Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

Η προσευχή στη Γεσθημανή

Η προσευχή στη Γεσθημανή 

(Μτ 26,36-46. Λκ 22,39-46)
32 Καὶ ἔρχονται εἰς χωρίον οὗ τὸ ὄνομα Γεθσημανῆ, καὶ λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· καθίσατε ὧδε ἕως προσεύξωμαι. 
33 καὶ παραλαμβάνει τὸν Πέτρον καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ ᾿Ιωάννην μεθ᾿ ἑαυτοῦ, καὶ ἤρξατο ἐκθαμβεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν 
34 καὶ λέγειν αὐτοῖς· περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε. 
35 καὶ προελθὼν μικρὸν ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ προσηύχετο ἵνα, εἰ δυνατόν ἐστι, παρέλθῃ ἀπ᾿ αὐτοῦ ἡ ὥρα, 
36 καὶ ἔλεγεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ, πάντα δυνατά σοι· παρένεγκε τὸ ποτήριον ἀπ᾿ ἐμοῦ τοῦτο· ἀλλ᾿ οὐ τί ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ εἴ τι σύ. 
37 καὶ ἔρχεται καὶ εὑρίσκει αὐτοὺς καθεύδοντας, καὶ λέγει τῷ Πέτρῳ· Σίμων, καθεύδεις; οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι; 
38 γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής. 
39 καὶ πάλιν ἀπελθὼν προσηύξατο τὸν αὐτὸν λόγον εἰπών. 
40 καὶ ὑποστρέψας εὗρεν αὐτοὺς πάλιν καθεύδοντας· ἦσαν γὰρ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν καταβαρυνόμενοι, καὶ οὐκ ᾔδεισαν τί ἀποκριθῶσιν αὐτῷ. 
41 καὶ ἔρχεται τὸ τρίτον καὶ λέγει αὐτοῖς· καθεύδετε λοιπὸν καὶ ἀναπαύεσθε! ἀπέχει· ἦλθεν ἡ ὥρα· ἰδοὺ παραδίδοται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἁμαρτωλῶν· 
42 ἐγείρεσθε, ἄγωμεν· ἰδοὺ ὁ παραδιδούς με ἤγγικε. 
32 Και έρχονται σε μια περιοχή που έχει το όνομα Γεθσημανή και λέει στους μαθητές του: «Καθίστε εδώ, ωσότου προσευχηθώ». 
33 Και παραλαβαίνει μαζί του τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, και άρχισε να μένει έκθαμβος και να αδημονεί. 
34 Και τους λέει: «Περίλυπη είναι η ψυχή μου, ως το θάνατο. Μείνετε εδώ και αγρυπνείτε». 
35 Και αφού προχώρησε σε μικρή απόσταση, έπεφτε στη γη και προσευχόταν για να παρέλθει από αυτόν, αν ήταν δυνατό, εκείνη η ώρα. 
36 Και έλεγε: «Αββά, Πατέρα, όλα είναι δυνατά σ’ εσένα. Απομάκρυνε αυτό το ποτήρι από εμένα. αλλά όχι ό,τι εγώ θέλω, αλλά ό,τι εσύ». 
37 Και έρχεται και τους βρίσκει να κοιμούνται, και λέει στον Πέτρο: «Σίμωνα, κοιμάσαι; Δεν μπόρεσες μια ώρα να αγρυπνήσεις; 
38 Αγρυπνείτε και προσεύχεστε, για να μην έρθετε σε πειρασμό. Το πνεύμα είναι βεβαίως πρόθυμο, αλλά η σάρκα ασθενής». 
39 Και πάλι έφυγε και προσευχήθηκε και είπε τα ίδια λόγια. 
40 Και πάλι ήρθε και τους βρήκε να κοιμούνται, γιατί τα μάτια τους ήταν πολύ βαριά από τη νύστα και δεν ήξεραν τι να του αποκριθούν. 
41 Και έρχεται για τρίτη φορά και τους λέει: «Κοιμάστε λοιπόν και αναπαύεστε. φτάνει. Ήρθε η ώρα, ιδού, παραδίνεται ο Υιός του ανθρώπου στα χέρια των αμαρτωλών. 
42 Σηκώνεστε, ας πηγαίνουμε. Ιδού, αυτός που θα με παραδώσει έχει πλησιάσει». 
Η προδοσία και η σύλληψη του Ιησού 
(Μτ 26,47-56. Λκ 22,47-53. Ιω 18,1-11)
43 Καὶ εὐθέως, ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος, παραγίνεται ᾿Ιούδας ὁ ᾿Ισκαριώτης, εἷς τῶν δώδεκα, καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ὄχλος πολὺς μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων, ἀπεσταλμένοι παρὰ τῶν ἀρχιερέων καὶ γραμματέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων. 
44 δεδώκει δὲ ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν σύσσημον αὐτοῖς λέγων· ὃν ἂν φιλήσω, αὐτός ἐστι· κρατήσατε αὐτὸν καὶ ἀπαγάγετε ἀσφαλῶς. 
45 καὶ ἐλθὼν εὐθέως προσελθὼν αὐτῷ λέγει· χαῖρε, ραββί, καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. 
46 οἱ δὲ ἐπέβαλον ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ ἐκράτησαν αὐτόν. 
47 Εἷς δέ τις τῶν παρεστηκότων σπασάμενος τὴν μάχαιραν ἔπαισε τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον. 
48 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με· 
49 καθ᾿ ἡμέραν πρὸς ὑμᾶς ἤμην ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων, καὶ οὐκ ἐκρατήσατέ με. ἀλλ᾿ ἵνα πληρωθῶσιν αἱ γραφαί. 
50 καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγον πάντες. 
51 Καὶ εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθησεν αὐτῷ, περιβεβλημένος σινδόνα ἐπὶ γυμνοῦ· καὶ κρατοῦσιν αὐτὸν οἱ νεανίσκοι. 
52 ὁ δὲ καταλιπὼν τὴν σινδόνα γυμνὸς ἔφυγεν ἀπ᾿ αὐτῶν. 
43 Και ευθύς, ενώ αυτός μιλούσε ακόμα, παρουσιάζεται ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, και μαζί του όχλος με μάχαιρες και ξύλα από μέρους των αρχιερέων και των γραμματέων και των πρεσβυτέρων. 
44 Αυτός που θα τον παράδινε είχε δώσει μάλιστα σύνθημα σ’ αυτούς λέγοντας: «Όποιον φιλήσω, αυτός είναι. κρατήστε τον και οδηγήστε τον στο δικαστήριο με ασφάλεια». 
45 Και αφού ήρθε, ευθύς πλησίασε σε αυτόν και του λέει: «Ραβί», και τον καταφίλησε. 
46 Εκείνοι έβαλαν τα χέρια πάνω του και τον κράτησαν. 
47 Ένας τότε, κάποιος από αυτούς που είχαν σταθεί εκεί κοντά, αφού τράβηξε τη μάχαιρα, χτύπησε το δούλο του αρχιερέα και του αφαίρεσε το αυτί. 
48 Και έλαβε το λόγο ο Ιησούς και τους είπε: «Σαν ενάντια σε ληστή εξήλθατε με μάχαιρες και ξύλα, για να με συλλάβετε; 
49 Κάθε ημέρα ήμουν κοντά σας, διδάσκοντας μέσα στο ναό, και δε με κρατήσατε. Αλλά αυτό έγινε, για να εκπληρωθούν οι Γραφές». 
50 Και τότε τον άφησαν και έφυγαν όλοι. 
51 Και κάποιος νεαρός ακολουθούσε μαζί του περιτυλιγμένος με σεντόνι πάνω στο γυμνό του σώμα. και τον κρατούν. 
52 Εκείνος εγκατέλειψε το σεντόνι και έφυγε γυμνός. 
Ο Ιησούς στο μεγάλο συνέδριο 
(Μτ 26,57-68. Λκ 22,54-55. 63-71. Ιω 18,12-14. 19-24)
53 Καὶ ἀπήγαγον τὸν ᾿Ιησοῦν πρὸς τὸν ἀρχιερέα καὶ συνέρχονται αὐτῷ πάντες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ γραμματεῖς. 
54 καὶ ὁ Πέτρος ἀπὸ μακρόθεν ἠκολούθησεν αὐτῷ ἕως ἔσω εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως, καὶ ἦν συγκαθήμενος μετὰ τῶν ὑπηρετῶν καὶ θερμαινόμενος πρὸς τὸ φῶς. 
55 Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ ὅλον τὸ συνέδριον ἐζήτουν κατὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ μαρτυρίαν εἰς τὸ θανατῶσαι αὐτόν, καὶ οὐχ εὕρισκον· 
56 πολλοὶ γὰρ ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἴσαι αἱ μαρτυρίαι οὐκ ἦσαν. 
57 καί τινες ἀναστάντες ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ λέγοντες 
58 ὅτι ἡμεῖς ἠκούσαμεν αὐτοῦ λέγοντος, ὅτι ἐγὼ καταλύσω τὸν ναὸν τοῦτον τὸν χειροποίητον καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν ἄλλον ἀχειροποίητον οἰκοδομήσω. 
59 καὶ οὐδὲ οὕτως ἴση ἦν ἡ μαρτυρία αὐτῶν. 
60 καὶ ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς εἰς τὸ μέσον ἐπηρώτα τὸν ᾿Ιησοῦν λέγων· οὐκ ἀποκρίνῃ οὐδέν; τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν; 
61 ὁ δὲ ἐσιώπα καὶ οὐδὲν ἀπεκρίνατο. πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς ἐπηρώτα αὐτὸν καὶ λέγει αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ εὐλογητοῦ; 
62 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἐγώ εἰμι· καὶ ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν καθήμενον τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ. 
63 ὁ δὲ ἀρχιερεὺς διαρρήξας τοὺς χιτῶνας αὐτοῦ λέγει· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων; 
64 ἠκούσατε πάντως τῆς βλασφημίας· τί ὑμῖν φαίνεται; οἱ δὲ πάντες κατέκριναν αὐτὸν εἶναι ἔνοχον θανάτου. 
65 Καὶ ἤρξαντό τινες ἐμπτύειν αὐτῷ καὶ περικαλύπτειν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ κολαφίζειν αὐτὸν καὶ λέγειν αὐτῷ· προφήτευσον ἡμῖν τίς ἐστιν ὁ παίσας σε. καὶ οἱ ὑπηρέται ραπίσμασιν αὐτὸν ἔβαλον. 
53 Και οδήγησαν τον Ιησού προς τον αρχιερέα, και συνέρχονται όλοι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς. 
54 Και ο Πέτρος από μακριά τον ακολούθησε ως μέσα στην αυλή του αρχιερέα, και καθόταν μαζί με τους υπηρέτες και θερμαινόταν κοντά στο φως της φωτιάς. 
55 Οι αρχιερείς, λοιπόν, και όλο το συνέδριο ζητούσαν μαρτυρία κατά του Ιησού, για να τον θανατώσουν, και δεν εύρισκαν. 
56 Γιατί πολλοί ψευδομαρτυρούσαν εναντίον του, αλλά οι μαρτυρίες δεν ήταν σύμφωνες. 
57 Και μερικοί, αφού σηκώθηκαν, ψευδομαρτυρούσαν εναντίον του λέγοντας: 
58 «Εμείς τον ακούσαμε να λέει: “Εγώ θα καταστρέψω το ναό τούτο το χειροποίητο και μέσα σε τρεις ημέρες άλλο αχειροποίητο θα οικοδομήσω”». 
59 Αλλά ούτε έτσι δεν ήταν σύμφωνη η μαρτυρία τους. 
60 Και τότε σηκώθηκε ο αρχιερέας στο μέσο και επερώτησε τον Ιησού λέγοντας: «Δεν αποκρίνεσαι τίποτα; Τι μαρτυρούν αυτοί εναντίον σου;» 
61 Εκείνος σιωπούσε και δεν αποκρίθηκε τίποτα. Πάλι ο αρχιερέας τον επερωτούσε και λέει σ’ αυτόν: «Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Ευλογητού;» 
62 Ο Ιησούς τότε είπε: «Εγώ είμαι, και θα δείτε τον Υιό του ανθρώπου από τα δεξιά να κάθεται της Δύναμης και να έρχεται μαζί με τις νεφέλες του ουρανού». 
63 Ο αρχιερέας τότε, αφού ξέσχισε τους χιτώνες του, λέει: «Τι ανάγκη έχουμε ακόμα από μάρτυρες; 
64 Ακούσατε τη βλαστήμια. Τι σας φαίνεται;» Εκείνοι όλοι τον κατάκριναν πως είναι ένοχος θανάτου. 
65 Και άρχισαν μερικοί να τον φτύνουν και να περικαλύπτουν το πρόσωπό του και να τον χαστουκίζουν και να του λένε: «Προφήτεψε». Και οι υπηρέτες τον πήραν στα χαστούκια. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου