δράση και το πολύτιμο έργο του ταπεινού και χαρισματικού ιεράρχη της Κορίνθου. Έτσι μετά από την αυθαίρετη και αντικανονική εκθρόνισή του συνεχίζει το κηρυκτικό και ιεραποστολικό του έργο σε διάφορα νησιά της πατρίδος μας.
Ο πρώτος σταθμός ήταν το 1770 η Ζάκυνθος, αλλά η αγάπη και η ευλάβειά του προς τον συγγενή του, τον Άγιο Γεράσιμο Νοταρά, τον οδήγησε στην Κεφαλληνία για να προσκυνήσει το χαριτόβρυτο και άφθαρτο ιερό λείψανο του Αγίου Γερασίμου, υποβάλλοντας έτσι ευλαβικά τον σεβασμό του στον άγιο, τον οποίο είχε ως φωτεινό πρότυπο στην κατά Χριστόν ζωή του.

makarios2
Αντιμήνσιο με υπογραφή του Αγίου Μακαρίου του Νοταρά Αρχιεπισκόπου Κορίνθου. Φυλάσσεται στο Εκκλησιαστικό Μουσείο της Ιεράς Μονής Αγίου Ανδρέου Μηλαπιδιάς Κεφαλληνίας
Η άφιξη και η παραμονή στην Κεφαλληνία του θεοφόρου και ευκλεούς επισκόπου της Κορίνθου Αγίου Μακαρίου συνοδεύτηκε όμως από θαυμαστά σημεία και γεγονότα, που διακηρύσσουν με τον καλύτερο τρόπο τη ζωντανή παρουσία του Θεού και των αγίων Του. Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, που μας παρέχουν τα σωζόμενα φιλολογικά συγγράμματα, ο Άγιος Μακάριος έφτασε το 1771 στην Ιερά Μονή του Αγίου Γερασίμου στα Ομαλά της Κεφαλληνίας για να προσκυνήσει το θαυματουργό λείψανο του Αγίου. Εκεί συνέβη και το θαυμαστό γεγονός της εν πνεύματι συνάντησης του Αγίου Γερασίμου με τον Άγιο Μακάριο, των δύο επιφανών γόνων της παλαιάς αρχοντικής οικογένειας των Νοταράδων.

Ο άγιος Μακάριος Κορίνθου και τα ασκητήριά του στη Χίο


Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΓΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΑΣΚΗΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗ ΧΙΟ
Βασίλειος Γ. Βοξάκης, Θεολόγος καθηγητής
Από τους πλέον αγιασμένους, αλλά ταυτόχρονα και τους λιγότερο γνωστούς ιερούς τόπους στο νησί της Χίου, είναι το πάλαι ποτέ μονύδριο των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και τα κοντινά σ΄ αυτό δύο ασκητήρια του Αγίου Μακαρίου Κορίνθου του Νοταρά στις υπώρειες του όρους Αίπους.

            Ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς το 1793 1  επανέρχεται στη Χίο για έκτη φορά, τώρα όμως με τον ιερό σκοπό να παραμείνει σ' αυτήν όσο είναι το θέλημα του Θεού. Το γιατί επέλεξε να παραμείνει σ' αυτό το νησί, ο  Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος το αποδίδει σε «λόγοις απορρήτοις Θεού προνοίας»2. Με τον ερχομό του Αγίου Μακαρίου η Χίος αναδεικνύεται σ' ένα από τα κέντρα της Φιλοκαλικής αναγεννήσεως. Και πριν από αυτόν μόναζαν ήδη στη Χίο " Κολλυβάδες", που συνεργάζονταν πνευματικά μαζί του, αλλά η παρουσία του και η μόνιμη εγκατάστασή του σ' αυτό μετά το 1793 συνέτεινε καίρια ούτως ώστε πολλοί εξ αυτών να προσέλθουν στο νησί. Στη Χίο λοιπόν και γύρω από τον Άγιο Μακάριο  συνασκήθηκαν και εμπνευσθήκαν από αυτόν πολλοί και ονομαστοί Φιλοκαλιστές όπως: ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, ο Όσιος Νικηφόρος ο Χίος, ο επίσης Χίος μοναχός Νείλος ο Καλόγνωμος,  ο Ιωσήφ από τα Φουρνά των  Αγράφων, ο Ιωάσαφ ο Ρόδιος, ο Μελέτιος Νικοµηδείας ο εκ Χίου, ο  Δωρόθεος Πρώϊος ο μετέπειτα Εθνομάρτυρας Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως, ο μοναχός Κωνστάντιος από τα Γούρα της Θεσσαλίας, οι Αγιορείτες μοναχοί Αβέρκιος, Γερβάσιος, και Σεραπίων ιδρυτές της Μονής Βρεττού της Χίου και άλλοι.
            Όπως γράφει ο Χίος ιστορικός και λόγιος Γεώργιος Ζολώτας, ο Άγιος Μακάριος τα χρόνια της παραμονής του στη Χίο: «διήγαγεν … όντως ως άγιος, αυτήν την φήμην και ζων και νεκρός έχων εν Χίω»3. Ο δε Χίος Αρχιμανδρίτης Ιωάννης Ανδρεάδης επισημαίνει τα εξής αξιομνημόνευτα για την παρουσία και την επίδραση του Αγίου στους Χριστιανούς του μυροβόλου νησιού της Χίου: Ο Άγιος Μακάριος «αγαπηθείς υπό των Ορθοδόξων αυτής κατοίκων και αγαπήσας αυτούς μεν ως ίδια τέκνα, την δε Χίον ως ιδίαν πατρίδα του. Μεγάλως ωφέλησε τους Χίους δια των εποικοδομητικών διδαχών αυτού, των ευαγγελικών αρετών, αλλά και δια του ιδίου παραδείγματος, το οποίον ήτο τύπος χριστιανικού βίου»4
            Ο Άγιος Μακάριος στο νησί της Χίου, επέλεξε ως τόπο για να ασκήσει την ισάγγελον πολιτείαν του μοναχικού βίου, τον μικρό ναό των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, κοντά και λίγο ψηλότερα από τον οικισμό του Βροντάδου, στις υπώρειες του όρους Αίπους.  Ο ναός αυτός, αν και ριζικά ανακαινισμένος μετά τον σεισμό του 1881, διατηρείται μέχρι σήμερα και είναι περισσότερο γνωστός ως ναός του Αγίου Μακαρίου, εξαιτίας του τάφου του Άγιου που υπάρχει δίπλα σ' αυτόν.
            Σύμφωνα με τον Αρχιμανδρίτη Ιωάννη Ανδρεάδη «το μονύδριον των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου άγνωστον πότε ιδρυθέν και υπό τινός»5.  Αντίθετα ο Παντελής Κοντογιάννης - βασιζόμενος σε προφορική παράδοση της περιοχής του Βροντάδου -  αναφέρει ότι τον ναό των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου είχαν ανεγείρει τρία αδέλφια, τα ονόματα των οποίων και τη χρονολογία κτίσεως έχει απαλείψει ο πανδαμάτωρ χρόνος. Τα τρία αυτά αδέλφια κληροδότησαν τον ναό και τα γύρω από αυτόν κτήματα στη Δημογεροντία της Χίου6. Η πληροφορία αυτή πρέπει να πλησιάζει, κατά τη γνώμη μας, στην αλήθεια, καθώς ο Άγιος δεν παρέλαβε ένα οργανωμένο μικρό μοναστήρι, αλλά μόνο τον ναό των Αγίων Αποστόλων - και αυτόν ασυντήρητο - χωρίς ούτε ένα κελί. Αλλά παράλληλα επιβεβαιώνεται και από τον Άγιο Αθανάσιο, που αναφέρει ρητά ότι αυτός βρισκόταν στην κατοχή της Κοινότητας της Χίου. Σύμφωνα λοιπόν με τον βίο του Αγίου Μακαρίου, που συνέταξε ο ομόφρονάς του Άγιος Αθανάσιος Πάριος, αυτό τον ναό των Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων

Αγ. Μακάριος Νοταράς, γενάρχης του Φιλοκαλισμού Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος


Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΝΟΤΑΡΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ (1731-1805) Ο ευκλεής ιεράρχης της Κορίνθου και Γενάρχης του Φιλοκαλισμού
Φορητή εικόνα του Αγίου
Μακαρίου Κορίνθου του 19ου αιώνα.
Φυλάσσεται πίσω από τον τάφο
του Αγίου στον Βροντάδο της Χίου
Μία από τις πιο λαμπρές και χαρισματικές φυσιογνωμίες του αγιολογίου των νεοτέρων χρόνων, που αναδείχθηκε ευκλεής και ταπεινός ιεράρχης, Γενάρχης του Φιλοκαλισμού, φωτεινός ασκητής με χάρισμα θεοσημειών, ονομαστός αλείπτης νεομαρτύρων, πολύτιμος συγγραφέας και θαυματουργός άγιος είναι ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου, ο οποίος στις 17 Απριλίου 1805 παρέδωσε το πνεύμα του στον Πανάγαθο Θεό στο μυροβόλο και αγιοτόκο νησί της Χίου. Προικισμένος από τον Θεό με βαθιά πίστη και ευλάβεια, αλλά και με ζωηρό αγωνιστικό φρόνημα, ταξιδεύει ακαταπόνητα όσο κανείς άλλος στα νησιά του Αιγαίου και αφήνει παντού τη φιλόθεη βιοτή και αγιαστική του χάρη, ώστε αναδεικνύεται σκεύος εκλογής του Κυρίου μας.
Ο Άγιος Μακάριος (κατά κόσμον Μιχαήλ Νοταράς) γεννήθηκε το 1731 στα ιστορικά Τρίκαλα Κορινθίας. Ήταν γιος του Γεωργαντά και της Αναστασίας και καταγόταν από την επιφανή και αριστοκρατική οικογένεια των Νοταράδων, η οποία διέθετε ισχυρή πολιτική, οικονομική και κοινωνική ισχύ. Από την ονομαστή αυτή οικογένεια προήλθαν εξέχουσες εκκλησιαστικές μορφές, όπως ο θαυματουργός πολιούχος της Κεφαλληνίας Άγιος Γεράσιμος ο Νοταράς (+1579), ο εθνομάρτυρας Λουκάς Νοταράς (+1453) και οι Πατριάρχες Ιεροσολύμων Δοσίθεος (+1707) και Χρύσανθος (+1731). Από τα παιδικά του χρόνια διακρίθηκε για την ευσέβεια, τη σεμνότητα και ταπεινοφροσύνη του, την αγάπη του προς τον συνάνθρωπο και την κλίση του στη μοναχική ζωή, έχοντας ως φωτεινό πρότυπο τον συγγενή και συντοπίτη του, Άγιο Γεράσιμο Νοταρά. Τα πρώτα γράμματα διδάχθηκε στο ιστορικό μοναστήρι της Κοιμήσεως Θεοτόκου στη Μεσαία Συνοικία των Τρικάλων. Στη συνέχεια μεταβαίνει στην Ιερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου στα Καλάβρυτα για να λάβει το αγγελικό σχήμα.

Στη “χώρα της Φιλοκαλίας” η εκκοσμίκευση, η νεωτερικότητα και ο ζόφος του λεγόμενου “διαφωτισμού”, δεν έχουν θέση


ΣΤΗ ‘’ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑΣ’’ Η ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ, Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Ο ΖΟΦΟΣ ΤΟΥ ΛΕΓΟΜΕΝΟΥ ‘’ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ’’, ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΘΕΣΗ
(Απάντηση σε όσους Πανεπιστημιακούς καθηγητές των  Φιλοσοφικών  Σχολών, δεν το αντιμετωπίζουν Ορθοδόξως το θέμα τούτο)
Του   Β. Χαραλάμπους, θεολόγου 
           
Δυστυχώς εκπαιδευτικοί της Μέσης Εκπαίδευσης, αλλά κυρίως αρκετοί Πανεπιστημιακοί καθηγητές στις Φιλοσοφικές Σχολές, το θέμα του λεγόμενου Ελληνικού ‘’διαφωτισμού’’, δεν το αντιμετωπίζουν με την πρέπουσα Ορθόδοξη σοβαρότητα.
Επιπρόσθετα βρίσκουν αφορμή και οι καθηγητές που εμφορούνται από αντιεκκλησιαστικό φρόνημα, να αφήσουν επικίνδυνες αιχμές κατά του Πατριαρχικού θεσμού,  κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και όχι μόνο. 
Φυσικά θα πρέπει να προσθέσουμε ότι υπάρχουν και εκείνοι οι καθηγητές που δεν αντιλαμβάνονται το ολίσθημα της εκκοσμίκευσης του λεγομένου Ελληνικού ‘’διαφωτισμού’’.  Δυστυχώς δεν αντιλαμβάνονται «το άγιο βάθος της Ορθοδοξίας», για να χρησιμοποιήσομε τη φράση του μ. Κ. Μοσκώφ, ο οποίος προς το τέλος της ζωής του, αντιλήφθηκε το μαρξιστικό αθεϊστικό σκότος και επέστρεψε στην Εκκλησία.
Επακόλουθο της εκκοσμίκευσης και της νεωτερικότητας, του λεγομένου Ελληνικού ‘’διαφωτισμού’’, είναι οι μειωτικές αναφορές και η υποτίμηση της φιλοκαλικής κίνησης που μειωτικά καλούν ‘’κολλυβάδες’’.  Να αναφέρομε ότι ο  Κοραής  αποκάλεσε τον Άγιον Αθανάσιον τον Πάριον, «γελοίον» «έρημον», «ταραχοποιόν και κακόν γερόντιον της Χίου».
Γίνονται αφορμή για να υποτιμηθούν οι τρείς μεγάλοι Άγιοι  της Εκκλησίας μας, Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749-1809), ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος (1722/25-1831) και ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς ο Μητροπολίτης Κορίνθου (1731-1805), οι οποίοι υπήρξαν  εκ των πρωταγωνιστών της φιλοκαλικής κίνησης.
Εις την υμνολογία της Εκκλησίας μας αναφέρεται για τον θεηγόρον Άγιο Νικόδημο «Σοφίας χάριτι, Πάτερ κοσμούμενος, σάλπιγξ θεόφθογγος, ώφθης του Πνεύματος», για τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο, «Σοφία κοσμούμενος, παντοδαπεί ευσεβώς, διδάσκαλος ένθεος, της Εκκλησίας Χριστού» και για τον Άγιο Μακάριο «τον Θεού προνοία της Χίου, αναφανέντα κοσμήτορα, εν πράξεσιν ομού και διδαχαίς».
Είναι άξιο αναφοράς αυτό που είχε γραφεί στην γαλλική εφημερίδα Le Monde, την ημέρα της εισόδου της Ελλάδας στην ΕΟΚ :  «Καλωσορίζομε τη χώρα της Φιλοκαλίας».  Η αναφορά αυτή ερμηνεύει επακριβώς αυτό που καθόρισε και καθορίζει  τον πνευματικό πλούτο των Ορθοδόξων Ελλήνων.
Η  Ορθόδοξη Παράδοση με τον πνευματικό της πλούτο είναι εκείνη που πρόσφερε στον Έλληνα το Άγιο Φως και όχι η εκκοσμικευμένη διανόηση του Κοραή και όσων αγωνίστηκαν για την νεωτερικότητα του λεγομένου Ελληνικού ‘’διαφωτισμού’’ και του καλουμένου Εκκλησιαστικού ουμανισμού.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι στο λεγόμενο ‘’διαφωτιστικό’’ κίνημα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο συνέβαλαν και οι λεγόμενες μυστικές τεκτονικές εταιρείες (περί του θέματος τούτου υπάρχουν αρκετές πανεπιστημιακές  μελέτες). «Πλάνη και απάτη του διαβόλου» αποκάλεσε ο Άγιος Αθανάσιος ο  Πάριος, τις διδασκαλίες των λεγομένων «διαφωτιστών».
Προσωπικά βρίσκω να ταιριάζει ο στίχος του αγνοημένου μας ποιητή Γ. Βερίτη, «Κι ήταν φώτα, χίλια φώτα, μα δεν ήτανε το Φως»

Ο ΖΟΦΟΣ ΤΟΥ ΛΕΓΟΜΕΝΟΥ ‘’ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ’’


Η υποτίμηση της Ορθόδοξης Παράδοσης, δυστυχώς δεν αφορά μόνον όσους επιμένουν στην μαρξιστική αθεΐα. Δυστυχώς κάποιοι εκπαιδευτικοί της Μέσης Εκπαίδευσης, αλλά κυρίως αρκετοί Πανεπιστημιακοί καθηγητές στις Φιλοσοφικές Σχολές, το θέμα του λεγόμενου ‘’διαφωτισμού’’, δεν το αντιμετωπίζουν με την πρέπουσα Ορθόδοξη σοβαρότητα.
Τούτο αποτελεί απόρροια τόσο της μαρξιστικής αθεΐας, όσο και της στάσης πολλών άλλων που θέλγονται από το ‘’διαφωτιστικό’’σκοτάδι. 
Τα περί ‘’εξανθρώπισης του Χριστιανισμού’’, η χωρίς χριστιανική χροιά αναφορά στον καλούμενο από τους οπαδούς του λεγομένου ‘’διαφωτισμού’’ ‘’ορθό λόγο’’ (κάτι ανάλογο του αντιφιλοκαλικού κοραϊσμού), έφερε την απαρχή της εκκοσμίκευσης. 

ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΠΑΡΙΟΣ



τοῦ Πανοσιολ. Ἀρχιμανδρίτου τοῦ Οἰκουμ. Θρόνου
π. Γεωργίου Λιαδῆ
omikron_2AgiosAthanasios Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος γεννήθηκε, πιθανῶς τό 1722, στό χωριό Κῶστος τῆς Πάρου, ὅπου σώζεται καί τό πατρικό του σπίτι μέχρι σήμερα. Ὁ πατέρας του λεγόταν Ἀπόστολος Τούλιος καί καταγόταν ἀπό τή Σίφνο. Ἡ μητέρα του ἦταν ἀπό τήν Πάρο. Τά πρῶτα γράμματα τά ἔμαθε στή γενέτειρά του. Τό 1745 ἔρχεται στή Σμύρνη, γιά νά ἐπεκτείνη τίς σπουδές του καί νά συμπληρώση τίς γνώσεις του στήν περίφημη Εὐαγγελική Σχολή. Ὁ Ἀθανάσιος, ὅμως, εἶναι ἕνα ἀκόρεστο πνεῦμα.
Γι’ αὐτό, μετά ἀπό ἑπτά ἔτη σπουδῶν, ἐκεῖ, ἀναχωρεῖ γιά τό Ἅγιο Ὄρος, ὅπου ἐγγράφεται στήν Ἀθωνιάδα Σχολή, τήν ὁποία διευθύνει ὁ εὐρυμαθής μοναχός Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης (ὁ ἐξ Ἑβραίων). Ὁ Νεόφυτος, ἀργότερα, δίδαξε καί στή Σχολή τῆς Χίου καί εἶχε μαθητές τόν Ἅγιο Νικηφόρο καί τούς Ἱερομάρτυρες καί Ἐθνομάρτυρες Μητροπολίτες Χίου Πλάτωνα καί Ἀδριανουπόλεως Δωρόθεο Πρώϊο. Μετά τό Νεόφυτο, διευθυντής στήν Ἀθωνιάδα ἔγινε «ὁ κάτοχος πάσης γνώσεως καί σοφίας» Εὐγένιος ὁ Βούλγαρης. Ἐδῶ, ὁ Ἀθανάσιος, μέ πολλή πίεση δέχεται καί Χειροτονεῖται Διάκονος. Προσκαλεῖται κατόπιν στή Θεσσαλονίκη καί ἀναλαμβάνει τή διεύθυνση τῆς ἐκεῖ Σχολῆς, μέχρι τό 1762. Ἔπειτα, ἔρχεται στήν Κέρκυρα καί μαθητεύει κοντά στό μεγάλο δάσκαλο τοῦ Γένους Νικηφόρο Θεοτόκη. Ἀπό τήν Κέρκυρα πάει στό Μεσολόγγι, σάν «συνδιδάσκαλος» στήν Παλαμαία Σχολή καί Ἱεροκήρυκας τοῦ τόπου. Τό 1771 ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τόν καλεῖ στό Ἅγιον Ὄρος καί τοῦ άναθέτει τή διεύθυνση τῆς Ἀθωνιάδας Σχολῆς. Ὁ Ἀθανάσιος ὑπακούει καί σχολαρχεῖ ἐπί ἕξι χρόνια. Ἐκεῖ Χειροτονεῖται Πρεσβύτερος ἀπό τόν Ἅγιο Μακάριο τόν Νοταρᾶ, μέ τόν ὁποῖο συνδέθηκε πνευματικά καί ἄρχισαν μαζί μέ τόν Ἅγιον Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη καί ἄλλους πνευματικούς κάι λογίους Μοναχούς τοῦς ἀγῶνες γιά τήν πνευματική ἀναγέννηση τῶν ὑποδούλων Ἑλλήνων. Οἱ ἀγῶνες αὐτοί, γνωστοί μέ τό ὄνομα «Κίνημα τῶν Κολλυβάδων», συνεχίστηκαν στή Χίο, ὅπου ὁ μέν Μακάριος εἶχε ἐγκατασταθεῖ μόνιμα πιά, ὁ δέ Ἀθανάσιος, τό 1786, περνάει ἀπό τή Χίο μέ προορισμό τήν πατρίδα του, ἀλλά, λόγῳ τῶν Ρωσοτουρκικῶν γεγονότων, ἀναγκάζεται νά παραμείνη ἐδῶ μέχρι τό θάνατό του, πού συνέβη στίς 24 Ἰουνίου 1813.
  
Ἡ ὅλη πολιτεία καί ὁ βίος τοῦ Ἀθανασίου ἀποδεικνύουν τήν ἁγιότητά του. Λιτοδίαιτος καί ἀσκητικώτατος, ἐλεήμων σέ σημεῖο πατερικῆς περιωπῆς (δέν ἔπρεπε - ἔλεγε - ὁ νέος χρόνος νά τόν βρῆ μέ χρήματα), διένειμε τόν μισθό του στούς ἔχοντες ἀνάγκη. Ταπεινός, χωρίς νά ὑπερηφανεύεται ποτέ γιά τήν πολυμάθειά του, ἀναγνωρίζοντας τίς ἐλλείψεις του, ἀπέρριψε τήν πρόταση τῆς Ἐκκλησίας νά γίνη Ἐπίσκοπος – παρά τόν μεγάλο σεβασμό καί πρός τήν Ἐκκλησία κάι πρός τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα – γιατί προτίμησε τό ἔργο τῆς ἀθόρυβης προσφορᾶς. Ἀνεξίκακος, δέν μνησικακεῖ, ὅταν ἡ βρωμερή συκοφαντία τῶν ἀντιπάλων του, γιά δῆθεν διδασκόμενες κακοδοξίες, κατάφερε νά ἐπιτύχη τήν καθαίρεσή του ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Ἀρκέσθηκε μόνο στό δικαίωμα πού ἔχει κάθε χριστιανός - ἄν τό θέλη – νά ἀπολογῆται ὑπερασπιζόμενος τόν ἑαυτό του καί τό δίκαιό του. Καί ὅταν, ἀργότερα, ἡ ἀλήθεια διέλαμψε καί, μετά τήν πανηγυρική ἀθώωσή του ἀπό τό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο, μάλιστα, ἀναγνωρίζοντας τήν ἀξία του, τόν ἐχρησιμοποίησε, πολλές φορές, ντροπιάστηκαν οἱ ἐχθροί του, ποτέ δέν θέλησε νά τούς ἐκδικηθῆ. Ἐκοιμήθη ἐν μέσῳ τῆς πνευματικῆς συντροφιᾶς, στήν ὁποία καί ὁ ἴδιος ἀνῆκε, πρωτοστατώντας, δεχόμενος τίς ἰδιαίτερες περιποιήσεις τοῦ ἀγαπημένου του μαθητῆ Ἁγίου Νικηφόρου, ὁ ὁποῖος, ἐκτός τῶν ἄλλων, τόν ἐτίμησε ἐκδίδοντας τό 1819 τό «Νέον Λειμωνάριον», τό ὁποῖον συνέταξε μαζί μέ τόν Ἅγιο Μακάριο, ἔγραψε δέ καί ἐπιγράμματα, στά ὁποῖα ἐξυμνεῖ τά προσόντα, τίς ἀρετές καί τήν ὅλη προσφορά του.

ΚΟΛΛΥΒΑΔΕΣ - ΑΝΤΙΚΟΛΛΥΒΑΔΕΣ


Χαρ. Γ. Σωτηρόπουλου, Αντίδωρον Πνευματικόν,
Τιμητικός Τόμος επί τη 50ετηρίδι επιστημονικής δράσεως και τη 40ετηρίδι καθηγεσίας και εκκλησιαστικής δράσεως του Γεράσιμου Κονιδάρη,
Αθήνα 1981, σελ. 461-466
Εισαγωγή.
Η κίνησις των κολλυβάδων (1) διετάραξεν, ως γνωστόν, επί ένα περίπου αιώνα (1754-1845) την ηρεμίαν και, ειρήνην των μοναχών του άγιου Όρους, τους οποίους διεχώρισεν εις δύο αντιμαχόμενας μερίδας, των κολλυβάδων και των α ντικολλυβάδων. Η κίνησις αύτη συνίστατο εις την απαγόρευσην της κατά τας Κυριακάς και τας δεσποτικάς εορτάς τελέσεως μνημόσυνου μετά κολλύβων (2) και ενεφανίσθη μάλλον τυχαίως · ουδείς δε ηδύνατο να πρόβλεψη την μεγάλην εκτασιν, την οποίαν έμελλε να λάβη, και τας δυσμενείς επιπτώσεις, τας οποίας έμελλε να έχη επί των εν αγίω Όρει εφησυχαζόντων μοναχών.
Αφορμήν εις την κίνησιν, ως μας πληροφορεί ο Χ. Τζώγας (3), έδωκε το γεγονός ότι, ένεκα τυπικών δυσχερειών (4), τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων δεν ηδύναντο να τελώνται κατά Σάββατον, ως ετελούντο έως τότε, άλλα κατά Κυριακήν. Η καινοτομία αύτη δεν εύρε σύμφωνους άπαντας τους μοναχούς της σκήτης της αγίας ’ννης, οπού ηνήφθη το πρώτον η φλοξ της έριδος, και ούτω ήρχισεν η περί των μνημοσύνων έρις, ήτις από τας σκήτας και τα κελλία επεξετάθη αργότερον εις άπασαν την αγιορεοτικήν αδελφότητα.
Αιτία της έριδος υπήρξεν η εμμονή των κολλυβάδων (5) εις την επάνοδον της τελέσεως των μνημοσυνών κατά το Σάββατον ή καθ' οιανδήποτε άλλην ημέραν, εξαιρουμένου της Κυριακής και των δεσποτικών εορτών.
Οι πρωταγωνισταί της μερίδος των κολλυβάδων ήσαν κατά χρονολογικήν σειράν τέσσαρες (6):
α) Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης (1713-1784),
β) Αθανάσιος Πάριος (1722/25-1831),
γ) Μακάριος Νοταράς (Μητροπολίτης Κορίνθου) (1731-1805) και
δ) Νικόδημος Αγιορείτης (1749-1809).
Οι πρωταγωνισταί της αντιθέτου μερίδος, των αντικολλυβάδων, ήσαν δύο (7):
α) Μοναχός Βησσαρίων εκ Ραψάνης (1738 αρχαί ΙΘ'αι.) και β) Αρχ. Θεοδώρητος εξ Ιωαννίνων (μέσα ΙΗ' αι. 1823).
Η έρις των δύο παρατάξεων υπήρξεν οξυτάτη·τούτο φαίνεται εκ των φράσεων και των χαρακτηρισμών, των παραδιδομένων υπό των διαφόρων συγγραφών και επιστολών αυτών αλλά και εκ του όλου ύφους αυτών (8).

Η μυστική θεολογία Αθανασίου Ι. Δεληκωστόπουλου, Ἑλληνικός στοχασμός καί χριστιανική συνείδηση,


Εκδόσεις Αποστολική Διακονία, 1993, σελ. 271-281.
Έχοντας διερευνήσει τη σχέση της πλατωνικής φιλοσοφίας με τα συγγράμματα του Διονυσίου Αρεοπαγίτου και τη διασύνδεσή τους με το Μάξιμο τον Ομολογητή, θεωρούμε σκόπιμη και αναγκαία μια πληρέστερη αλλά σύντομη αναφορά στη «μυστική θεολογία» και το ρόλο που αυτή διεδραμάτισε ιδία κατά τις «ησυχαστικές έριδες» του ΙΔ΄ αιώνος δια του Γρηγορίου Παλαμά, ανακαινιστού της χριστιανικής μυστικής θεωρίας. Τότε δι' αυτής ετέθη το θεολογικό πρόβλημα περί της ουσίας των ενεργειών του Θεού και έλαβε χώρα σύγκρουση μεταξύ της μυστικής θεολογίας και της θρησκευτικής φιλοσοφίας, όταν ο Θεός της Αποκαλύψεως και της θρησκευτικής εμπειρίας ευρέθη αντιμέτωπος προς το θεό των φιλοσόφων και των σοφών επί του πεδίου του μυστικισμού.
Ο άνθρωπος είτε αισθάνεται το θείον ως κάτι το υψηλόν και μεγαλειώδες, το οποίο γεννά στην ψυχή του ιερό δέος, είτε βιώνει το θείον ως κάτι συγγενικό προς αυτόν, προς το οποίο τρέφει αισθήματα αγιότητος και ποθεί να ενωθεί (1) . Ο μυστικισμός είναι φαινόμενο που απορρέει από το δεύτερο, ως ανωτέρω, είδος του θρησκευτικού βιώματος. Αποτελεί μία από τις μορφές θρησκευτικότητος και συναντάται σε όλους τους λαούς, όλων των εποχών. Κατά την ουσιαστική έννοια του μυστικισμού πρόκειται περί άρσεως της διαιρέσεως μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, μεταξύ ψυχής και Θεού, ανθρωπίνου Εγώ και θείου Συ, περί καθαρώς πνευματικών μέσων, ως είναι η ψυχική συγκέντρωση και περισυλλογή και η προσευχή. Με τον τρόπο αυτό λαμβάνει χώρα έκσταση, έξοδος της ψυχής από τον κόσμο των αισθήσεων και άνοδος, δηλ. συνάντηση της ψυχής με το Θεό. Με τον μυστικισμό αυτό συνδέεται και ορισμένη μορφή γνώσεως, η οποία εκπροσωπείται από τον Πλάτωνα και τον Αυγουστίνο, όπως θα δούμε πιο κάτω στο οικείο κεφάλαιο περί Αυγουστίνου. Είναι η άμεση, χωρίς τη μεσολάβηση της νοήσεως, γνώση, το απ' ευθείας βίωμα, η διαίσθηση, η ενόραση. Ο σκοπός του μυστικισμού είναι ο ίδιος με τον της θρησκείας. Ας σημειωθεί ότι ο μυστικισμός είναι η άμεση μετάθεση από την περιοχή του βεβήλου στο μακάριο κόσμο του αγίου ή του θείου, άμεση μετάσταση στους κόλπους του απέραντου, όπου ο άνθρωπος αισθάνεται και τον εαυτό του ως απόλυτο, απέραντο και ολοκληρωμένο. Η πραγματικότης του πόθου του για ένωση ή συγχώνευση με τη θεότητα, γεννά στη ψυχή μακαριότητα. Το βίωμα αυτό είναι άρρητο, ανέκφραστο, ανεκδιήγητο. Το εκφράζει μόνο το φαινόμενο της ιεράς σιγής. Κάτι τέτοιο είχε συμβεί με τους μαθητές που συνάντησαν τον Κύριο στο δρόμο προς Εμμαούς. Ο μυστικισμός αποτελεί τα βαθύτατα ψελλίσματα της μυχιαιτάτης ευσεβείας. Δι' αυτό ακριβώς είναι και πηγή μεγάλων δημιουργιών στην περιοχή της φιλοσοφίας, της θρησκείας και της τέχνης.

Τρίτη 29 Μαΐου 2018

Μοναχός Θεόκτιστος: Ο Άγιος Ερημίτης του 20ου αιώνα


Πάτμος:
Το Ιερό Νησί της Θείας Αποκαλύψεως


Το 1875 μ.Χ., χίλια επτακόσια ογδόντα χρόνια μετά από το Κοσμοϊστορικό αυτό Γεγονός (της Συγγραφής του Βιβλίου της Ιεράς Αποκαλύψεως από τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο), φτάνει στον Αγιασμένο αυτό Τόπο ένας άγνωστος προσκυνητής, για τον οποίο κανένας δεν γνώριζε τίποτα μέχρι τότε, που έμελλε όμως να παραμείνει εκεί για πάντα και να προσθέσει το όνομά του μέσα στην Αθάνατη Ιστορία της Αγίας μας Εκκλησίας, ως ένας από τους Αγίους Ερημίτες Της, ως ο Ερημίτης της Πάτμου Θεόκτιστος. Τα στοιχεία που μας επέτρεψε ο ίδιος να γνωρίζουμε για το προηγούμενο κομμάτι της ζωής του είναι απειροελάχιστα. Ήταν σε ηλικία 45 ετών (γεννήθηκε δηλαδή το 1830), όταν με μία βάρκα που τον έφερε από την γειτονική Κω είχε έλθει στην Πάτμο προσκυνητής. Φαινόταν Ιεροπρεπής, ρωμαλέος άνδρας με αυστηρό πρόσωπο και μάτια γεμάτα φως, που ξέχυναν σ’αυτό μια μυστική γλυκήτητα.
Οι Πατέρες στη Μεγάλη Μονή της Χώρας τον δέχτηκαν με τιμή. Ήταν ο εραστής της αδιάλλειπτης προσευχής και της ερήμου. Υπήρχε γι’αυτόν μία φήμη ότι ήταν Επίσκοπος. Ο ίδιος δεν θα κάνει ποτέ λόγο ούτε καν για Ιερωσύνη. Θα αρκεσθεί μόνο να απαντήσει στο γενικό σιωπηλό ερώτημα, σχετικά με το ποιος ήταν και γιατί ήλθε να ασκητέψει στο Νησί αυτό, που ακούστηκε η Φωνή του Θεού «ως ήχος υδάτων πολλών»: «Αφιερώθηκα στον Θεό. Όταν ήμουν στον κόσμο συνάντησα ανθρώπους, που προσπαθούσαν να κάνουν το καλό αλλά αμαρτάνοντας. Δυστυχώς και εγώ το ίδιο έκανα. Έτσι αποφάσισα να φύγω μόνος μου κάπου, ώστε τουλάχιστον να μην πληγώνω κανέναν. Προσεύχομαι ώστε ο Θεός να μου συγχωρήσει όλα μου τα αμαρτήματα. Θα πεθάνω και πρέπει να παρουσιασθώ μπροστά Του και σκέπτομαι τι θα Του απαντήσω».

Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

Περὶ τοῦ ὑψηλοτάτου Μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος - Θεολογικὴ καὶ Δογματικὴ Ἑρμηνεία εἰς ἐρωταποκρίσεις


1. Εἰπέ μοι, ὑπάρχει ἄνθρωπος λέγων ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός;
Εἶπεν ἄφρων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ οὐκ ἔστι Θεός. Πλὴν τῶν τοιούτων, δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος σώφρων, μετριόφρων, ἁγνός, δίκαιος, καὶ νὰ λέγει ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός.
2. Εἰπέ μοι, πῶς εἶναι ὁ Θεός;
Ὁ Θεὸς εἶναι τρισυπόστατος· καὶ ἄκουε συνετῶς καὶ νοήσεις τὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος μυστήριον, καθὼς δύναται ἄνθρωπος νοῆσαι, ἢ καὶ φθάσει ἐκεῖ ποὺ οἱ Ἄγγελοι δὲν τολμῶσι. Λοιπὸν ἡ Ἁγία Τριάς, εἶναι τρία ἅγια, τρία συνάγια, τρία ἔμμορφα, τρία ἐνεργά, τρία συνεργά, τρία ἐνυπόστατα, τριὰ συνυπόστατα.
3. Εἰπέ μοι, Πόσας ὑποστάσεις ὁμολογεῖς τῆς Ἁγίας Τριάδος;
Τρεῖς ὑποστάσεις ὁμολογῶ, τρία πρόσωπα, τρία ἴδια, τρία ἄτομα καὶ τρεῖς χαρακτῆρας.
4. Εἰπέ μοι τὰς ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος;
Ἄλλη ὑπόστασις εἶναι ὁ Πατήρ, ἄλλη ὁ Υἱός, καὶ ἄλλη τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, μιᾶς ἑνώσεως καὶ τριῶν διαιρέσεων ἡνωμένων ἤτοι μιᾶς Θεότητος.
5. Εἰπέ μοι, πῶς ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐννοήσω τὴν διαίρεσιν, καὶ ἐκ τοῦ Ποταμοῦ τὴν ἕνωσιν, τῶν τριῶν Ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος;
Οὔτε τρεῖς ὑποστάσεις μεμερισμένας καθ᾿ ἑαυτάς, ὡς τε σωματοφυῶς ἐπ᾿ ἀνθρώπων ἐστὶ λογίσασθαι τὴν Ἁγίαν Τριάδα, ἵνα μὴ πολυθεΐαν ὡς τὰ ἔθνη φρονήσωμεν, ἀλλ᾿ ὥσπερ ἐκ πηγῆς ποταμὸς γεγεννημένος, καὶ μὴ διαιρούμενος καίτοι δυὸ σχήματα καὶ δυὸ ὀνόματα τυγχάνουσι.
6. Εἰπέ μοι, ποία ὑπόστασις τῆς Ἁγίας Τριάδος ἦτο προτήτερα;
Καμμία ἀπὸ τὰς τρεῖς ὑποστάσεις δὲν ἦτο προτήτερα ἀπὸ τὴν ἄλλην τελείως· οὔτε ὁ Πατὴρ ἦτο προτήτερα ἀπὸ τὸν Υἱόν, οὔτε ὁ Υἱὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα, οὔτε ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, διὰ νὰ γένει καὶ πρῶτον τὸ ἕνα τοῦ ἄλλου.
7. Εἰπέ μοι, πῶς εἶναι ἡ Θεότης;
Ἡ Θεότης τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι μία οὐσία καὶ φύσις, ὑπερούσιος καὶ ὑπερφυής.
8. Εἰπέ μοι, τί εἶναι ἡ μία Τριάς;
Ἡ μία Τριὰς εἶναι μία Θεότης· καὶ τοῦτο λέγεται Τριὰς διὰ τὰ πρόσωπα, ἤτοι διὰ τὰς ὑποστάσεις. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς μερίζεται εἰς Τριὰς ἀμερίστως, εἶναι δὲ ἡνωμένα εἰς ἕνα ἀσυγχύτως, διὰ τοῦτο καλεῖται μία Τριὰς ὁ Θεός.
9. Εἰπέ μοι, πῶς εἶναι ἡ τῶν τριῶν ὑποστάσεων ἡ Θεότης μία;
Ἡ Θεότης τῶν τριῶν ὑποστάσεων ἡνωμένων, εἶναι ὥστε, νὰ εἶναι ἡ αὐτὴ Θεότης, οὔτε ἕνα, οὔτε τρία, ἀλλ᾿ ἐν ταυτῷ καὶ ἕνα, καὶ τρία, δηλαδὴ μία Θεότης, καὶ τρία πρόσωπα· καὶ οὔτε τὸ ἕνα εἶναι συγκεχυμένον διὰ τὴν ἕνωσιν οὔτε τὰ τρία εἶναι χωρισμένα διὰ τὴν διαίρεσιν, ὅτι ἡ Θεότης ἐπειδὴ ἔχει τὸ ὑπερούσιον, ἔχει μόνη καὶ τὸ ἄτρεπτον καὶ ἀναλλοίωτον.
10. Εἰπέ μοι ἐπὶ Θεοῦ πόσας οὐσίας ὁμολογεῖς;
Μίαν οὐσίαν λέγω, μίαν φύσιν, μίαν μορφήν, γένος, μίαν δόξαν, μίαν ἀξίαν καὶ κυριότητα.
11. Εἰπέ μοι, πῶς νὰ πιστεύω τὴν Ἁγίαν Τριάδα;

Ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΝ


Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», Ἐκδ. Ἀκρίτας
Ὁ Ὀρθόδοξος ἔχει πλήρη συνείδηση πὼς ἀνήκει σὲ μία κοινότητα. «Γνωρίζουμε πὼς ὅποιος ἀπὸ μᾶς πέσει», ἔγραφε ὁ Χομιάκωφ, «πέφτει μόνος του, κανεὶς ὅμως δὲν σῴζεται ἀπὸ μόνος του. Σῴζεται ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας, μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα μέλη της».
Εἶναι ὅμως σίγουρο πὼς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία εἶναι πνευματικὴ καὶ μυστικὴ ὑπὸ τὴν ἔννοια πὼς ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ποτὲ δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἐπίγεια πλευρὰ τῆς Ἐκκλησίας μεμονωμένα, ἀλλὰ θεωρεῖ πάντοτε τὴν Ἐκκλησία «ἐν Χριστῷ καὶ ἁγίῳ Πνεύματι». Ὁλόκληρη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία ἔχει ὡς ἀφετηρία τὴν ἰδιαίτερη σχέση ποὺ ὑφίσταται μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Θεοῦ. Τρεῖς φάσεις μποροῦν νὰ χρησιμοποιηθοῦν γιὰ ν᾿ ἀποδώσουν αὐτὴ τὴ σχέση: ἡ Ἐκκλησία εἶναι: α) εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδας, β) Σῶμα Χριστοῦ καὶ γ) μιὰ συνεχὴς Πεντηκοστή. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία εἶναι Τριαδική, Χριστολογικὴ καὶ «Πνευματολογική».

α) Εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδας.

Ὅπως ἀκριβῶς κάθε πρόσωπο ἔχει δημιουργηθεῖ κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία ὡς ὅλον εἶναι εἰκόνα τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, ἀναπαράγοντας πάνω στὴ γῆ τὸ μυστήριο τῆς ἑνότητας καὶ τῆς ποικιλίας. Στὴν ἁγία Τριάδα τὰ τρία πρόσωπα εἶναι ἕνας Θεός, χωρὶς ὅμως νὰ παύουν νὰ εἶναι τέλεια πρόσωπα.
Στὴν Ἐκκλησία ἕνα πλῆθος διαφορετικῶν ἀνθρώπων ἑνώνεται σ᾿ ἕνα σῶμα, στὸ ὁποῖο ὅμως ὁ καθένας καὶ ἡ καθεμιὰ διατηρεῖ ἀτόφια τὴν προσωπικότητά του. Τὸ κάθε πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδας κατοικεῖ στὸ ἄλλο καὶ αὐτὸ ἐξεικονίζεται στὴν ἀλληλοπεριχώρηση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει διάσταση μεταξὺ ἐλευθερίας καὶ αὐθεντίας. Στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει ἑνότητα καὶ ὄχι ὁλοκληρωτισμός. Ὅταν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποδίδουν στὴν Ἐκκλησία τὸν ὅρο «Καθολική», ἔχουν κατὰ νοῦ (μεταξὺ ἄλλων) καὶ αὐτὸ τὸ ζωντανὸ θαῦμα τῆς ἑνότητας τῶν πολλῶν προσώπων σὲ ἕνα.
Αὐτὴ ἡ σύλληψη τῆς Ἐκκλησίας ὡς εἰκόνας τῆς ἁγίας Τριάδας, μᾶς βοηθᾷ ἐπίσης νὰ κατανοήσουμε γιατὶ οἱ Ὀρθόδοξοι δίνουν τεράστια σημασία στὶς Συνόδους. Ἡ Σύνοδος ἀποτελεῖ ἔκφραση τοῦ Τριαδικοῦ χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας. Μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸ μυστήριό της ἑνότητος ἐν τῇ ποικιλίᾳ, σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδας, νὰ ἐφαρμόζεται στὴν πράξη, ὅταν οἱ πολλοὶ ἐπίσκοποι, οἱ συναγμένοι στὴ σύνοδο, φτάνουν ἐλεύθερα σὲ κοινὴ ἀπόφαση ὑπὸ τὸν φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

β) Σῶμα Χριστοῦ.

«Οὕτως οἱ πολλοὶ ἓν σῶμα ἐσμὲν ἐν Χριστῷ» (Ρωμ. 12, 5). Ὁ στενότερος δυνατὸς δεσμὸς ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας: κατὰ τὴν περίφημη φράση τοῦ Ἰγνατίου, «ὅπου ὁ Χριστός, ἐκεῖ καὶ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἐπέκταση τῆς Σάρκωσης, τὸ πεδίο ὅπου συνεχίζεται ἡ Σάρκωση. Ἡ Ἐκκλησία, σύμφωνα μὲ τὸν Ἕλληνα θεολόγο Χρῆστο Ἀνδροῦτσο, εἶναι τὸ «κέντρο καὶ τὸ ὄργανο τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ... δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ μία συνέχιση καὶ μία ἐπέκταση τοῦ προφητικοῦ, τοῦ ἱερατικοῦ καὶ βασιλικοῦ Του ἀξιώματος... Ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ Ἱδρυτής της εἶναι ἀδιάρρηκτα ἑνωμένοι... Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστὸς «μεθ᾿ ἡμῶν».
Ὁ Χριστὸς δὲν ἐγκατέλειψε τὴν Ἐκκλησία ὅταν ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς: «Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμὶ πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος», ὑποσχέθηκε (Ματθ. 28, 20), ἐπειδὴ «οὗ γὰρ εἰσὶ δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18, 20).
Ἡ ἑνότητα μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του πραγματώνεται, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, μέσῳ τῶν μυστηρίων. Στὸ Βάπτισμα ὁ νέος χριστιανὸς θάπτεται καὶ ἀνίσταται μὲ τὸν Χριστό. Στὴν Εὐχαριστία τὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ λαμβάνουν τὸ Σῶμα Του μέσῳ τῶν μυστηρίων. Ἡ Εὐχαριστία, ἑνώνοντας τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν Χριστό, τὰ ἑνώνει ταυτόχρονα μεταξύ τους: «ὅτι εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοὶ ἐσμὲν οἱ γὰρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μετέχομεν» (Α´ Κορ. 10, 17). Ἡ Εὐχαριστία δημιουργεῖ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία (ὅπως τὴν εἶδε ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος) εἶναι μία Εὐχαριστιακὴ κοινωνία, ἕνας μυστηριακὸς ὀργανισμὸς ποὺ σαρκώνεται ὅπου τελεῖται ἡ Εὐχαριστία. Δὲν εἶναι συμπτωματικὸ ὅτι ὁ ὅρος «Σῶμα Χριστοῦ» σημαίνει τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ μυστήριο. Καὶ πὼς ἡ φράση sommunio sanctrorum στὸ Ἀποστολικὸ Σύμβολο σημαίνει οὐσιαστικὰ «κοινωνία τῶν ἁγίων» καὶ «κοινωνία τῶν μυστηρίων». Πρέπει νὰ θεωροῦμε πρωταρχικὰ τὴν Ἐκκλησία ὡς μυστήριο. Ἡ ἐξωτερική της ὀργάνωση, ὅσο σημαντικὴ κι ἂν εἶναι, ἔρχεται μετὰ τὴ μυστηριακή της ζωή.

Ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Ware - Το Μυστήριο τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου



«Μιὰ ψυχὴ φτιαγμένη κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ
εἶναι πιὸ πολύτιμη στὸ Θεὸ
ἀπ᾿ ὅτι δέκα χιλιάδες κόσμοι
μὲ ὅλα ὅσα περιέχουν»
Ἀποφθέγματα Πατέρων τῆς Ἐρήμου

Τὸ ἀληθινὸ θαῦμα

«Μίλησέ μας γιὰ τὶς θεῖες ὀπτασίες ποὺ ἔχεις», εἶπε κάποτε ἕνας μοναχὸς στὸν Ἀββᾶ Παχώμιο (286-346). «Ἕνας ἁμαρτωλὸς σὰν ἐμένα δὲν περιμένει νὰ ἔχει καμιὰ ὀπτασία ἀπὸ τὸ Θεό», ἀπάντησε ὁ Παχώμιος. «(...) Ἐπίτρεψέ μου ὅμως νὰ σοῦ πῶ γιὰ μιὰ μεγάλη ὀπτασία. Ἂν δεῖς ἕναν ἅγιο καὶ ταπεινὸ ἄνθρωπο, αὐτὸ εἶναι μιὰ μεγάλη ὀπτασία. Γιατί ποιὰ ἄλλη μεγαλύτερη ὀπτασία ἀπ᾿ αὐτὴ μπορεῖ νὰ ὑπάρξει: νὰ δεῖς τὸν ἀόρατο Θεὸ νὰ φανερώνεται στὸ ναό του, σ᾿ ἕνα ὁρατὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο»;1
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀνώτερη ὀπτασία ἀπὸ ὅλες, τὸ ἀληθινὸ θαῦμα: μιὰ ἀνθρώπινη ὕπαρξη φτιαγμένη κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ. «Ἐξομολογήσομαί σοι, ὅτι φοβερῶς ἐθαυμαστώθην» (Ψαλμ. 138:14). Στὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ καθενὸς ἀπὸ μᾶς ἴσως δὲν ὑπάρχει καθῆκον πιὸ ἐπιτακτικὸ ἀπὸ αὐτό: νὰ ἀνανεώνουμε τὸ αἴσθημα τοῦ θαυμασμοῦ καὶ τῆς ἔκπληξης μπροστὰ στὸ θαῦμα καὶ τὸ μυστήριο τοῦ δικοῦ μας προσώπου. Ἡ λέξη μυστήριον, ἰδιαίτερα, χρειάζεται ἔμφαση. Ποιὸς εἶμαι; Τί εἶμαι; Ἡ ἀπάντηση δὲν εἶναι καθόλου εὔκολη. Γνωρίζω μόνο ἕνα πολὺ μικρὸ μέρος τοῦ ἑαυτοῦ μου. Τὰ ὅρια τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου εἶναι ἀπίστευτα πλατειά. Ἐκτείνονται κατὰ ὕψος καὶ κατὰ πλάτος στὸ χῶρο καὶ πέρα ἀπὸ τὸ χρόνο, στὸ ἀτελεύτητο. Προεκτείνονται μπροστὰ καὶ πίσω μέσα στὸ χρόνο καὶ πέρα ἀπὸ τὸ χρόνο, στὴν αἰωνιότητα. Στὸ βάθος τοῦ ἑαυτοῦ μου κρύβονται ἀνεξιχνίαστα βάθη ποὺ διαφεύγουν τῆς δικῆς μου ἀντίληψης.
Μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ μυστήριο ἀνθρώπινο πρόσωπο, ποὺ εἶναι φτιαγμένο κατ᾿ εἰκόνα τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ὑπάρχουν τέσσερα στοιχεῖα ξεχωριστῆς σημασίας: ἐλευθερία, εὐχαριστία, κοινωνία καὶ ὡρίμανση.

Ἐλευθερία

Ὁ Δημιουργὸς Θεὸς εἶναι ἐλεύθερος: μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ τὰ ἀνθρώπινα δημιουργήματα ποὺ εἶναι φτιαγμένα κατ᾿ εἰκόνα του εἶναι προικισμένα μὲ ἐλευθερία. Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνει τὰ ἀνθρώπινα ὄντα νὰ ξεχωρίζουν, μὲ ἕνα τρόπον ποὺ ὑπερέχει, ἀπὸ τὰ ἄλλα ὄντα; Πέρα ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα, εἶναι ἡ αὐτοσυνειδησία, ἡ φωνὴ τῆς συνείδησης, ἡ δύναμη τῆς ἐλεύθερης ἀπόφασης, ἡ ἱκανότητα τῆς ἠθικῆς ἐκλογῆς. Ἐνῶ τὰ ἄλλα ὄντα ἐνεργοῦν ἀπὸ ἔνστικτο, τὸ ἀνθρώπινο ὂν στέκεται εὐσυνείδητα ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ - στέκεται μὲ πλήρη ἐπίγνωση στὸ σημεῖο τοῦ καιροῦ, στὴ στιγμὴ τῆς κρίσης καὶ τῆς εὐκαιρίας - καὶ διαλέγει. Ὁ Θεὸς κάθε μέρα ἀπευθύνεται στὸν ἄνθρωπο λέγοντάς του: «Τὴν ζωὴν καὶ τὸν θάνατον δέδωκα πρὸ προσώπου ὑμῶν, τὴν εὐλογίαν καὶ τὴν κατάραν· ἐκλέξαι...» (Δευτ. 30:19). Μόνο μὲ τὴν ἄσκηση αὐτῆς τῆς δύναμης, τῆς ἐλεύθερης ἐκλογῆς, ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἄνθρωπος πραγματικά.
Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ὁριστεῖ ὡς ἕνα ἐλεύθερο ὄν. Αὐτὸ τὸ σημεῖο τονίζεται ἔντονα ἀπὸ τὸν Ντοστογιέφσκι στὴ διήγηση τοῦ Μεγάλου Ἱεροεξεταστῆ, στὸ ἔργο Ἀδελφοὶ Καραμαζώφ. Αὐτὸ ποὺ ὁ Χριστὸς προσέφερε στὸν ἄνθρωπο, ὅπως ἀναγνωρίζει ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής, εἶναι ἀκριβῶς τὸ δῶρο τῆς ἐλευθερίας: ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἦρθε γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει (Ἰω. 8:36). Αὐτὴ ἡ ἐλευθερία ὅμως, στὰ μάτια τοῦ γηραιοῦ καρδιναλίου, εἶναι πολὺ βαρειά, ἕνα φορτίο δυσβάστακτο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἕνα ἐπικίνδυνο κοφτερὸ σπαθί· τὸ ἀνθρώπινο γένος θὰ ἦταν εὐτυχέστερο ἂν τοῦ ἀφαιροῦσαν αὐτὸ τὸ δῶρο. «Ἐμεῖς διορθώσαμε τὸ ἔργο σου», λέει ὁ Ἱεροεξεταστὴς στὸν Ἰησοῦ. Ἀπὸ μία σκοπιὰ ἔχει δίκιο: ἡ ἐλευθερία μας πολὺ συχνὰ ἀποδεικνύεται ἕνα ἄσχημο δῶρο. Ὅμως ἂν ὁ ἄνθρωπος εἶναι κάτι λιγότερο ἀπὸ ἐλεύθερος, τότε γίνεται κάτι λιγότερο κι ἀπὸ ἄνθρωπος.
Ἡ ζωτικὴ σημασία τῆς ἐλευθερίας μπορεῖ νὰ φανεῖ στὴν περίπτωση τῆς εὐλογημένης Παρθένου Μαρίας, ἡ ὁποία εἶναι καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ τί σημαίνει νὰ εἶσαι γνήσιος ἄνθρωπος. Στὸν Εὐαγγελισμό, ὁ Ἀρχάγγελος δὲν ἐπληροφόρησε ἁπλῶς τὴν Παναγία γιὰ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ περίμενε τὴν ἐλεύθερη καὶ ἐθελοντική της ἀπάντηση: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου» (Λουκ. 1:38). Θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε ἀρνηθεῖ. Ὁ Θεὸς λαμβάνει τὴν πρωτοβουλία, ὅμως ἡ ἐθελοντικὴ συνεργασία τῆς Παναγίας εἶναι ἐπίσης ἀπαραίτητη. Δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα παθητικὸ ἐργαλεῖο ἀλλὰ ἕνας ἐνεργητικὸς μέτοχος στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας. Ἡ ἀπάντησή της μὲ κανέναν τρόπο δὲν ἦταν ἕνα ἐκ τῶν προτέρων γνωστὸ συμπέρασμα· σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐλεύθερα δοσμένη ἀπάντηση κρεμόταν ὁλόκληρο τὸ μέλλον τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας.

«Διηγήματα γὰρ ἀγαθὰ ἐκκλησίαν Θεοῦ φαιδρύνει






«Διηγήματα γὰρ ἀγαθὰ ἐκκλησίαν Θεοῦ φαιδρύνει, πρὸς θεογνωσίαν κρατύνει, τὰς ψυχὰς πρὸς Θεοῦ διεγείρει, ἀπὸ πλάνης ἐπιστρέφει, τοὺς ῥαθύμους ἐξυπνίζει, τοὺς σαλευομένους στηρίζει, τοὺς σκανδαλιζομένους πληροφορεῖ, τοὺς σκληροκαρδίους κατανύσσει, τοὺς ἀφελεῖς φωτίζει. Καὶ μαρτυρεῖ τοῦτο πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος ὠφέλιμος ὑπάρχουσα, ἐξ ὧν τυγχάνουσι καὶ αἱ παρακείμεναι διηγήσεις, ὧν ἡ ἀκρόασις ὄντως ζωὴ αἰώνιός ἐστιν.
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ καὶ στηρικτικὰ γενόμενα ἐν διαφόροις τόποις, ἐπὶ τῶν ἡμετέρων χρόνων, Oriens Christianus, 1903, σελ.61.

αποφθεγματα πατερων







Καὶ εἰς τὰς πλατείας τῶν ὀργίλων ἢ μαχητῶν
μὴ περάσῃς, ἵνα μὴ ἐμπλησθῇ σου ἡ καρδία θυμοῦ,
καὶ κατακυριεύσῃ τῆς ψυχῆς σου τὸ τῆς πλάνης σκότος.
Ἀββᾶς Ἰσαάκ, Περὶ τάξεως ἀρχαρίων, ἔκδ. Θεοτόκη, σ. 51.




Ὅπου πίστις ἐκεῖ ἀγάπη
ὅπου ἀγάπη ἐκεῖ εἰρήνη
ὅπου εἰρήνη ἐκεῖ εὐλογία
ὅπου εὐλογία ἐκεῖ ὁ Θεός,
ὅπου ὁ Θεὸς ἐκεῖ οὐδεμία ἀνάγκη
ὅπου ὁ Θεὸς ἐκεῖ τὰ πάντα καλὰ λίαν.






Τοῦτό ἐστι τὸ καύχημα ἡμῶν, ἡ πίστις ἡμῶν. Μετὰ ταύτης Θεῷ
παραστῆναι ἐλπίζομεν καὶ τῶν ἡμαρτημένων λαβεῖν ἄφεσιν.
Ταύτης δὲ ἄνευ, οὐκ οἶδα ποία δικαιοσύνη τῆς αἰωνίου
κολάσεως ἡμᾶς λυτρώσεται. Ἅγιος Μᾶρκος Εὐγενικός

Ὅστις, γνωρίζει νὰ ὑποφέρῃ πειρασμούς,










Ὅστις, γνωρίζει νὰ ὑποφέρῃ πειρασμούς, ἐκεῖνος
ἔχει τὴν μεγαλυτέραν εἰρήνην εἰς τὸ στῆθος του·
ὅστις δὲ γνωρίζει νὰ κατεξουσιάζῃ τὰ πάθη καὶ τοῦ
κόσμου τὰς ἡδονάς, ἐκεῖνος, εἶναι φίλος τοῦ Χριστοῦ
καὶ κληρονόμος τῆς οὐρανίου μακαριότητος.

Ὁ Παπισμὸς δὲν εἶναι πρόθυμος γιὰ θυσίες














Ὁ Παπισμὸς δὲν εἶναι πρόθυμος γιὰ θυσίες. Τὸ ἀντίθετο. Ἀπαιτεῖ τὴν ἀναγνώριση τῆς διπλῆς ἐξουσίας του. Περιέχει πολλὴ ὀδύνη ἡ ἔκφραση τῆς ἀπογοητεύσεως τοῦ Ἰωάννου Η´ Παλαιολόγου: «Ἡμεῖς ἐθαῤῥοῦμεν διορθῶσαι πολλὰ σφάλματα τῶν Λατίνων, νῦν δὲ ὁρῶ ὅτι ἐκεῖνοι, οἱ καινοτομήσαντες καὶ ἁμαρτόντες εἰς πολλὰ βούλονται διορθοῦν ἡμᾶς, τοὺς μηδέν τι μεταποιήσαντας». Ἡ δήλωση αὐτὴ εἶναι ἀρκετή, γιὰ νὰ νουθετήσει ὅσους ἀφελῶς πιστεύουν, ὅτι μὲ τοὺς διαλόγους θὰ βοηθήσουμε τὸν Παπισμὸ νὰ ἀναθεωρήσῃ καὶ ἀνακαλέσῃ τὶς καινοτομίες του. [π. Γεώργιος Μεταλληνός]

π. Θεόδωρος Ζήσης - Ἡ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο


Σειρὰ «Καιρὸς» (Θέματα Ἐκκλησιαστικῆς Ἐπικαιρότητος)
Ἐκδόσεις «Βρυέννιος», 1998. Σχῆμα: 12x19, σελίδες: 40

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ προέρχεται ἀπὸ δύο μικρὲς ραδιοφωνικὲς ὁμιλίες ποὺ ἐκφωνήθηκαν τὸ 1976 στὸν τότε κρατικὸ Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ Βορείου Ἑλλάδος ἀνάμεσα σὲ ἄλλες ὁμιλίες ποὺ ἐκάλυψαν τὰ ἔτη 1975-1976 μὲ γενικὸ θέμα «Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἐποχή μας». Ἡ ἐπικαιρότητα τῶν παιδαγωγικῶν ἀπόψεων τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἐξακολουθεῖ νὰ ἰσχύει πολὺ περισσότερο σήμερα, μετὰ ἀπὸ εἴκοσι ἔτη, ἡ παρέλευση τῶν ὁποίων ἀντὶ νὰ βελτιώσει τὰ πράγματα στὴν ἀγωγὴ τῶν νέων δυστυχῶς τὰ ἐχειροτέρευσε.
Ὁ θεσμὸς τοῦ γάμου καὶ ἡ οἰκογένεια διέρχονται τρομερὴ κρίση μὲ σημαντικὴ αὔξηση τῶν διαζυγίων καὶ νομιμοποίηση σχεδὸν τῶν ἐξωγαμιαίων καὶ προγαμιαίων σαρκικῶν σχέσεων. Χωρὶς σωστὲς οἰκογένειες τὰ παιδιὰ γίνονται ἕρμαιο στὶς αὐξηθεῖσες κακὲς ἐπιδράσεις τοῦ περιβάλλοντος, ἐνῶ συγχρόνως τὰ σχολεῖα ἀδυνατοῦν νὰ βοηθήσουν, γιατὶ δὲν στοχεύουν πλέον στὴ διαμόρφωση καλῶν καὶ ἀγαθῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ στὴ μετάδοση γνώσεων.
Δὲν ἔγιναν ἀλλαγὲς στὸ κείμενο. παραμένει ὅπως ἐκφωνήθηκε τὸ 1976. Προστέθηκε μόνο στὸ τέλος ὁ προβληματισμὸς γιὰ τὸ προγραμματισμένο ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας μάθημα τῆς «Σεξουαλικῆς διαπαιδαγώγησης». Τὸ κείμενο κυκλοφοροῦσε δακτυλογραφημένο καὶ χρησιμοποιήθηκε βιβλιογραφικὰ ἀπὸ μεταπτυχιακοὺς φοιτητὰς καὶ ἄλλους στὴ διαπραγμάτευση σχετικῶν θεμάτων.
27 Ἰανουαρίου 1997
Μνήμη Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Πρωτοπρεσβύτερος
Θεόδωρος Ζήσης

1. Ἕνα κλασικὸ παιδαγωγικὸ ἔργο

Στοὺς πιὸ μεγάλους παιδαγωγοὺς ὅλων τῶν αἰώνων ἀνήκει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, τὸ γέννημα, ὁ καρπὸς τῆς Ἀντιοχείας, ποὺ δόξασε τὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς πρωτεύουσας τοῦ Βυζαντίου. Τὸ πιστοποιεῖ αὐτὸ ὄχι μόνον ἡ ἀναγνώρισή του ὡς παιδαγωγοῦ ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς μελετητὲς τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἔργου του, ἀλλὰ καὶ ἡ σύνδεσή του μὲ τὴν παιδεία, στὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας. Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἱεράρχας, τοὺς ὁποίους στὶς 30 Ἰανουαρίου γιορτάζουμε στὰ σχολεῖα μας ὡς προστάτες τῶν γραμμάτων, ὡς πρότυπα τῶν παιδαγωγῶν καὶ τῶν διδασκάλων, ὡς φορεῖς καὶ προβολεῖς τοῦ ὀνομασθέντος ἑλληνοχριστιανικοῦ μορφωτικοῦ ἰδεώδους.
Ὁ Χρυσόστομος εἶναι ὁ πολυγραφότερος μεταξὺ τῶν πατέρων καὶ ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Στὴ γνωστὴ σειρὰ τοῦ Γάλλου μοναχοῦ Migne, Patrologia Graeca, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ 161 ὀγκώδεις τόμους, τὰ συγγράμματά του καταλαμβάνουν τοὺς 18 ἐξ αὐτῶν. Μέσα στὸ πλούσιο αὐτὸ ὑλικὸ βρίσκονται κατεσπαρμένες παιδαγωγικὲς γνῶμες, πού, ἂν συγκεντρώνονταν, θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποτελέσουν ἕνα ἄριστο ἐγχειρίδιο χριστιανικῆς παιδαγωγικῆς. Καὶ θὰ ἄξιζε τὸν κόπο νὰ ἀναλάβει κάποιος τὸ ἔργο αὐτό, σὰν προσφορὰ ὑγιῶν παιδευτικῶν ἀρχῶν γιὰ τὴ μόρφωση τῶν νέων μας1.
Πέρα ὅμως ἀπὸ τὶς κατάσπαρτες αὐτὲς γνῶμες στὸ σύνολο τοῦ ἔργου του, διεσώθη εὐτυχῶς μία εἰδικὴ παιδαγωγικὴ πραγματεία, ἡ ὁποία, μολονότι ἔχει διπλὸ τίτλο, εἶναι ἔργο ἑνιαῖο, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος ἔχει σὰ σκοπὸ νὰ δώσει τὶς ἀρχὲς γιὰ μία σωστὴ ἀγωγὴ τῶν νέων. Στὴ χειρόγραφη παράδοση ὁ τίτλος της εἶναι, «Περὶ κενοδοξίας καὶ ὅπως δεῖ τοὺς γονέας ἀνατρέφειν τὰ τέκνα». Γενικῶς ὁ τίτλος εἶναι γνωστός, σὲ συντετμημένη μορφή, «Περὶ κενοδοξίας καὶ ἀνατροφῆς τῶν τέκνων». Πῶς ἡ κενοδοξία συνδέεται μὲ τὴν ἀνατροφὴ τῶν τέκνων, θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια, ὅταν θὰ κάνουμε ἀνάλυση τοῦ σπουδαίου αὐτοῦ ἔργου. Εἰδικοὶ μελετητὲς εἶπαν γιὰ τὸ ἔργο ὅτι ἀποτελεῖ τὴν ἀρχαιοτάτην, πλήρη καὶ τελείαν περὶ ἀγωγῆς χριστιανικὴν διδασκαλίαν, ἕνα ἀπὸ τοὺς λαμπροτέρους πνευματικοὺς καρποὺς τῆς Ἑλληνικῆς Χριστιανικῆς ψυχῆς, ὅτι εἶναι πλήρης καὶ συστηματικὴ ἔκθεσις περὶ τῆς χριστιανικῆς διαπαιδαγωγήσεως τῶν τέκνων, ἐπὶ τὴ βάσει ὄχι μόνον τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλὰ καὶ τῶν ψυχολογικῶν καὶ παιδαγωγικῶν διδαγμάτων τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ τῆς πείρας2.

π. Θεόδωρος Ζήσης - Ἡ Κληρονομιὰ τοῦ Σεβαστιανοῦ


Ἔκδοση ΣΦΕΒΑ, 1996
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ἡ ἀκριτικὴ Ἱερὰ Μητρόπολις Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης εὐλαβεῖται ἰδιαίτερα τὴν μνήμη τοῦ Ἱερομάρτυρος καὶ Ἰσαποστόλου Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Κάθε χρόνο, στὴν Κόνιτσα, λαμβάνουν χώρα λαμπρὲς τελετές, ποὺ ἄρχισαν ἀπὸ τὸ ἔτος 1975, ὁπότε καὶ τελέσθηκαν τὰ ἐγκαίνια τοῦ περικαλλοῦς Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ.

Ἐμπνευστὴς τῆς ἀνεγέρσεως τὸν φερωνύμου Ναοῦ καὶ ἐμψυχωτὴς τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης τὸν μεγάλου Διδασκάλου τοῦ Γένους ὑπῆρξε ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης κυρὸς ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ, ὁ ὁποῖος εἶχε - τηρουμένων, βεβαίως, τῶν ἀναλογιῶν - πολλὲς ὁμοιότητες μὲ τὸν προσφιλῆ του Ἅγιο: Ἀκαταπόνητος στὶς περιοδεῖες, στὸ κήρυγμα, στὴν τόνωση τοῦ ἐθνικοῦ φρονήματος τοῦ λαοῦ καί, μάλιστα τῶν Βορειοηπειρωτῶν, σὲ ἰδιαίτερα δύσκολους καιρούς. Καὶ πάντα ἔχοντας «τὸ ἀπόκριμα τοῦ θανάτου» (Β´ Κορ. α´ 9) γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Γένος, καθὼς τὸ εἶχε καὶ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.

Ἦταν, λοιπόν, φυσικὸ νὰ ἀφήσει - ὅταν ἔφυγε γιὰ τὴν αἰωνιότητα - μιὰ πολύτιμη καὶ βαριὰ κληρονομιά, ὄχι μόνο στὸν διάδοχό του, στοὺς στενοὺς συνεργάτες του καὶ στοὺς πιστοὺς τῆς Ἐπαρχίας του, μὰ καὶ σ᾿ ὁλόκληρο τὸν ὅπου γῆς Ἑλληνισμό.

Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, στὸν περυσινὸ ἑορτασμὸ τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ - τὸν πρῶτο μετὰ τὴν ἐκδημία τοῦ ἀειμνήστου ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ - θεωρήθηκε ἀπόλυτα ἀναγκαῖο νὰ γίνει ἀναφορὰ σ᾿ ὅ,τι πολύτιμό μας ἄφησε ὁ ἐκδημήσας Ἱεράρχης. Παρεκλήθει, λοιπόν, πρὸς τοῦτο ὁ ἀγαπητός μας αἰδεσιμολογιώτατος πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος καὶ γνώριζε καὶ ἀγαποῦσε βαθιὰ τὸν ἀοίδιμο ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟ καὶ ἐκτιμοῦσε ἀνυπόκριτα τὸ πολύπλευρο ἐκκλησιαστικὸ καὶ ἐθνικὸ ἔργο του.

Ὁ π. Θεόδωρος μὲ πολλὴ χαρὰ ἀνταποκρίθηκε στὴ σχετικὴ παράκλησή μας καὶ δέχτηκε νὰ ὁμιλήσει γιὰ τὸν ἀείμνηστο Γέροντα. Ἡ ὁμιλία ἔγινε στὶς 24 Αὐγούστου 1995, ἀμέσως μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία, στὴν αἴθουσα τοῦ Πνευματικοῦ Κέντρου τοῦ Δήμου Κονίτσης, ἐνώπιον πυκνότατου ἀκροατηρίου, ἐπὶ παρουσίᾳ καὶ τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν Παραμυθίας, Φιλιατῶν καὶ Γηρομερίου κ. Τίτου, Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης κ. Μελετίου, Σερρῶν καὶ Νιγρίτης κ. Μαξίμου καὶ Ξάνθης καὶ Περιθεωρίου κ. Παντελεήμονος, οἱ ὁποῖοι συμμετέσχον στοὺς σχετικοὺς ἑορτασμούς, καί, κατὰ κοινὴν ὁμολογία, ἱκανοποίησε ὅλους τοὺς παριστάμενους.

Ἐπειδὴ δὲ πολλοὶ ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμία νὰ ἔχουν τὸ κείμενο τῆς ὁμιλίας τὸν π. Θεοδώρου, γι᾿ αὐτὸ ἡ Μητρόπολή μας προέβη στὴν ἔκδοσή του μὲ ἰδιαίτερη χαρά. Ὁ τίτλος παραμένει αὐτὸς ποὺ χρησιμοποίησε ὁ συντάκτης του: «Ἡ Κληρονομιὰ τοῦ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ». τὸ παραδίδει δὲ στοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μὲ τὴν θερμὴ εὐχὴ νὰ ἀξιοποιηθεῖ αὐτὴ ἡ κληρονομιὰ τὸν ἀλησμόνητου καὶ πολύκλαυστου ἀκρίτα Ἱεράρχου ἀπ᾿ ὅλους μας, γιὰ τὸ καλὸ τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς χειμαζόμενης, εἰσέτι, Βορείου Ἠπείρου.

27 Μαΐου 1996

Ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης ΑΝΔΡΕΑΣ
Ἡ Κληρονομιὰ τοῦ Σεβαστιανοῦ
1. Οἰκονόμος τῆς Διαθήκης Ἰησοῦ Χριστοῦ

Εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ἐφέτος ποὺ ἡ Κόνιτσα γιορτάζει τὴν πανήγυρη τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ χωρὶς τὴν παρουσία τοῦ νέου πατρο-Κοσμᾶ, τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης κυροῦ Σεβαστιανοῦ, τοῦ ἀξίου καὶ ἁγίου ποιμένος καὶ διδασκάλου, τοῦ ἀγωνιστοῦ Ἱεράρχου καὶ ὁμολογητού, τῆς μεγαλειώδους ὄντως καὶ προφητικῆς αὐτῆς μορφῆς τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας. Εὐλογημένοι καὶ μακάριοι ὅσοι τὸν εἶδαν, τὸν ἄκουσαν, τὸν συναναστράφηκαν, γιατί στὴ ζωὴ καὶ στὸ ἔργο του ἔλαμπαν καὶ ἐνυλώνονταν οἱ θεϊκὲς ἐντολές, θησαυρίστηκε ὁ πλοῦτος τῆς Καινῆς Διαθήκης, τῆς καινούργιας κληρονομιᾶς, ποὺ ἅπαξ διαπαντὸς κληροδότησε ὁ Χριστὸς στοὺς ἀνθρώπους, ὑπογράφοντας τὴν γνησιότητα καὶ τὴν αἰώνια ἰσχύ της μὲ τὸ πανάχραντο αἷμα τῆς Σταυρικῆς Του θυσίας. Αὐτῆς τῆς κληρονομιᾶς, αὐτοῦ τοῦ πλούτου, πιστὸς κληρονόμος, οἰκονόμος καὶ διαχειριστῆς ἀποδείχθηκε στὴ ζωὴ καὶ στὸ ἔργο του ὁ μητροπολίτης Σεβαστιανός, καθιστώντας τὴν ἁπτὴ καὶ προσιτὴ καὶ χειροπιαστὴ καὶ ὁλοζώντανη, «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἅγιος αὐτοῦ, τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος». (Ψαλμ. 67,36 καὶ 15,3.)

π. Θεόδωρος Ζήσης - Διαθρησκειακὲς Συναντήσεις: Ἄρνησις τοῦ Εὐαγγελίου καὶ προσβολὴ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων



Ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Βηθλεὲμ καὶ τοῦ Ἰορδάνη στὸ σκότος τῆς Ἀσίζης

Δὲν ἦταν ἐκκλησιαστικὴ ἡ σύναξη τῆς Ἀσίζης, ποὺ συνεκάλεσε ὁ πάπας στὶς 24.1.2002. Ἂν διαβάσει κανεὶς τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἐρευνήσει τὴν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας δὲν θὰ συναντήσει πουθενὰ τέτοια συνάντηση, τέτοιο κακὸ συναπάντημα. Ἡ Ἐκκλησία ἐπὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια λειτουργεῖ ὡς σύναξη καὶ κοινωνία τῶν πιστῶν καὶ ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἑνωμένοι μὲ τὸ ἕνα Βάπτισμα καὶ τὴν μία Εὐχαριστία, ὁμολογοῦν τὴν μία πίστη εἰς Πατέρα, εἰς Υἱὸν καὶ εἰς Ἅγιον Πνεῦμα, εἰς Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον. Ὅλες οἱ χριστιανικὲς συνάξεις ἀρχίζουν μὲ τὴν δοξολόγηση τῆς βασιλείας τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἢ ἐπικαλοῦνται τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ὁ κόσμος φωτίσθηκε μὲ τὴν ἀληθινὴ θεογνωσία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ «ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως». Ἐγκαταλείπονται ὅλες οἱ ἄλλες ψεύτικες θρησκεῖες· στὰ πρόσωπα τῶν τριῶν μάγων, ποὺ προσκύνησαν τὸν Χριστὸ ἐκπροσωπεῖται ὅλη ἡ πρὸ Χριστοῦ θρησκεύουσα ἀνθρωπότης, ἡ ὁποία διδάσκεται πλέον νὰ προσκυνεῖ τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, τὴν ἐξ ὕψους Ἀνατολή, τὸ φῶς ἐκ φωτός, ποὺ ἔλαμψεν στὸν κόσμο. Στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ κατὰ τὴν βάπτιση τοῦ Χριστοῦ «ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις».
Δὲν ὑπάρχουν πλέον ἄλλα φῶτα, ἄλλες πίστες, ἄλλοι δρόμοι σωτηρίας. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ μοναδικὴ ὁδὸς σωτηρίας. Ὁ ἴδιος διακηρύσσει ὅτι «ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω. 8, 12). Ὅποιος δὲν βαδίζει μέσα στὸ δικό του φῶς βρίσκεται στὸ σκοτάδι καὶ δὲν ξέρει ποὺ πηγαίνει. Υἱοὶ φωτὸς εἶναι μόνον ὅσοι ἀκολουθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ τὴν διδασκαλία Του. Κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη ὁ Χριστὸς εἶναι «τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ἰω. 1, 9). Ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, τοῦ Βαπτιστοῦ καὶ Προδρόμου, τοῦ πρὸ τῶν Ἀποστόλων Ἀποστόλου, ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν διαδόχων τους ἔχει μία καὶ μοναδικὴ ἀποστολή, νὰ μαρτυρεῖ περὶ τοῦ φωτός, νὰ ἀποκαλύπτει καὶ νὰ φανερώνει αὐτὸ τὸ φῶς στοὺς «ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου» καθήμενους καὶ νὰ τοὺς ὁδηγεῖ στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. Στὸ ἀποστολικὸ καὶ ἁγιοπατερικὸ αὐτὸ ἔργο οὐδέποτε ὑπῆρξαν ἐπιφυλάξεις καὶ συμψηφισμοί, κοσμικὲς εὐγένειες καὶ ἐξισώσεις, συγκρητισμοὶ καὶ ἀναμείξεις, ὑποχωρήσεις σὲ ἄρχοντες γιὰ λατρεία ἄλλων θεῶν ἢ ἀναγνώριση τῶν ἄλλων θεῶν καὶ τῶν ἄλλων θρησκειῶν. Εἴτε ἐπρόκειτο γιὰ Ἰουδαίους ἄρχοντες, εἴτε γιὰ εἰδωλολάτρες, εἴτε γιὰ Μουσουλμάνους, ποὺ ζητοῦσαν ἀναγνώριση τῶν δικῶν τους θεῶν καὶ σεβασμάτων, ἡ στάση τῶν Χριστιανῶν δὲν ἦταν συμβιβαστικὴ καὶ ἐξισωτική, ὅπως συμβαίνει σήμερα μὲ πολλοὺς θεολόγους καὶ κληρικοὺς τῶν διαθρησκειακῶν συναντήσεων καὶ διαλόγων, ἀλλὰ ἀπόλυτη καὶ σαφής· πουθενὰ ἀλλοῦ, σὲ κανένα ἄλλο Θεὸ ἢ σέβασμα, δὲν ὑπάρχει δυνατότης σωτηρίας. Ἐνώπιον τῶν Ἑβραίων ἀρχόντων ὁδηγηθέντες οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Ἰωάννης — αὐτὲς εἶναι οἱ ἀληθινὲς διαθρησκειακὲς συναντήσεις, οἱ γνήσιοι διαθρησκειακοὶ διάλογοι — δὲν τοὺς εἶπαν ὅτι ἔχομε τὴν ἴδια πίστη μὲ σᾶς, πιστεύομε στὸν ἴδιο Θεό, ἀλλὰ μὲ παρρησία τοὺς ἐπέκριναν γιὰ τὴν ἄρνηση καὶ τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τὴν μοναδικὴ ὁδὸ καὶ ἐλπίδα σωτηρίας: «Καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομα ἐστὶν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. 4, 12).
Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν δυὸ χιλιάδων ἐτῶν ἐπιφανείας καὶ ἐπιλάμψεως τοῦ θεϊκοῦ Φωτός, ἔθνη, λαοὶ καὶ ἄτομα φωτίσθηκαν καὶ ἐσώθηκαν ἐνσωματωθέντα στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Συναντῶνται ἑκατομμύρια πιστῶν στὴν εὐχαριστιακὴ συνάντηση καὶ κοινωνία, διαρκῶς καὶ ἀδιαλείπτως, κάθε ἡμέρα σχεδόν, καὶ ὄχι μόνον εὔχονται «ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου», εἰς τρόπον ὥστε νὰ καθιστοῦν περιττὴ τὴν συνάντηση τῆς Ἀσίζης, ἀλλὰ καὶ διακηρύσσουν ὅτι «εἴδομεν τὸ Φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες», πρᾶγμα ποὺ δὲν ἔκανε οὔτε μποροῦσε νὰ κάνει ἡ Ἀσίζη, γιατί ἐκεῖ ὑπῆρχαν πολλὰ ἔθνη καὶ λαοί, πιστεύοντα εἰς ἄλλους θεοὺς καὶ μὴ εὑρόντα τὴν ἀληθῆ πίστη.